Αχ κουνελάκι.

Α

Κυριακή πρωί, καφές, ησυχία, όλοι κοιμούνται. Αν μπορούσα να ξυπνάω κάθε μέρα στις 5 θα ήμουν ευτυχής, αλλά όχι απλά δε μπορώ, δε θέλω κιόλας. Υπάρχει μια μοναξιά απάνθρωπη τα πρωινά, σκοτάδι, κρύο, ένα μούδιασμα. Κάτι παρόμοιο ισχύει με τα δειλινά, με τα βράδυα. Όταν έχεις νταλκά τα βράδια είναι ατέλειωτα, επικίνδυνα, όλες τις μαλακίες το βράδυ θα τις κάνεις, ολα τα λάθος τηλέφωνα, τις υποσχέσεις, τις επιλογές. Μα δε πειράζει νύχτα είναι θα περάσει κι ίσως αύριο το πρωί και να σε έχω ξεχάσει, τραγουδούσε κάποτε η Κανελλίδου, κάτι θα ήξερε, άλλο.

Η Λάρα πριν λίγες ημέρες τράκαρε σε μια πόρτα γυάλινη γιατί είχε το κεφάλι κάτω και τίποτα δεν έβλεπε και μπαμ. Μετά έκανε 2 βήματα πίσω και φαινόταν πολύ ξαφνιασμένη που κάτι αόρατο τη σταμάτησε. Μια άλλη μέρα ήταν στο πεζοδρόμιο και μετά μανίας κάτι μύριζε κάνοντας μικρά πλάγια βήματα με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να πέσει από το πεζοδρόμιο. Μα τον Τουτατή δεν έχω δει ξανά σκύλο να πέφτει από το πεζοδρόμιο. Εχθές όμως ξεπέρασε και τον εαυτό της καθώς κάποια στιγμή εμφανίστηκε με ένα κλαδί που είχε περάσει μέσα από το περιλαίμιο της κι έβγαινε πάνω από το κεφάλι της σαν κεραία ενώ η άλλη του πλευρά σερνόταν στο δρόμο. Το κλαδί είχε παρακλάδια κι έτσι η Λάρα κυκλοφορούσε μ’ ένα ημίδεντρο περασμένο στο κολάρο της σα σκλάβος άλλης εποχής στη Λουιζιάνα. Συνέχισα να περπατάω και την άφησα έτσι προσπαθώντας να καταλάβω πως τα κατάφερε αλλά δεν κατάλαβα. Δεν μπόρεσα να την βλέπω να είναι κι έτσι σκλάβα κλαρωτή και της το έβγαλα, άλλο.

Πιο καντέμη από αυτό τον Κάρολο δε ξέρω. Περίμενε μια ολόκληρη ζωή τη μάνα του να ανοίξει δρόμο, έκανε τη Καμίλα βασίλισσα μια και της το είχε τάξει ένα βράδυ στα μπουζούκια στην εθνική, κυκλοφόρησε εδώ κι εκεί με τη χρυσή μπαντάνα στο κεφάλι σαν γνήσιος μονάρχης και πριν προλάβει να χαρεί τη βασιλεία, η βασιλεία των ουρανών τον καλεί. Ο Κάρολος είναι ο ορισμός του δυσνόητου, και με καθυστέρησαν και δεν πρόλαβα. Αν παθαίνουν καρκίνο κι οι γαλαζοαίματοι που τρώνε μόνο χάι τεκ πράματα κι όπου κι αν πάνε έχουν κι από ένα σπίτι γεμάτο υπηρετικό προσωπικό να τους τα ξύνει, αλίμονο στους φτωχούς, άλλο.

Όταν βλέπω τον Κασελάκη μου έρχεται στο μυαλό το, αχ κουνελάκι κουνελάκι ξύλο που θα το φας. Δεν έχω καταλάβει ακόμα πως ένας νέος άνθρωπος, μάλλον επαγγελματικά επιτυχημένος, ωραίος, σωματικά υγιής, χαμογελαστός και άνετος έχει τόσο όρεξη να ζαλίζεται με τη πολιτική και όλη τη βρωμιά των εν δυνάμει σωτήρων που παλεύουν αναμεταξύ τους για το καλό του λαού, δηλαδή το δικό μου. Και μια πρεμούρα κάθε τρεις και δύο, θα γίνω πρωθυπουργός, θα γίνω πρωθυπουργός. Κι άμα γίνεις κύριε Κουνελάκη, τι νομίζεις θα καταλάβεις; Εδώ ο Κάρολος μια ζωή περίμενε να γίνει βασιλιάς, που και τίποτα δε κάνει εδώ που τα λέμε, και μόλις έγινε φεύγει. Εσύ θα βγάλεις τον καρκίνο πριν γίνεις πρωθυπουργός με το συρφετό που έμπλεξες.

Θέλεις κύριε Κουνελάκη δημόσια αναγνώριση κι αποδοχή; Σε φτιάχνει το φέιμους; Γίνεται τραγουδιστής ρε φίλε, σου πάει. Γίνε youtuber, σου πάει. Γίνε παρουσιαστής του τηλεπαιχνιδιού, ποιός θέλει να γίνει πρωθυπουργός. Σου πάει κι αυτό. Αλλά να μπλέξεις εσύ, ένας μεγαλοαστός με τη δική μου μάζα, δε σου πάει. Συνέχισε τη ζωούλα σου όπως την έκανες όμορφα κι ωραία κι άσε τις σωτηρίες, μας έσωσαν άλλοι πριν απο σένα και στη σειρά περιμένουν χίλιοι, δε θέλουμε άλλους σωτήρες. Από την εποχή του Κολοκοτρώνη και του Καποδίστρια, οι ξύπνιοι αυτού του τόπου δεν περιμένουν κανέναν για να σωθούν. Σώζουν τον εαυτό τους και οργανώνουν μια γλυκιά ζωή σε αυτό το θεϊκό οικόπεδο που το λούζει ο ήλιος και το αγκαλιάζει η θάλασσα και μετά ψοφάνε ήσυχοι. Εδώ κύριε Κουνελάκη, όλοι τα ψώνια στην αρχή θέλουν να γίνουν σωτήρες, μετά γίνονται πωλητές και στο τέλος καταλήγουν εισπράκτορες, άλλο.

Ήπιος ο χειμώνας, ελπίζω να συνεχίσει έτσι. Υπάρχει μια ησυχία τα πρωινά και τα βραδια, μια σιωπή, είσαι εξ ορισμού πιο κοντά στον εαυτό σου. Μπορείς να βγάλεις τα ρούχα σου, να δεις τις ουλές, να δεις τα σημάδια, να δεις το χρόνο και πως πέρασε από πάνω σου. Υπάρχει μια ησυχία που σε φέρνει πιο κοντά, αρκεί αυτό να μη σε φοβίζει, να μην σε απωθεί. Τις μικρές και τις μεγάλες ώρες γράφονται τραγούδια σαν τα Δειλινά. Στο ενδιάμεσο γράφονται τραγούδια σαν το Αχ Κουνελάκι.

Κατά πως νομίζω, στο ενδιάμεσο υπάρχουμε και στο μικρό και μεγάλο ζούμε.

Γιάννης Κακούρης