Ανάσα.

Α

Περπατούσαμε πόση ώρα δε ξέρω, ξέρω όμως πως δεν πηγαίναμε στο Κάιρο. Ίσως το Κάιρο να ερχόταν αργότερα, ίσως ποτέ. Εκεί είναι λέει το ζερό, μα εγώ δε το πίστεψα. Ίσως είναι κανένα κόλπο του γαϊδάρου να με οδηγήσει κι εγώ δεν ξέρω που. Γιατί όπου περπατάμε οι δρόμοι είναι χωμάτινοι; ρώτησα. Γιατί περπατάμε στο παρελθόν και στο παρελθόν δεν υπήρχε άσφαλτος. Οι άνθρωποι έκαναν όλες τις δουλειές με τα χέρια κι ευκολία καμία, όχι σαν τη δική σου τη γενιά που έγιναν όλα τίποτα. Δεν θέλησα να σχολιάσω, δεν είχα πολύ όρεξη για κουβέντα, αυτή η επαφή με τους νεκρούς δε μου αρέσει και πολύ, τι έχουν οι νεκροί να μου δώσουν; Νόμιζα πως θα μου δώσουν τις αναμνήσεις τους αλλά μου φαίνεται πως οι αναμνήσεις των νεκρών είναι όπως των ζωντανών, καμιά φορά πονάνε. Ο άνθρωπος εκ φύσεως αποφεύγει τον πόνο στολίζοντας τον με γιρλάντες και κεραμίδια, με όνειρα και μόδα, με εφήμερο και σχέδια, πολλά σχέδια. Ο άνθρωπος μπλοκάρει τον επώδυνο δρόμο προς το παρελθόν κάνοντας ευχάριστα όνειρα για το μέλλον. Το πιθανό ευχάριστο μέλλον είναι ο μόνος τρόπος να σωθείς από το σίγουρα δυσάρεστο παρελθόν σου.

Αποκλείεται ο θείος Ιλάριος να έτρωγε κάθε μέρα μια τσανάκα γιαούρτι, την έφαγε τις προάλλες που έκαψα το Βατικανό μαζί με τον Ατίλιο, κάτι θα είχε ο Ιλάριος που δεν το έλεγε σε κανέναν και κάτι θα σκεφτόταν καθώς θα έσπρωχνε τα ρολά μέσα στα ανήλια υπόγεια της Χρήστου Λαδά. Κάτι θα είχε ο προπάππους ο Γιώργος που δε το μοιράστηκε, δε μπορεί κάθε μέρα να έκανε στιφάδο και βουτιές στη Γιάλοβα, έχασε τη γυναίκα του και φρόντισε ν’ αποχωριστεί κάθε τι δικό της, μα δεν είπε τίποτα γι’ αυτό, δε μπορεί να μην είχε μια κακή μέρα ο νεκρός ταβερνιάρης προπάππους. Και οι δυο που συνάντησα φάνηκαν σαν να θέλουν να με διώξουν, μα εγώ δε θέλω να φύγω, θέλω να μείνω μέχρι να δω τα πόδια μου να βγάζουν ρίζες και οι ρίζες να μπαίνουν βαθιά στο χώμα μέχρι ν’ αγκαλιάσουν το κάθε τι δικό μου που ζει εκεί μέσα. Μια παπαρούνα, σκατά, τη πατάω μ’ εκνευρίζει, φύγε δε σε θέλω, φύγε. Την πατάω να τη λιώσω κι αυτή ξαναστέκεται, τίποτα δε θέλω, πνίγομαι, ακόμα και το οξυγόνο μοιάζει να είναι γεμάτο άμμο, οξυγόνο νεκρών.

Μαλάκες νεκροί, γιατί μ’ αφήσατε μόνο, γιατί σας άφησα μόνους; Σιχαίνομαι που λησμονώ κάτι που πια δε μπορώ να νιώσω. Σιχαίνομαι το χρόνο, πέθανε χρόνε, ψόφα. Σιχαίνομαι όλα αυτά που μπορώ και δεν κάνω, σιχαίνομαι όλα αυτά που κάνω και δεν τα μπορώ. Πόσοι με ξέρουν, πόσοι με γνωρίζουν; Γυαλίζει ο ουρανός και χάνεται, γίνεται καθρέφτης, με βλέπω, δε θέλω να με βλέπω. Μερικές φορές νομίζω πως βρίσκομαι μέσα σ’ ένα διάφανο κουτί, ερμητικά κλειστό, κανείς δε μπορεί να μπει, δε μπορώ να βγω. Το οξυγόνο δεν περισσεύει και οι ακτίνες του ήλιου διαθλώνται και δεν τις αισθάνομαι πάνω μου σαν κάτι που με ζεσταίνει αλλά σαν κάτι που με καίει. Όταν ανοίγω τα μάτια βλέπω τον ουρανό του κρεβατιού μου, κάποτε ήταν κατακόκκινος και από καλό και ακριβό ύφασμα, τώρα είναι γεμάτος τρύπες και έχει ξεθωριάσει, κρέμεται από πάνω μου σαν κάποιος που ξεψυχάει.

Το τηλέφωνο χτύπησε, το τηλέφωνο δε χτυπάει ποτέ εκτός κι αν κάποιος έχει πεθάνει. Δε μπορώ να το σηκώσω, δε ξέρω που είναι, μόνο το ακούω που χτυπάει και χτυπάει και χτυπάει μέχρι κάποια στιγμή που σταματά. Όταν κοιτάζω προς τα έξω δε βλέπω καθαρά πια, μόνο προς τα μέσα μπορώ να δω καθαρά αλλά δε θέλω. Τα χέρια μου κοιτάζω μόνο, μόνο αυτά μπορώ να δω, τα χέρια μου. Το δέρμα τους έχει γεμίσει ραγάδες και σημάδια, πόσα χρόνια πέρασαν…Το τηλέφωνο χτύπησε, το τηλέφωνο χτυπάει μόνο όταν έχει πεθάνει κάποιος, που είναι το τηλέφωνο δε ξέρω, δε μπόρεσα να το βρω, μόνο τα χέρια μου κι αυτός ο ήλιος που με καίει και πόσο θα ήθελα να με ζεστάνει μια μέρα, πόσο πολύ θα το ήθελα αυτό…το τηλέφωνο χτύπησε…ο ουρανός κρέμεται…μερικές φορές νομίζω πως είμαι κλεισμένος σε κουτί. Φωνάζω και ξαναφωνάζω αλλά δεν ακούει κανείς ή κανείς δεν απαντά. Μερικές φορές αισθάνομαι πως κάποιος ακούει αλλά κανείς δεν απαντά.

Το φως είναι πάντα ίδιο, κανείς δεν απαντά, που πήγες; Δυσκολεύομαι ν’ αναπνεύσω σήμερα, ίσως έξω έχει πολύ υγρασία, γιατί άραγε το τηλέφωνο χτυπάει αφού ποτέ δε το σηκώνω, τι εποχή είναι; Νομίζω χειμώνας, ίσως έχει περάσει κιόλας δεν είμαι σίγουρος, μπορεί αργότερα να κοιτάξω προς τα έξω αν μπορέσω να διακρίνω ανθισμένες αμυγδαλιές, αυτό θα με κάνει να καταλάβω. Τα χέρια μου πως έγιναν έτσι Θεέ μου, Θεέ μου τι ειρωνεία ακόμα να σε προσφωνώ… ο χρόνος…γιατί δε κυλά ο χρόνος και που είσαι τώρα; Θυμάμαι το χιόνι καμιά φορά, πόσο μου’ χει λείψει το χιόνι που πάγωνε το πρόσωπο μου και τ΄άφηνα να λιώσει και το ακουμπούσα στα χείλη σου και εσύ στα δικά μου και παίζαμε, ο χρόνος…που να’ναι ο χρόνος…το τηλέφωνο…ο ουρανός…όλα τόσο γνώριμα κι αγνώριστα.

Τα χέρια σου έγιναν άραγε σαν τα δικά μου; Ζάρωσαν έτσι και τα χείλη σου, σαν τα δικά μου…Ποτέ δεν κατάλαβα πως μπορεί να σ’ αγγίξει κάτι για τόσο λίγο και να φτάσει τόσο μέσα ενώ κάτι άλλο που σ’ αγγίζει κάθε μέρα να μην περάσει ποτέ την επιφάνεια, κάθε μέρα στην επιφάνεια, κάθε μέρα στην αφάνεια. Το τηλέφωνο, πόσο θα’ θελα σήμερα να σταματήσει να χτυπάει το τηλέφωνο ή να το βρω και να απαντήσω, αλλά και πάλι δε ξέρω τι να πω…πόσο θα’ θελα να’ χα μια σοκολάτα…πόσο θα’ θελα είχα τα πάντα για πάντα…πόσο θα’ θελα να είχα ένα για λίγο…

Πρέπει ν’ αλλάξω θέση μ’ ενοχλεί εδώ ο ήλιος, μ’ ενοχλεί η σκιά που ρίχνει στο πάτωμα που με θυμίζει, δε θέλω τίποτα να με θυμίζει, μερικές φορές νομίζω πως είμαι κλεισμένος σε κουτί, σε διάφανο κουτί, βλέπω τα πάντα μα δε με βλέπει κανείς, ακούω τα πάντα μα δε μ’ ακούει κανείς, που να’σαι; Μερικές φορές νομίζω πως μόνο εσύ ήξερες από την αρχή τι θα συμβεί στο τέλος. Εγώ άλλωστε δεν είχα σκεφτεί ποτέ να τους πάρω τη ζωή. Say something I’m giving up on you, θυμάσαι; Πες μου θυμάσαι; Θυμάσαι τόσο πολύ και τόσο έντονα που ότι κι αν θυμάσαι το νιώθεις; Αισθάνεσαι ποτέ την ανάμνηση στο δέρμα σου; Αισθάνεσαι ποτέ το τίποτα; Μερικές φορές νομίζω πως είμαι κλεισμένος μέσα σε κουτί. Πόσο θα’θελα να’χα μια σοκολάτα, να’χα τα πάντα για πάντα, να΄χα το ένα για λίγο. Το τηλέφωνο…δε σταματά να χτυπά το τηλέφωνο…που να’σαι…που είμαι.

Που είσαι; Που είσαι; Μείνε, μείνε! Άκουσα μια φωνή πολύ μακρινή μα γνώριμη. Μη φεύγεις, μείνε, μείνε εδώ, συνέχισε η φωνή. Αισθανόμουν χαμένος, μπερδεμένος, που είμαι, ξαπλωμένος είμαι και κρυώνω, που είμαι; Τα μάτια, δε μπορώ ν’ ανοίξω τα μάτια. Χτύπα τον, χτύπα τον, φτύστον κάνε κάτι, κλώτσησε τον, άκουσα τον γάιδαρο και μετά αισθάνθηκα τα χέρια μου ύγρά και το πρόσωπο μου το ίδιο, σαν κάποιος να με φιλάει. Κατάφερα κι άνοιξα τα μάτια μου πολύ δύσκολα και μόλις η εικόνα ξεθώριασε είδα σκυμμένο πάνω μου τον σκύλο και πιο πίσω τον γάιδαρο αναστατωμένο να κάνει σβούρες. Τι έγινε; τι έγινε; φώναζε ο γάιδαρος, ήρθε; επέστρεψε; Κλώτσα τον, χτύπα τον! Ο σκύλος ήταν σκυμμένος πάνω μου κι η γλώσσα του κρεμόταν και έσταζε. Σίχαμα, ψέλλισα, εντάξει επέστρεψε, είπε ο σκύλος.

Ενιωθα μια ανακούφιση που έβλεπα πάλι τον σκύλο, που ήταν πάλι κοντά μου. Τι κάνεις εσύ εδώ; Που είσαι τόσες μέρες; Γιατί με παράτησες με αυτόν; Δεν σε παράτησα, είμαι πίσω σου και σε φυλάω, το κακό μπορεί να σε βρει ανά πάσα στιγμή όπως τώρα που κόντεψες να φύγεις και δε ξέρω αν θα γυρίσεις ποτέ. Να φύγω και να πάω που; Δεν ξέρω, υπάρχει κάτι μέσα σου που δε θέλει να ξυπνήσεις ποτέ, που θέλει να χαθείς σε μονοπάτια που εγώ δε μπορώ να σε βρω. Μείνε εδώ, έχεις πολλά ακόμα να μάθεις, έχεις πολλά να δεις. Τι θα γίνει άμα τα μάθω; και τι θα γίνει άμα τα δω; Δε μπορώ να σου πω, πρέπει να φτάσεις στο τέλος. Σηκώθηκα και κοίταξα τριγύρω, που είμαστε; ρώτησα. Κοντά στο χωριό είπε ο σκύλος, φτάνουμε στη Χώρα, το χωριό του παππού σου. Σπίτια, σπιτάκια, ελαιώνες, φωτιές. Γιατί έχει φωτιές ρώτησα, γιατί έχει πόλεμο, είπε ο σκύλος, καίνε οι Γερμανοί τα χωριά.

Κοιτάζοντας τριγύρω, ακούγοντας και μυρίζοντας, σκέφτηκα πως αν μη τι άλλο, ο πόλεμος έχει τη δική του μυρωδιά, τη μυρωδιά του καμένου, έχει το δικό του χρώμα, το χρώμα του αίματος και έχει το δικό του ήχο, τον ήχο μιας κραυγής που όσο και να προσπαθούσα να πάψω να την ακούω είχε τρυπώσει στα σωθικά μου και αντηχούσε μέσα μου τόσο σπαρακτικά που δεν άντεξα και γονάτισα. Ο σκύλος κάθισε κι αυτός δίπλα μου. Διάσπαρτες εστίες φωτιάς, κραυγές, φωνές, πυροβολισμοί, αίμα. Τι κάνουμε εδώ αναρατώθηκα, χωρίς να μιλήσω, δε μπορούσα άλλωστε, δεν είχα βρεθεί ποτέ τόσο κοντά σε πόλεμο, πόλεμο που κόβει ζωές κι ανάσες. Ο σκύλος με κοίταξε και είπε, λένε πως οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι απο κύτταρα μα η αλήθεια είναι πως οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι απο στιγμές. Στιγμές που τρέχουν στο χρόνο και η μία συναντά την άλλη για να γεννηθεί κάτι καινούργιο. Αυτό το καινούργιο είσαι εσύ, κι αυτός ο πόνος που αισθάνεσαι είσαι εσύ, κι η καταστροφή που βλέπεις είσαι πάλι εσύ. Δεν μπορούσα να καταλάβω καλά τι εννοούσε ο σκύλος, δεν άκουγα καν, είχα μείνει μετέωρος στην όψη του πολέμου.

Ότι συνέβαινε μπροστά στα μάτια μου ήταν πολύ μακριά από ότι κι αν έμαθα στο σχολείο ή είδα σε ταινίες. Όταν ο θάνατος σ’ αγκαλιάζε,ι η ζωή αποκτά πολλαπλάσια αξία. Ξαφνικά ένιωσα τυχερός που βρισκόμουν σε κώμα. Μόνο όταν κινδυνεύσεις να τη χάσεις μπορείς να καταλάβεις πόσο πολύτιμη είναι η επόμενη ανάσα.

Γιάννης Κακούρης