Μετά από μίνι τουρνέ στα μέσα και στα έξω επέστρεψα στη βάση. Το πρωινό ολίγον σκούρο και βαρύ σαν το μέλλον του πατέρα ο οποίος εκτός του ότι συστηματικά ρετάρει σαν άλλη Μαίρη Αρώνη στο μια τρελή τρελή οικογένεια, τώρα έχει στο μέτωπο και μια τομή εγκάρσια από άκρη σε άκρη ραμένη με μεταλλικούς συνδετήρες σαν άλλος Φρανκεστάιν. Για κερασάκι στη τούρτα ο χειρούργος τόνισε πως πρέπει να φοράει οπωσδήποτε για κάποιες ώρες μια κορδέλα τενίστα στο κεφάλι για να μην μαζευτούν υγρά στο μέτωπο.
Πολυπρόσωπος ο πατέρας, πολυσχιδής, Πάστα-Φλώρα, Φρανκεστάιν και Μπιόν Μποργκ, όλα μέσα σε κορμί ανήμπορο και σε μυαλό μπερδεμένο. Η πεποίθηση μου πως όταν φτάσει η ώρα πρέπει να ανατιναχτώ και να μην μείνει τίποτα από μένα, παραμένει αδιάσταλτη κι ανεπηρέαστη.
Το πρωινό ολίγον σκούρο και βαρύ, η κυρία Ξερόλα μόλις γύρισε από εκδρομή στη Σικελία και σκοπεύω μαζί της να πάω τα σκυλιά στο πάρκο. Στη γειτονιά τα πάρκινγκ είναι δυσεύρετα κι η κυρία Ξερόλα απολαμβάνει το προνόμιο να έχει τη δική της θέση, την οποία όμως συχνά πυκνά περαστικοί και γείτονες καταλαμβάνουν για λίγο. Κάποιος βιάζεται, κάποιος θέλει να ψωνίσει, το αφήνει για λίγο και έπειτα επιστρέφει.
Αν η κυρία Ξερόλα επιστρέψει από το πάρκο και η θέση της είναι πιασμένη την πιάνουν τα νεύρα λες και της πάτησες τον κάλο. Δεν σκέφτεται πως ίσως να υπήρχε κάποια ανάγκη και πως όποιος και να το άφησε εκεί το αυτοκίνητο του, όπου να’ναι θα γυρίσει. Άλλωστε ή αλήθεια είναι το πάρκινγκ στη περιοχή είναι εξαιρετικά δύσκολο. Βγαίνοντας από το σπίτι, συνοδεία σκύλων, την άκουσα να λογοφέρνει με κάποιον που ήθελε να παρκάρει για λίγο αφού εκείνη θα έφευγε. Η κυρία Ξερόλα έψαλε τ΄αγαπημένα λογύδρια, “μα δεν είναι δυνατόν, μα δεν είναι κατάσταση αυτή, θα σας αφήσω το τηλέφωνο μου έλεγε ο άλλος, μα όλοι έτσι κάνετε και δεν βλέπετε πως εδώ είναι πάρκινγκ”, και μπλα και μπλα και μπλα μικροαστικές βλακείες.
Κοιτάζω τον τύπο, έχει σαν συνοδηγό μια γιαγιά περίπου 1.237 ετών, ζαρωμένη και κουλουριασμένη, μάλλον θα έμεινε στο κάθισμα όπως ακριβώς την ακούμπησαν. Μπροστά στην γιαγιά ο πατέρας μοιάζει ζεν πρεμιέ. Πόση ώρα χρειάζεσαι ρωτάω, μισή μου απαντά, και να εδώ στο παρμπρίζ θα είναι το τηλέφωνο μου, αν χρειαστεί πάρε με θα έρθω. ΟΚ πάρκαρε μόλις φύγουμε. Ευχαριστώ αυτός, παρακαλώ εγώ. Τώρα ξέρω πως την επόμενη μισή ώρα θα ακούω την κυρία Ξερόλα να περιγράφει τα όσα φανταστικά έζησε στη Σικελία.
Το να μπορείς να συμβιώνεις χωρίς να δολοφονείς απαιτεί μια εξάσκηση στην οποία έχω υποβάλλει τον εαυτό μου ηθελημένα εδώ και 2 χρόνια περίπου. Παρά ταύτα η δολοφονία παίζει πάντα στο πίσω, μπρος, πλάι, κέντρο, πάνω δεξιά κι έξω αριστερά μέρος του μυαλού μου. Ήσυχα Τζον, ήσυχα μάι μπόι. Κύριε Πρόεδρε, η τελευταία αιματολογική έδειξε μέτρηση ορμόνης θυρεοειδούς 6 φορές πάνω από το όριο, δικαιολογεί αυτή η αυξημένη ορμόνη τον φόνο κύριε Πρόεδρε; Θα με απαλλάξουν; Ήσυχα Τζον, ήσυχα μάι μπόι, άκου την μελωδική, σε στυλ πριονιού φωνή, της κας Ξερόλας.
Πριν κάποια χρόνια είχε επισκεφθεί την Κρήτη και νόμιζε πως στη Σικελία θα έβρισκε φιλοξενία και ωραίες γεύσεις όπως στη Κρήτη. Μάλλον θα είχε δει Μπλέτσα κι αυτή, παραμύθι πούλα μου ένα πράμα, τεσπά. Πάντως από όλα τα χαζά που είπε πάλι, μου έμεινε πως έχει την εντύπωση πως στην Ελλάδα το κέρασμα μετά το φαγητό, το φέρνουν “για να πάρουν λίγα λεφτάκια ακόμα”. “Ε ναι, στην Ελλάδα είναι αλλιώς, θα σου χαμογελάσουν, θα σε υποδεχθούν, θα σε κεράσουν το μπακλαβαδάκι, το παγωτάκι, το λικεράκι για να πάρουν το κάτι τις παραπάνω” κάπως έτσι το είπε η ανεγκέφαλη.
Φυσικά δεν έχει ιδέα κι αυτή όπως και όλοι εδώ πως το κέρασμα δεν έχει οικονομικό κίνητρο αλλά είναι πράξη ευγενείας, φιλοξενίας και καλοκαρδίας που οι περισσότερο από τους Έλληνες την έχουμε στο αίμα μας γιατί έτσι μας αρέσει. Το κέρασμα είναι κομμάτι του πολιτισμού μας, είναι κομμάτι της καρδιάς που ο ξένος τη μοιράζεται με τον ξένο για να πάψουν να είναι ξένοι.
Το, θα σε κεράσω αλλά δεν θέλω τίποτα από εσένα, είναι κάτι που στη Βουλγαρική κουλτούρα δεν ευδοκίμησε, ίσως γιατί εδώ δεν υπήρξε η χρυσή, γλυκιά εποχή των πράσινων αγελάδων που μας έκανε να ξεχάσουμε τη πείνα του πολέμου και των επακόλουθων, ίσως γιατί εδώ την δεκαετία του ’90 που το σύστημα στην Ελλάδα έδινε λεφτά με το ζόρι, εδώ με το ζόρι το σύστημα έδινε στο κάθε σπίτι 1 κιλό τυρί το μήνα. Κανένας Βαλκάνιος δεν γουστάρει τον άλλο κι ειδικά όσοι συνορεύουν, χαμογελούν βρίζοντας. Κανείς Βούλγαρος δεν αγαπά τους Έλληνες αλλά όλοι λατρεύουν την Ελλάδα. Αγαπώ τη χώρα αλλά όχι τους κατοίκους της, νταξ είναι μια θεωρία κι αυτό.
Έπιασε ένα ψιλόβροχο και παρακάλεσα τον Μεγάλο Ντάντυ να βρέξει μια ματσόλα να της χτυπήσω το κεφάλι και να της πως, μανδάμ, στη χώρα μου δεν είναι όλα για τα λεφτά, όπως είναι εδώ, αλλά μετά είπα ήσυχα Τζον, ήσυχα μάι μπόι. Φυσικά για το φαγητό δεν είχα τίποτα να προσθέσω καθώς και η δική μου εμπειρία είναι κάκιστη. Καλό φαγητό στην Ιταλία μπορείς να δεις ή στην τηλεόραση ή αν μπορείς να πληρώνεις κάθε φορά μισό μηνιάτικο.
Ταβερνάκι στη θάλασσα ή στη μέση του πουθενά με φαγητό απλό, καθαρό και εύγεστο και κρασί χύμα, χωρίς μόστρες και κόνξες, δε θα βρεις στην Ιταλία. Παραλίες ελεύθερες και ουζάκι παγωμένο με γαύρο και ελιές, δεν θα βρεις στην Ιταλία. Ταβερνιάρη να σου ετοιμάσει αυτό που γουστάρεις και να χτυπάει παλαμάκια την ώρα που εσύ χορεύεις γιατί μεράκλωσες και μεράκλωσε κι αυτός, δεν θα βρεις στην Ιταλία. Ταπεινή Ελλάδα που τις σάρκες σου τρως μαζί με τους βλαχοτουρίστες που νομίζουν πως σε γνωρίζουν, σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού τη τρομερή, σε γνωρίζω από τη όψη που με βία μετράει τη γη.
Στην επιστροφή είδα μια σκύλα με τα βυζιά της να κρέμονται, θα έχει γεννήσει πρόσφατα σκέφτηκα. Περίμενε δίπλα σε ένα κάδο αποριμμάτων μάλλον να βρει φαγητό για να φάει ή να πάει στα κουτάβια. Έχετε 10 λεπτάκια μανδάμ; ρώτησα. Ναι, απάντησε. Σταμάτησα στο κατάστημα για τα κατοικίδια και πήρα μια κονσέρβα του κιλού, ποιότης Α. Πήρα το δρόμο της επιστροφής για το πάρκο, τάισα τη σκύλα, κοιτούσε η μανδάμ. Έφτασα πίσω στο σπίτι, στο σημείο που παρκάρει το ευγενές Φίατ της και κάλεσα τον κύριο, επέστρεψα είπα, έρχομαι είπε.
Πολύ σας ευχαριστώ κύριε, είπε αυτός μόλις ήρθε μετά από λίγα λεπτά. Κανένα πρόβλημα, απάντησα. Εδώ στη Βουλγαρία δεν είμαστε έτσι, από κάπου αλλού είστε εσείς, από Τσεχία, Γερμανία, Σερβία; Από Ελλάδα, το τομάρι ούτε του πήγε ο νους του να πει. Κομπλέξαρα, σκέφτηκα, άρπα τη τώρα, από την Ελλάδα είμαι. Χλώμιασε ο γερομπισμπίκης που ένας Έλληνας του φέρθηκε σαν άνθρωπος. Την χάϊλαντερ γεροσμπισμπίκενα τελικά την είχε πάει σε ένα νοτάριους, συμβολαιογραφείο που λέμε. Ποιος ξέρει τι θα την έβαλε να υπογράψει, χάνονται περιουσίες λόγω αδυναμίας.
Αργότερα πήγα στην αγορά και αγόρασα πατζάρια και λίγα κεράσια. Επέστρεψα, διάθεση για δουλειά καμία. Στο μυαλό ένα αεράκι.
«μΥδράλιο, ρώσικη σάλατα». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.