Τυραννόσαυρος Ρεξ.

Τ

Τα πάντα γύρω είναι λευκά, λεία, παγωμένα και γυαλιστερά. Προσπαθώ να γατζωθώ από κάπου αλλά γλιστράω. Απλώνω τις παλάμες μου, αυτό πρέπει να είναι πορσελάνη σκέφτομαι, τι κρύα που είναι η πορσελάνη, πόσο θα ήθελα να ξέρω να φτιάχνω, πάντα ήθελα, ποτέ δε μπόρεσα. Αν βγω ποτέ από εδώ μέσα να θυμηθώ να βάλω κι αυτή την αποτυχία στο κουβά.

Είναι σκοτάδι, έχει κρύο, είμαι γυμνός πάνω σε μια πορσελάνινη επιφάνεια κι όλο κατρακυλάω, φώναξα μια δυο φορές τον κοπρόσκυλο μήπως έρθει να με βοηθήσει αλλά δεν φάνηκε. Νομίζω πως πνίγομαι, ασφυκτιώ, “μπορεί κάποιος ν’ ανοίξει σας παρακαλώ ένα παράθυρο να μπει λίγος φρέσκος αέρας” φώναξα, μα η φωνή μου ακούστηκε με ηχώ, που στο διάολο είμαι; Άναψε ένα φως, μια λάμπα, σκατά είμαι μέσα στο μπάνιο, μέσα στο νεροχύτη, ποιος με έβαλε μέσα στο νεροχύτη; Εγώ μίκρυνα ή αυτός μεγάλωσε; Είχα δει μια ταινία που έκαναν τους ανθρώπους μικρούς, τους συρρίκνωσαν. Ποιός με συρρίκνωσε; Αυτό είναι το μπάνιο μου, πως βρέθηκα εγώ μέσα στο νεροχύτη του μπάνιου μου; Βήματα, βήματα, βήματα, η πόρτα ανοίγει, μπαίνω εγώ τεράστιος. Εγώ; Πάλι εγώ; Δε μπορούσε να μπει κάποιος άλλος;

Τι κάνω εγώ εδώ και μικρός και μεγάλος, ουυυυ πόσο άσχημος είμαι…μπλιαχ. Από αυτή τη γωνία που βλέπω τον εαυτό μου, μοιάζω με τέρας, τέρας πραγματικό όμως. Διπλοσάγωνο, μεγάλα αυτιά και μάλλον βρώμικα, μια αηδία είμαι. Κοιλιά…θέε μου τι κοιλιά είναι αυτή, τι έφαγα πάλι, γιατί έφαγα τόσο πολύ, για να με δω πως περπατάω, απορώ πως στέκομαι όρθιος. Με βλέπω να τεντώνομαι και να κοιτιέμαι στο καθρέφτη, ρουφάω τη κοιλιά μου αλλά αυτός ο βόας δε ρουφιέται. Κοιτιέμαι αριστερά, κοιτιέμαι δεξιά, ένα μάτσο χάλια. Ο εαυτός μου φαίνεται σαν ένας τεράστιος λεκές, φωνάζω, ουρλιάζω, κοίτα με, βγάλε με από εδώ μέσα, ποιος είσαι εσύ, ποιος είμαι εγώ, αλλά δε μπορώ να κάνω και πολλά γιατί με κάθε κίνηση γλιστράω όλο και πιο πολύ προς το κέντρο του νεροχύτη, σκατά λείπει πάλι η τάπα. Πεντακόσια σπίτια άλλαξα, δεν κατάλαβα ποτέ γιατί πάντα έχανα τη τάπα στο νεροχύτη του μπάνιου.

Πρέπει να μείνω σταθερός, δεν πρέπει να γλιστρήσω άλλο, ο τεράστιος σιχαμερός εαυτός μου κοιτιέται ακόμα στον καθρέφτη, δε μπορώ να μη μιλήσω, νομίζεις πως είσαι ωραίος ε; ψώνιο. Έλα να δεις τα χάλια σου από αυτή τη γωνία και ξαναμιλάμε, ναι σιγά, μη πέσεις εσύ τόσο χαμηλά, φαντασμένε. Που να βάλεις τη κάμερα να τραβήξεις από εδώ κάτω, έχεις πάρει κάτι προεκτάσεις για το τηλέφωνο που πρέπει να φτάνουν το χιλιόμετρο σε μήκος μπας και φανείς όμορφος. Βγάλε με από εδώ μέσα, προσπαθώ να φωνάξω αλλά γλιστράω κι άλλο, σκατά. Καθάρισε τ’ αυτιά σου ρε χονδροειδές πλάσμα, δε με ακούς; άνοιξε τα μάτια σου, δε με βλέπεις;, πάνω σ’ αυτό το λευκό νεροχύτη πρέπει να είμαι σαν τη μύγα, εεεε…ωωωω, σηκώνω το πόδι μου γιατί τις παλάμες τις έχω κάνει βεντούζες, τίποτα.

Κοίτα ρε σ’ ένα χοντρομαλάκα που έπεσα σκέφτομαι…..ρεεεεε κοίτα με. Στο στόμιο της βρύσης κρέμεται μια σταγόνα, μοιάζει με τεράστια φουσκάλα, πόσο τρομακτικά μπορούν να γίνουν τα πράγματα γύρω μας αν αλλάξουμε μέγεθος; Βήματα, βήματα, βήματα, στο μπάνιο μπαίνει ένας τύπος με φόρμα ιατρού και σοβαρό ύφος. Όλοι οι γιατροί έχουν σοβαρό ύφος, αυτός το έχει ένα κλικ παραπάνω. Βήματα, βήματα, βήματα, μια χοντρή νοσοκόμα. Ο γιατρός αριστερά του βρωμερού τεραστίου εγώ μου, η χοντρή νοσοκόμα στα δεξιά, τι σκατά γίνεται εδώ μέσα, έχω παγώσει, γλιστράω προς το κέντρο του νεροχύτη και κανείς από αυτούς τους γελοίους δε κάνει τίποτα. Η τάπα που λείπει κάνει τη τρύπα του νεροχύτη να μοιάζει με μαύρη τρύπα, μια στάλα μόλις έπεσε εκεί μέσα κάνοντας ένα θόρυβο περίεργο.

Η Αγία Τριάδα κοιτάει τον καθρέφτη, κανείς δε δίνει σημασία σε μένα, όλοι τους φαίνονται απαίσιοι από εδώ που τους κοιτάζω, πρωτίστως εγώ, τι εγώ δηλαδή, αν αυτός είμαι όντως εγώ καλύτερα να πηδήξω τώρα στη μαύρη τρύπα. Η νοσοκόμα ξερόβηξε και κοιτώντας τον καθρέφτη είπε, “Γιατρέ, σύμφωνα με το τελευταίο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα υπάρχει έντονη δραστηριότητα καθώς καταγράφηκαν εγκεφαλικά κύματα με συχνότητα από 6 έως 20/sec.”. Ο Γιατρός έβαλε το χέρι του στον καθρέφτη και κουνούσε το δάχτυλο σαν να βλέπει κάτι σε τάμπλετ. “Ναι, νοσοκόμα Μπέτυ, το βλέπω στις μετρήσεις, πολύ ενδιαφέρον”. Μπέτυ σε λένε μωρή κολόχοντρη; σκέφτηκα, ωραία βυζιά έχεις, στα πιάνει ο γιατρός καμιά φορά; Έχω δει πολλές τσόντες με νοσοκόμες, έχεις παίξει σε καμία τσόντα; θες να παίξεις; Βγάλε με από’ δω μέσα μωρή, κοίτα με, τι κοιτάς το εγκεφαλογράφημα, εγώ δεν σου κάνω; Ο χοντρομαλάκας εγώ παρέμενε ανάμεσα στο γιατρό και στη νοσοκόμα Μπέτυ και σκάλιζε τη μύτη, έλεος ρε φίλε.

Σηκώνω το χέρι μου, φωνάζω, που θα ξαναβρω ευκαιρία να έχω τόσο κόσμο γύρω μου “εεεεε εδώ είμαι, κοιτάτε με, εδώ είμαιιιι…βγάλτε με έξω…” τζίφος. Γλιστράω κι άλλο, πάει θα πέσω μέσα σκέφτομαι, πάει αυτό ήταν… Λίγο πριν τη μαύρη τρύπα ο νεροχύτης ευτυχώς δεν έχει πια τόση κλίση και καταφέρνω να σταματήσω τη κατρακύλα, για πρώτη φορά μπορώ να κάτσω στα τέσσερα και σε λίγο διστακτικά προσπαθώ να σταθώ στα δυο μου πόδια. “Χα! Νοσοκόμα Μπέτυ, χονδροειδές εγώ, κομπασμένε γιατρέ, για κοιτάχτε, για κοιτάχτε!!!”. Είμαι περιχαρής, αισθάνομαι μια ασφάλεια, επιτέλους πατάω στα δυο μου πόδια, τι χαρά, τι χαρά! Σκέφτομαι πως αν οι στεναχωρημένοι, για κάποιο λόγο άνθρωποι, πέσουν στο πάτωμα και συρθούν εκεί για μία ώρα, ίσως και πολύ λιγότερο, όταν σηκωθούν στα δυό τους πόδια, όλα θα φαίνονται καλύτερα. Είναι πολύ λιγότερα τα πράγματα που μπορείς να κάνεις όταν σέρνεσαι κι αν από ερπετό γίνεις δίποδο, όλα είναι περισσότερα εφικτά.

Στάθηκα στα δυο μου πόδια και κοιτούσα προς τα πάνω, μια στάλα ακόμα πέρασε ξυστά δίπλα μου και χάθηκε στο χάος της μαύρης τρύπας. Το αγνό λευκό της πορσελάνης έχει γεμίσει κακάδια και τρίχες από τη μύτη του υπεραπαίσιου, που εξακολουθεί να στέκεται ατάραχος ανάμεσα στη βυζαρού Μπέτυ και στον κο. Δόκτωρ. “Μ’ αυτές τις μετρήσεις φαίνεται πως οι νευρώνες είναι σε εγρήγορση κι από τον ακανόνιστα καρδιακό και αναπνευστικό ρυθμό καθώς και από τη κίνηση των βολβών, είναι εμφανές πως υπάρχει έντονη εγκεφαλική δραστηριότητα”, είπε και πάλι η νοσοκόμα Μπέτυ. Έστρεψα το κεφάλι μου προς τον γιατρό για ν’ ακούσω με ενδιαφέρον τι θα πει, “ναι νοσοκόμα Μπέτυ, το βλέπω στις μετρήσεις, πολύ ενδιαφέρον”, “είσαι αρχίδι γιατρέεεεε” φώναξα με όση δύναμη είχα αλλά και πάλι κανείς δε με κοίταξε.

“Κολόγιατρε μόνο η Μπέτυ μιλάει, εσύ τα βυζιά της σκέφτεσαι, πες το, κολόγιατρε, κολόγιατρε δε σε θέλω εδώ μέσα” φώναξα, τζίφος. “Περίεργη περίπτωση αυτός ο ασθενής γιατρέ. Παρουσιάζει έντονη εγκεφαλική δραστηριότητα μετά από 2 χρόνια όπου είχαμε σχεδόν μηδενικές διαφορές στις μετρήσεις. Κάτι γίνεται εκεί μέσα, παρά ταύτα καμία αντίδραση σε κανένα εξωτερικό ερέθισμα”. Ήμουν σίγουρος πως ο γιατρός θα έλεγε πάλι, ναι νοσοκόμα Μπέτυ το βλέπω στις μετρήσεις αλλά εκείνος είπε, “νοσοκόμα Μπέτυ, αυτός ο ασθενής είναι κοντά”, “τι εννοείται γιατρέ;” ρώτησε η Μπέτυ κοιταζοντας πάντα τον καθρέφτη. “Αυτός σύντομα ή θα ξυπνήσει από το κώμα ή δεν θα ξυπνήσει ποτέ”.

Κοίταξα τα πόδια μου, τα χέρια μου, ποτέ είπε; Κολόγιατρε εσύ ποτέ, σκέφτηκα αλλά μόλις κοίταξα προς τα πάνω ο γιατρός και η νοσοκόμα είχαν εξαφανιστεί και ο χοντρός κι απαίσιος εγώ είχε σκύψει το κεφάλι του και με κοιτούσε. Το πρόσωπο του έκρυβε κάθε τι άλλο και προσπάθησα να πηδήξω για να πιαστώ από τις τρίχες στο μούσι του, τζίφος. “Τι έγινε εξυπνάκια, σ’ αρέσει εκεί κάτω;” είπε. “Με βλέπεις και με ακούς τόση ώρα και μ’ έχεις αφήσει εδώ, σ’ αυτόν τον κολονεροχύτη; Έχει παγώσει ο κώλος μου και κοντεύω να πέσω μέσα στη τρύπα, βγάλε με απο ΄δω μέσα χοντρέ και απαίσιε εγώ”.

“Εγώ σε έβαλα εκεί μέσα, σιγά μη σε βγάλω, αρκετά με βασάνισες όλα αυτά τα χρόνια με όλα τα ανέφικτα σου σχέδια, τους ανεκπλήρωτες έρωτες, τα πισογυρίσματα, τα ατέρμονα όνειρα. Μια χαρά είμαι χωρίς εσένα, κοιμάμαι και θα συνεχίσω να κοιμάμαι, μη κάνεις όνειρα πως θα ξυπνήσουμε ποτέ ξανά”. “Κι αν δεν έκανα όνειρα, τι να έκανα δηλαδή;” ρώτησα τον τεράστιο βουκεφάλα που το χοντρό του πρόσωπο ήταν σαν θόλος πάνω μου. “Ας γινόσουν ταμίας σε σούπερ μάρκετ, ας δούλευες στα διόδια, ας μοίραζες πίτσες ή καλύτερα απ’ όλα, ας μην έκανες τίποτα, πιο λίγη ζημιά θα έκανες, βλάκα”. Αυτό το βλάκα μου την κάρφωσε στον εγκέφαλο, άντε ρε χοντρομπαλά, απάντησα. Η τεράστια φάτσα φάνηκε να εκνευρίζεται και είπε, “ξιπασμένε” κι εγώ είπα “παχύδερμο”.

Σκέφτηκα πως αυτή η κατάσταση δε με συμφέρει καθώς δε θα μπορέσω να βγω μέσα από αυτόν τον νεροχύτη χωρίς βοήθεια και είπα με ύφος κάπως παρακαλετικό, “έλα σε παρακαλώ βγάλε με από εδώ μέσα, αφού στη πραγματικότητα εγώ κι εσύ είμαστε ένα”. Τότε, ο τεράστιος εγώ,  με κοίταξε με ένα βλέμμα πολύ επιθετικό και θυμωμένο, σα βλέμμα ανθρώπου που κορόιδεψες ή έκλεψες και είπε “όχι πια”. Αμέσως μετά άνοιξε τη βρύση και όσο και να προσπάθησα να κρατηθώ στο χείλος της τρύπας το νερό με τράβηξε και χάθηκα μέσα σε υγρό και κρύο σκοτάδι ταξιδεύοντας κι εγώ δε ξέρω που.

Είχα πάψει να αισθάνομαι απελπισία πως δεν θα καταφέρω να βγω ποτέ από αυτόν τον λείο και γυαλιστερό νεροχύτη, ήταν σίγουρο πια πως δεν θα τα καταφέρω. Αυτή είναι ίσως η στιγμή που παύεις να αισθάνεσαι απελπισία σκέφτηκα, η στιγμή που χάνεις πια με βεβαιότητα την ελπίδα. Η στιγμή που δεν έχεις πια τίποτα να χάσεις μπορεί να είναι μια στιγμή γεμάτη δημιουργία ή γεμάτη καταστροφή, η στιγμή που ένας κύκλος κλείνει μόνο και μόνο για ν’ ανοίξει ένας άλλος. Πόσοι κόσμοι γεννιούνται από ένα ηφαίστειο που σκάει και πόσοι πεθαίνουν; Αυτά σκεφτόμουν όση ώρα στοβιλιζόμουν μαζί με τα απόβλητα μέσα σε σωληνώσεις και κανάλια. Πόση ώρα πέρασε δε ξέρω αλλά όταν άνοιξα πάλι τα μάτια μου βρέθηκα σε μια έρημο γεμάτη κάκτους, σαν το Μεξικό είναι εδώ, σκέφτηκα.

Ο ήλιος έκαιγε, το χώμα ήταν σκληρό γεμάτο πέτρες, κοιτάζωντας γύρω μου να δω τι υπάρχει προς μεγάλη μου έκπληξη είδα πως πίσω μου καθόταν ένας δεινόσαυρος. Ξαφνιάστηκα από το τεράστιο του μέγεθος του αλλά φαινόταν τόσο ήρεμος. Με κοίταξε με μάτια υγρά, γεμάτα στοργή  “περίμενα να ξυπνήσεις” είπε, “γιατί;” ρώτησα. “Εγώ ήμουν τεράστιος και είχα κατακτήσει όλον τον πλανήτη και κανείς δε μπορούσε να με νικήσει και τους έτρωγα όλους” είπε, “ναι κάτι έχουμε διαβάσει, είσαι ο Τυραννόσαυρος Ρεξ έτσι δεν είναι;”. “Ναι αυτός είμαι. Θέλω να πω, πέρασαν κάμποσα χρόνια που τίποτα δε φαινόταν να μπορεί να σταματήσει την εξέλιξη και την κυριαρχία μου και εγώ και όλοι σαν εμένα θα ήμασταν για πάντα το πιο δυνατό είδος. Μια μέρα όμως έσκασε στο πλανήτη αυτός ο παλιοκομήτης και μας εξαφάνισε, κατάλαβες;”, “όχι” απάντησα κάπως διστακτικά.

“Όσο δυνατός κι αν είσαι ή αισθάνεσαι, πάντα υπάρχει κάτι που μπορεί να σε γκρεμίσει. Αν δεν είχαμε εξαφανιστεί εμείς, δε θα είχατε εμφανιστεί εσείς, κατάλαβες;”, “όχι” είπα πάλι. “Καλά μου είχαν πει πως δεν είσαι και πολύ έξυπνος, τέλος πάντων. Αυτός ο τύπος, που άνοιξε τη βρύση και σε έριξε στη τρύπα που σ’ έφερε εδώ, αυτός ο τύπος που τον έβλεπες τεράστιο όπως βλέπεις τώρα εμένα”, “ε, ναι, τι μ’ αυτόν τον τύπο;” ρώτησα. “Αυτός ο τύπος είναι ο δεινόσαυρος που πρέπει να εξαφανίσεις”, “πως;” ξαναρώτησα. “Πρέπει να γίνεις κομήτης, πρέπει να σηκωθείς και να κάνεις όλα όσα μπορείς, όσα δεν έκανες ποτέ”. “Θέλω αλλά δε μπορώ, κάνω ένα βήμα μπροστά και δυο βήματα πίσω” είπα. Ο Τυραννόσαυρος Ρεξ χαμόγελασε και είπε, “ακριβώς! αν θες να πας μπροστά, πήγαινε πίσω” είπε κι εξαφανίστηκε.

Κοίταξα τριγύρω μου, ερημιά και κάκτοι. Τι σκηνικό είναι αυτό;. αναρωτήθηκα, “αυτές είναι οι σκέψεις σου φίλε μου, ότι απέμεινε από αυτές μετά από τη βόμβα που έσκασε μέσα στον εγκέφαλο σου”. Γύρισα να δω ποιός μιλούσε, ο γάιδαρος! Χα, επιτέλους ένας ευχάριστος γνωστός, ο γάιδαρος με τις παπαρούνες! “Τι κάνεις εσύ εδώ;” ρώτησα κι εκείνος είπε κοροϊδευτικά, “τι κάνεις εσύ εδώ, τι κάνεις εσύ εδώ; άσε μας ρε Γιαννάκη, μια χαρά ήμουν στις Σπέτσες, εσύ με έφερες εδώ στους κολοκάκτους και στην ερημιά του εγκεφάλου σου. Θέλεις να σε πάω προς τα εκεί” και έγνεψε προς ένα σημείο του ορίζοντα.

“Τι είναι εκεί;” ρώτησα. “Η Γιάλοβα” είπε ο γάιδαρος και ξεκίνησε.

Γιάννης Κακούρης