Η Porsche του φτωχού.

Η

Λένε πως, με τα λεφτά δεν αγοράζεις την ευτυχία, αγοράζεις όμως όποια δυστυχία θέλεις. Ο ευθυτενής, εργατικός και φιλόδοξος νέος που μεγάλωσε στο Βότση και στο Ντεπώ, μόλις πριν λίγο καιρό είχε αποκτήσει το 2ο του παιδί. Ήταν μόλις 25 χρόνων και η ζωή του μέχρι τότε ήταν μια μικρή αστική περιπέτεια.

Μεγάλωσε στη δεκαετία του ’60, ανδρώθηκε στη δεκαετία του ’70, έγινε χίπις, χόρεψε με ρόλερ, έκανε γυμνισμό, δήλωνε ανένταχτος, ζούσε στο κέντρο του περιθωρίου μια ζωή γεμάτη τρέλες, φάρσες, σκανταλιές και πολύ δουλειά. Η ζωή στο μετέπειτα της θα τον έβρισκε με δύο παιδιά ακόμα, κάμποσα εγγόνια και αναμνήσεις ένα σωρό.

Από μικρό παιδί λάτρευε τα αυτοκίνητα και ειδικά τα αυτοκίνητα που έκαναν εντύπωση. Το 1972 ήταν 16 χρόνων και με  9.000 δραχμές που τις μάζεψε με ένα σωρό αλχημείες κατάφερε να έχει στα χέρια του ένα διθέσιο MG. Το αυτοκίνητο πουλιόταν σε κάποια δημοπρασία του Δημοσίου μέσω του ΟΔΔΥ και στα μάτια του νέου που δεν είχε γίνει ακόμα πατέρας, δεν φάνταζε σαν αυτοκίνητο αλλά σαν διαστημόπλοιο. Η ζωή του όλη ήταν δουλειά, σχολή και διασκέδαση σε όσο ελεύθερο χρόνο είχε. Το να είσαι 16 χρονών και να κυκλοφορείς εν έτη 1972 με διθέσιο MG σε μια πόλη οι συνομήλικοι σου το πολύ-πολύ να έχουν ποδήλατο σε κατατάσει 1ο σε απόσταση φωτός από τον 2ο.

Το να είσαι 1ος στην εφηβεία είναι κάτι αφάνταστα διασκεδαστικό για όσους το έχουν ζήσει, μια φάση τύπου “πατάω γκάζι, φάτε τη σκόνη μου” από την ομώνυμη ταινία με τους Μπάντ Σπένσερ και Τέρενς Χιλ. Κόντρες, μόστρα κι οι γκόμενες στη σειρά. Ελάχιστοι νέοι είχαν αυτοκίνητο τότε και κανείς μα κανείς δεν είχε διθέσιο MG. Φυσικά όπως και τώρα έτσι και τότε στα 16 δεν μπορούσες να αγοράσεις αυτοκίνητο και δη από δημοπρασία οπότε άλλος θα έπρεπε να μπει μπροστά, όπως και έγινε.

Οι φτωχοί οι άνθρωποι έχουν μια ομοιότητα με τους πλούσιους. Όπως οι φτωχοί δεν θέλουν κανείς άνθρωπος να είναι φτωχός σαν εκείνους, έτσι και οι πλούσιοι δεν θέλουν κανείς να είναι πλούσιος, σαν εκείνους. Κι όπως οι φτωχοί θα κάνουν τα πάντα για να ξεφύγουν από τη φτώχεια τους έτσι και οι πλούσιοι θα κάνουν τα πάντα για να μην ξεφύγουν από τον πλούτο τους.

Τα χρόνια πέρασαν, ο νέος παντρεύτηκε και έγινε πατέρας στο 1ο του παιδί, το MG μπορεί να είναι νάμπερ ουάν για ξαναμμένες στιγμές αλλά για αλλαγή babylino εν κινήσει δεν ενδείκνυται. Το 2ο παιδί ήρθε, το MG έφυγε. Ο άλλοτε πάμπτωχος νέος μαζί με το MG είχε αλλάξει σελίδα. Δύο παιδιά, δική του δουλειά, σχέδια για το μέλλον, λίγες δραχμές στη τσέπη, φαγητό στο σπίτι, ραδιόφωνο για τα βράδια και τα σαββατοκυριάκα εκδρομές στη θάλασσα με αυτοσχέδιες τέντες, ψυγειάκια φελιζόλ, φωτιές στις παραλίες και παρέες με κιθάρες. Ο φτωχός ο άνθρωπος ξέρει να περάσει καλά και με λίγα, ενώ ο πλούσιος με τα λίγα τρελαίνεται.

Όταν έχεις υπάρξει επιτυχημένος έφηβος, δηλαδή έφηβος με αυτοπεποίθηση, θέλεις πάντα να παραμείνεις έτσι. Κι όσα παιδιά κι αν κάνεις προσπαθείς να έχεις κάτι, κάπου, που να σε συνδέει με αυτό σου τον εαυτό. Αν δεν είναι ένα αυτοκίνητο, είναι ένα μηχανάκι, αν δεν είναι μηχανάκι είναι ενα μπαρ, ένας φίλος, ένα κάτι. Θέλεις ένα μίτο που να σε συνδέει με τη καλύτερη εποχή σου καθώς περιφέρεσαι μέσα σ’ αυτόν το λαβύρινθο της ζωής.

Ο ευθυτενής νέος, πατέρας δύο πλέον, άλλαξε το MG με ένα λίγο μεγαλύτερο αλλά και πάλι ακατάλληλο για οικογένεια αυτοκίνητο. Το NSU TT πρωτοκυκλοφόρησε το 1965 με αερόψυκτο κινητήρα και πίσω κίνηση με απόδοση 65 ίππων. Ήταν εξίσου γρήγορο με το MG αλλά λίγο πιο ευρύχωρο, ίσα ίσα να χωρέσει τα 2 παιδιά πίσω. Το τριάκτινο όμως τιμόνι της  Momo, τα διπλά φωτά εμπρός και τα τριπλά πίσω, τα κάμπερ αμορτισέρ της ΚΟΝΙ, τα διπλά καρμπυρατέρ της Webber, οι ζάντες της CAMPAGNOLO και πόσα ακόμα ντεσού το έκαναν οτιδήποτε άλλο εκτός από οικογενειακό αυτοκίνητο. Το NSU TT κέρδισε αναρίθμητους αγώνες στην εποχή του και οδηγήθηκε από οδηγούς όπως Μανιατόπουλο, Ζουμπρούλη και Ιαβέρη και καθώς πεισματικά ο κατασκευαστής κρατούσε τον κινητήρα πίσω όταν όλοι σχεδόν οι κατασκευαστές της εποχής είχαν εγκαταλείψει την ιδέα αυτή, το NSU TT απέκτησε φανατικούς φίλους που ονόμασαν το αυτοκίνητο αυτό, “η Porsche του φτωχού“.

Μπροστά στην ασφάλεια και την ευκολία για την μετακίνηση της οικογένειας που πλέον περίμενε το 3ος παιδί της, η Porsche του φτωχού έπρεπε να θυσιαστεί. Η αθωότητα είχε αρχίσει να χάνεται, συνέπεια ίσως των πολιτικών και οικονομικών αλλαγών, είχε ήδη φτάσει το 1985. Το NSU TT είχε πάψει πια να παράγεται και όσα αυτοκίνητα υπήρχαν στην αγορά ήταν με μειωμένο αγοραστικό κοινό. Η εμπρόσθια κίνηση είχε υπερισχύσει, η disco άκμαζε, η σοκοφρέτα είχε κάνει την εμφάνιση της. 84.000 δραχμές ήταν η καλύτερη προσφορά που έλαβε ο νέος και χωρίς ακόμα να έχει βρει το αυτοκίνητο που θα αντικαταστήσει το NSU, αποφάσισε να το αποχωριστεί. Δεκέμβριος μήνας, Χριστούγεννα, κρύο. Τα λεφτά που θα έπαιρνε μαζί με άλλες 30.000 που είχε βάλει στην άκρη ήταν αρκετά για να αγοραστεί ένα αξιοπρεπές αυτοκίνητο που θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες της οικογένειας.

Οι απογευματινές βόλτες με την ανοιχτή οροφή, τα γκάζια στη παραλία, η μόστρα στις όμορφες, οι έρωτες…όλα τα όμορφα έδιναν την θέση τους σε ένα τετράπορτο, κατά πάσα πιθανότητα, βαρετό όχημα με μεγάλο πορτμπαγκάζ για να χωράει τις αποσκευές και τα παιχνίδια. Τα όνειρα και η ανεμελιά είχαν αντικατασταθεί από υποχρεώσεις και βεβαιότητα, τζίφος σκέφτηκε καθώς έβαζε τα λεφτά στη τσέπη. Η συνναλαγή έγινε κάπου πάνω από την Αγία Σοφία κι ο νέος το’κοψε με τα πόδια μέχρι την Αριστοτέλους για να πιάσει από εκεί το λεωφορείο και να επιστρέψει σπίτι.

Περπατώντας με το κεφάλι σκυφτό, έφερνε στο μυαλό του αναμνήσεις με αυτά τα 2 πρώτα του αυτοκίνητα. Αναμνήσεις δεμένες μια γλυκιά περίοδο που δεν ήθελε να τελειώσει. Αν μην τι άλλο, σκέφτηκε, ότι ώρα θέλω αγοράζω ένα σπορ αυτοκίνητο να κάνω το κέφι μου. Ένα από τα λάθη που κάνουμε όταν είμαστε νέοι, είναι ότι πιστεύουμε πως μπορούμε επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν ότι ώρα θέλουμε εμείς. Περνάνε πολλά χρόνια μέχρι να καταλάβει κανείς ότι δεν μπορεί να επιστρέψει ποτέ ξανά εκεί που ήταν. Κρατάμε στα χέρια μας μια επιταγή και νομίζουμε πως μπορούμε να την εξαργυρώσουμε όποτε εμείς θέλουμε, όμως αυτή η επιταγή δεν έχει κανένα απολύτως αντίκρυσμα και δεν είναι τίποτα άλλο από μια ψευδαίσθηση. Αφήνουμε τον εαυτό μας να πιστέψει πως μπορούμε να επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν όποτε εμείς αποφασίσουμε. Ίσως γι’ αυτό λένε πως δεν υπάρχει τίποτα πιο οδυνηρό από τον θάνατο μιας ψευδαίσθησης, συναινώ.

Φτάνοντας στη πλατεία Αριστοτέλους παρατήρησε έναν ηλικιωμένο, έναν παππού θα έλεγα που στεκόταν στο κρύο με το κασελάκι του παπουτσή περιμένοντας κάποιον να του γυαλίσει τα παπούτσια. Αποφάσισε να σταματήσει στον παππού μόνο και μόνο για να του δώσει κάτι αλλά η στάση του δε θύμιζε ζητιάνο κι εκείνος ντράπηκε να δώσει ελεημοσύνη, Αποφάσισε λοιπόν να γυαλίσει τα παπούτσια του. Όση ώρα ο γέρος έτριβε με το πανί και το βερνίκι ο νέος παρατηρούσε τα χέρια του, ήταν το μόνο που έβλεπε. Άνθρωποι σαν αυτόν το πιο πιθανό να είχαν πολεμήσει στο Β’ Παγκόσμιο και μετέπειτα στον Εμφύλιο. Άνθρωποι σαν αυτόν χάθηκαν στο χωνευτήρι και κατέληξαν στους δρόμους, όπως αυτός, Δεκέμβρη μήνα Χριστούγεννα, να γυαλίζουν παπούτσια.

Το βαρύ γκρίζο παλτό του γέρου είχε κάτι τσέπες μεγάλες και φαρδιές κι όπως ήταν σκυφτός πάνω από τα παπούτσια που επιμελώς γυάλιζε, ο νεαρός σκέφτηκε να του βάλει μέσα λίγα χρήματα. Ας του βάλω 10.000 σκέφτηκε, να ζεσταθεί λίγο, να πάει να φάει, να ξεκουραστεί. Έβαλε το χέρι του εκεί που κρατούσε τις 84.000 δραχμές, ποσό που μόλις είχε εισπράξει από την πώληση του τελευταίου εφηβικού αυτοκινήτου που θα είχε ποτέ, μπα ας του βάλω 20.000 σκέφτηκε. Και τι θα κάνει με 20.000, σε λίγο καιρό πάλι εδώ θα είναι, καλύτερα να του βάλω 30.000, συνέχισε να σκέφτεται. Στο τέλος έβαλε το χέρι στη τσέπη και έπιασε όλο το πακέτο με τα χρήματα που είχε κι όπως ο γέρος ήταν σκυφτός τα έβαλε μέσα σε μια από τις άδειες τσέπες.

Ο γέρος κατάλαβε ότι ο νεαρός κάτι του έσπρωξε μέσα στη τσέπη κι όταν είδε ένα πακέτο με χρήματα έβαλε το χέρι του να τα βγάλει έξω, ντράπηκε. Ο νεαρός τότε έπιασε τα χέρια του γέρου και του είπε “Σε παρακαλώ, κάνε μου μια χάρη μόνο, κράτησε τα. Είναι αρκετά τα χρήματα να βγάλεις το χειμώνα. Μην ξανάρθεις εδώ”. Ο γέρος τότε για πρώτη φορά σήκωσε το κεφάλι του. Είχε κάτι μάτια γαλάζια σαν τον ουρανό στην καλύτερη του μέρα και ήταν γεμάτα απορία, βαθειά ευγνωμοσύνη κι αγάπη προς τον αναπάντεχο κι απρόσμενο Σωτήρα. Μια αγάπη που κύλησε σαν δάκρυ από τα μάτια του καθενός καθώς κοιταζόντουσαν χωρίς ν’ αλλάξουν άλλη κουβέντα κι έγινε ένα κύμα ευφορίας, θαλπωρής και ανθρώπινης αίσθησης εκείνο το κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα στη Πλατεία Αριστοτέλους ανάμεσα σε δυο αγνώστους που δεν θα αντάμωναν ποτέ ξανά. Οι 84.000 δραχμές αντιστοιχούσαν στο όνειρο μιας ολόκληρης εποχής και το όνειρο μην μπορώντας να ζήσει άλλο είχε βρει τον καλύτερο τρόπο να επιβιώσει, είχε γίνει το όνειρο κάποιου άλλου.

O νεαρός καταφερτζής παρέδωσε μια ολόκληρη εποχή στα χέρια κάποιου άλλου και έφυγε ποιο ελεύθερος, πιο ευτυχισμένος και πιο πλήρης ποτέ. Εργατικός όπως ήταν μάζεψε γρήγορα χρήματα κι αγόρασε ένα Ford Taunus να πηγαίνει την οικογένεια βόλτα. Τα χρήματα από την εκποίηση ενός παιδικού ονείρου δεν έγιναν συμβιβασμός αλλά παρέμειναν όνειρο στα χέρια κάποιου άλλου πια, κάποιου που. τα είχε περισσότερη ανάγκη. Έτσι είναι οι φτωχοί οι άνθρωποι, στεναχωριούνται όταν βλέπουν άλλους φτωχούς.

*Βασισμένο σε αληθινή ιστορία.

Γιάννης Κακούρης