Κουκκίδες.

Κ

Όσα βλέπαμε κι όσα αισθανόμασταν ότι συμβαίνουν γύρω μας ήταν σκοτεινά σαν εφιάλτης. Ο εφιάλτης είναι κάτι που δεν θα έπρεπε να υπάρχει, είπε ο σκύλος, κάτι σαν το Happy Traveller και τις Εικόνες, είπα εγώ. Εκείνος με κοίταξε αυστηρά και είπε, μα καλά εδώ βλέπεις το χωριό να καίγεται, έχουμε γυρίσει στη κατοχή κι εσύ μιλάς για τον Μπλέτσα και τον Δούση; Κάτι τέτοιοι με έριξαν σε κώμα σκύλε κι όσο και να μην σου αρέσει εγώ αυτά που με ενδιαφέρουν θυμάμαι, εδώ δε ξέρω τι κάνω, έτσι κι αλλιώς όλα αυτά έχουν ήδη συμβεί, τίποτα δε μπορώ ν’ αλλάξω. Εδώ αχάριστε βλέπεις από που ξεκίνησες, είπε ο σκύλος. Εγώ θέλω να δω που θα φτάσω, του απάντησα. Θα φτάσεις εκεί που είναι γραμμένο να φτάσεις αλλά δε θα φτάσεις πουθενά αν δεν ξέρεις από που έρχεσαι. Κάτι σαν τον Σούπερμαν, σκέφτηκα, άθλιε, είπε ο σκύλος.

Ξαφνικά ακούστηκε από το πουθενά ένα, γκααα γκααα. Ο γάιδαρος! Τον είχα ξεχάσει. Όσο χρήσιμος κι αν είναι, η προσωπικότητα του ωχριά μπροστά σε αυτή του σκύλου, με αποτέλεσμα να περνά απαρατήρητος ή ακόμα και να ξεχνιέται, όταν ο σκύλος είναι παρών. Αυτό συμβαίνει σε κάθε αγαθό κι αγνό πλάσμα που από καρδιάς αποφασίζει να αφήσει τον εαυτό του τελευταίο, ελπίζοντας πως θα τον θυμηθεί έστω ένας, ένας που νοιάζεται. Καμια φορά όμως η καρδιά ενός αγαθού κι αγνού πλάσματος μόλις κατάλαβει πως δε νοιάζεται κανείς, μεταμορφώνεται από ζυμάρι σε μυδράλιο και θερίζει κάθε θεριό που προσπάθησε να την εξαπατήσει, να την κοροϊδέψει, να την πατήσει, Αυτό δεν το έχω να συμβαίνει στη ζωή αλλά το είδα στο DogVille και στο HardCore Henry. Ο γάιδαρος φαίνεται απτόητα καλός, ανέλπιστα πιστός κι όσο κι αν ο σκύλος κι εγώ ούτε καν νοιαστήκαμε που δεν ήταν κοντά μας, εκείνος ήταν πάντα εκεί και ελπίζω να παραμείνει να είναι.

Γκαααα και πάλι γκαααα κι έστρεψα το βλέμμα να δω που είναι. Στο βάθος του ορίζοντα φάνηκε η σιλουέτα του, όχι όμως και τοσο φυσιολογική. Κοιτούσα και ξανακοιτούσα να καταλάβω τι βλέπω, κι όσο ο γάιδαρος πλησίαζε τόσο πιο εμφανές γινόταν πως κουβαλούσε κάποιον στη ράχη του! Μου δημιουργήθηκε μεγάλη απορία ποιός μπορεί να ήταν αυτός και είπα στο σκύλο, κοίτα κάποιον φέρνει. Εκείνος δε γύρισε καν το κεφάλι του και με το βλοσυρό και ψηλομύτικο ύφος του είπε, το ξέρω. Όταν έφτασε σε απόσταση που μπορούσα πια να διακρίνω καθαρά, κατάλαβα πως πάνω του ήταν η γιαγιά μου η Ζωή. Η όψη της ήταν βλοσυρή και σκληρή, σαν πέτρα θαρρείς και το ένα πόδι της έλλειπε. Φορούσε μια ρόμπα κι είχε τα μαλλιά της κομμένα κοντά. Μόλις πλησίασε με κοίταξε καλά καλά και με ρώτησε χωρίς ούτε καν να χαμογελάσει, τι κάνεις εσύ εδώ; Είχα μείνει ακίνητος κι ανέκφραστος, δεν ήξερα τι να πω, είχα να δω τη γιαγιά τη Ζωή πολλά χρόνια, μου φάνηκαν αιώνες. Έμοιαζε σχεδόν όπως τη θυμόμουν, μόνο κάπως μεγαλύτερη θα έλεγα, μπορεί 70-75 και με ένα πόδι λιγότερο. Που είναι το πόδι σου γιαγιά; τη ρώτησα. Μου το κόψανε, είπε, έπαθα γάγγραινα, δε το θυμάμαι, της είπα, πολλά δε θυμάσαι, απάντησε.

Τώρα πες μου τι κάνεις εδώ; Δεν ξέρω, της είπα, κάτι ψάχνω αλλά δε ξέρω τι. Να πας να κάνεις κανένα μεροκάματο και να μην ψάχνεις τίποτα, εδώ δεν έχει τίποτα για σένα, τίποτα δε θα βρεις. Μα βρήκα εσένα, έστω μ’ ένα πόδι λιγότερο, της είπα, βρήκα και στη Γιάλοβα το μπαμπά σου τον Γιώργο, ωχ, είπε εκείνη. Τον Γιώργο τον αχαϊρευτο να λες, δε θέλω να έχω καμία σχέση με αυτόν, μη μου τον θυμίζεις. Γιατί γιαγιά, τι σου έκανε; Τι έκανε; Και τι δεν έκανε να λες, αυτός το νου του στο γλέντι τον είχε και στη καλοπέραση, έτσι μου φάνηκε και μένα, σκέφτηκα. Δε φτάνει που όλο έπινε και έτρωγε, τα πούλησε όλα και στο τέλος πούλησε και τη ραπτομηχανή μου, από τότε δε του ξαναμίλησα. Επειδή πούλησε τη ραπτομηχανή σου δε του ξαναμίλησες; Εσύ νομίζεις πως οι ραπτομηχανές τότε, ήταν όπως όλα στη δική σου εποχή, εύκολα. Μια ραπτομηχανή τότε ήταν χρυσάφι στα χέρια μου κι εγώ είχα ανάγκη να ζήσω και να μεγαλώσω τρία παιδιά, μέσα σ΄αυτά και ο πατέρας σου, μου έβγαλε τη ψυχή το παιδί αυτό, μαρτύρησα. Ναι κι εμείς ψυχοβγάλτη τον φωνάζαμε, της είπα, πως τον φωνάζατε; με ρώτησε. Ψυχοβγάλτη, επανέλαβα, καλά τον φωνάζατε, είπε. Τον ένοιαζε; ρώτησε, όχι απάντησα, ήμουν σίγουρη είπε.

Έμεινα κάμποση ώρα να κοιτάζω τη γιαγιά κι εκείνη να κοιτάζει εμένα, δε σε θυμάμαι πολύ καλά, της είπα, δε μ’ έβλεπες και πολύ, απάντησε. Τι θες τώρα απο μένα; γιατί μ’ έφερες εδώ; Εγώ σε έφερα εδω; ρώτησα. Εσύ, απάντησε. Δικός σου δεν είναι ο γάιδαρος; Δικό σου δεν είναι το ταξίδι; Εσύ μ’ έφερες και κάτι θες να μάθεις, κάτι θες να ρωτήσεις, ρώτα, ρώτα να τελειώνουμε γιατί δε θέλω να είμαι εδώ, θέλω να πάω πίσω εκεί που ήμουνα. Που ήσουνα; τη ρώτησα, ήμουν σ’ ένα μέρος που κανείς δε με ρωτούσε τίποτα και τίποτα δε θυμόμουν απο όλα αυτά, είπε. Την κοιτούσα ξανά και ξανά, έχω να δω τη γιαγιά 40 χρόνια και βάλε, τι ζωή να έζησε άραγε; Γιατί δε τη ρώτησα ποτέ; Πως τα πέρασε τα προβλήματα της; Έπεσε και εκείνη σε κώμα όπως κι εγώ γιατί δε κατάφερε να κάνει αυτά που ήθελε; Γιαγιά έπεσες ποτέ σε κώμα; Εδώ αν έπεφτες, σήμαινε πέθαινες, απάντησε, και γιατί να πέσω σε κώμα; Επειδή δεν έκανες αυτά που ήθελες, συνέχισα.

Ποτέ δεν έκανα αυτά που ήθελα, είπε, πάντα έκανα όσα μπορούσα κι όσα έπρεπε. Είχα τρία παιδιά να προφυλάξω, να μεγαλώσω, να ταίσω, τρία παιδιά μέσα στο πόλεμο, στη κατοχή και στον εμφύλιο, κατάλαβες γιατί δε μπορούσα να πέσω σε κώμα; γιατί έπρεπε να ζήσω. Οι Γερμανοί ερχόντουσαν, οι καταδότες ερχόντουσαν, οι σκοτωμοί κι οι βασανισμοί ήταν καθημερινοί. Όλοι θέλαν κάποιον να σκοτώσουν, κάποιον να καταδώσουν και κατά βάση όλοι θέλαν να ζήσουν. Ακούγαμε τα κακά τα νέα κάθε μέρα κι ο άντρας μου, ο παππούς σου ο Παναγιώτης ήταν στον πόλεμο και συμμετείχε στο ΕΑΜ κι ο αδελφός του ο Σούλης, ήταν στον ΕΛΑΣ. Ξέρεις τι σημαινει αυτό; Όχι δε ξέρω, είπα. Αυτό σημαίνει πως κάθε μέρα ζούσα με το φόβο πως η οι Γερμανοί θα μας σκοτώσουν η τα Τάγματα Ασφαλείας. Ξέρεις πως είναι να ζεις με το φόβο, με το φόβο και χωρίς χρήματα και με τρία παιδιά; Όχι δε ξέρω, είπα πάλι κι είχα μείνει χωρίς φωνή σχεδόν. Για πρώτη φορά με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα συμπονετικό και είπε, καλύτερα που δε ξέρεις.

Μετά πήρε μια ανάσα και είπε, άκου, το παρελθόν και το μέλλον ενώνονται στο παρόν. Αν ξέρεις που θέλεις να πας και ξέρεις απο που έρχεσαι τότε έχεις ένα καλο παρόν, αν δε ξέρεις που θέλεις να πας και δε ξέρεις από που ήρθες τότε έχεις ένα κακό παρόν. Το παρόν είναι η ζωή, το τώρα. Αν όμως οι σκέψεις σου και οι αναμνήσεις είναι μπερδεμένες, τότε όλα είναι μπερδεμένα. Εδώ στο χωριό δε μπορούσα να ζήσω άλλο, δε με βάσταγε ο τόπος, δε με θέλαν οι άνθρωποι. Ο άντρας μου ο Παναγιώτης, ο παππούς σου δηλαδή, όπως χιλιάδες άλλοι, από αγωνιστής στο πόλεμο εναντίον των Γερμανών έγινε κυνηγημένος στον εμφύλιο, μέσα σ’ ένα βράδυ. Ο εμφύλιος ήταν χίλιες φορές πιο πικρός γιατί στην κατοχή ξέραμε ο εχθρός ποιος είναι. Οι άνθρωποι αλλάζουν θέση, πολλές φορές αλλάζουν και πιστεύω αν τους γεμίσεις τη τσέπη ή το στομάχι μα το δικό μας το στομάχι ήταν συνεχώς άδειο. Στα παιδιά έδινα μπομπότα, ο Παναγιώτης κρυβόταν να μην τον πιάσουν κι όταν το έπιασαν έκανε φυλακή, τον έκλεισαν στη Κυπαρισσία. Πήγα να τον δω με το τρένο, μπήκαν μέσα τα Τάγματα και σκοτώναν κόσμο, ξέραν ποιά είμαι και που πάω, έπεσα κι έκανα τη νεκρή κι είχα και το παιδί μαζί μου. Με φίλησε ο θάνατος και του ξέφυγα, όλους μας φίλησε. Αργότερα τον φυγάδευσαν στην Αθήνα κι εκεί έμπλεξε με μια άλλη, την Ουρανία κι όταν τα νέα έφτασαν στο χωριό γίναμε βούκινο. Περάσαμε τη κατοχή, περάσαμε τον εμφύλιο και μας ξερίζωσε η γκόμενα του Παναγιώτη. Καμιά φορά τη σφαίρα την αντέχεις, το σούσουρο όχι.

Τα μάζεψα κι έφυγα, πούλησα ότι πουλιόταν, έχασα ότι υπήρχε κι ανέβηκα στην Αθήνα. Το ένα μου το παιδί κόντεψα να το χάσω, έπαθε φυματίωση, τον άντρα μου τον έχασα, τον ξέγραψα. Έπιασα ένα σπίτι στην οδό Τσαμαδού και ξεκίνησα να πλένω σκάλες, να καθαρίζω σπίτια και να σιδερώνω ρούχα αλλονών. Όταν δεν έχεις πια επιλογές του πως θα ζήσεις, το μόνο που σου μένει είναι να ζήσεις. Κι αυτό έκανα, πέρασα τον κίνδυνο, έχασα ότι έχασα και κατάφερα να ζήσω σε μια εποχή που πέθαναν και χάθηκαν πολλοί, πάρα πολλοί. Τα παιδιά μου πήραν μια σειρά στη ζωή τους, εγώ μεγάλωσα, ο μεγάλος ο κίνδυνος έφυγε, έμειναν μόνο οι αναμνήσεις. Χρόνια ολόκληρα έβλεπα το ίδιο όνειρο, οι φίλες μου βουτούσαν στη θάλασσα και μου φώναζαν “Ζωίτσα έλα, Ζωίτσα έλα” μα εγώ φοβόμουν συνεχώς πως οι Γερμανοί θα γυρίσουν. Όσο είχαμε κατοχή μαθαίναμε τα νέα, Κοντομάρι, Κάνδανος, Κομμένο, Λιγκιάδες, Καλάβρυτα, Δίστομο, Κλεισούρα, Χορτιάτης και πόσοι ακόμα τόποι δεν αφανίστηκαν κι οικογένειες ξεκληρίστηκαν σε μια μέρα μέσα. Έτσι έζησα, με το φόβο, με την ανάγκη και με τη πίκρα του ξεριζωμού. Αν η ζωή σε πληγώσει μια φορά η κοινωνία θα σε πληγώσει τρεις, να το θυμάσαι.

Άκουγα με προσοχή όσα μου έλεγε και προσπαθούσα να σχηματίσω στο μυαλό μου τις εικόνες μιας εποχής γεμάτης θάνατο και πείνα, γεμάτης φόβο και ανάγκης, μιας εποχής γεμάτης καταστάσεις και δεδομένα που εγώ ποτέ δεν αισθάνθηκα, ποτέ δεν βίωσα. Αναρωτήθηκα πως μπορεί να ήταν να ζει κανείς σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο καταδότες, βασανιστές, εκτελεστές, ανθρώπους φανατισμένους και καθοδηγούμενους, ανθρώπους σκλάβους με όπλα στα χέρια. Αναρωτήθηκα πως μπορεί να αισθάνεται ένας άνθρωπος σαν τον παππού τον Παναγιώτη που πολέμησε τον κατακτητή με το κεφάλι ψηλά και όταν ο πόλεμος τελείωσε αναγκάστηκε να το σκύψει για να μην του το κόψει ο γείτονας. Αναρωτήθηκα πως είναι να ζεις σε μια εποχή που δεν υπάρχει ψωμί, δεν υπάρχουν παπούτσια, δεν υπάρχει αφθονία σε τίποτα και υπάρχει έλλειψη στα πάντα. Ακόμα και η παραμικρή προσομοίωση μες το μυαλό μου έμοιαζε εφιάλτης. Ο σκύλος με κοίταξε και είπε για δεύτερη φορά, ο εφιάλτης είναι κάτι που δε θα έπρεπε να υπάρχει.

Θα φύγω τώρα, δεν θέλω τίποτα άλλο να σου πω, ούτε ήθελα ποτέ να γυρίσω σ’ αυτό το μέρος, για χάρη σου ήρθα. Οι ζωές όλων όσων δεν προδώσαμε ή δεν χαθήκαμε, άλλαξαν. Άλλαξαν βίαια και για πάντα. Θέλησα να πλησιάσω και να την αγγίξω αλλά ο γάιδαρος έκανε 2 βήματα πίσω και κατάλαβα πως δε μπορώ. Αν θέλεις να ρωτήσεις κάτι, ρώτησε τώρα. Τη κοίταξα και ντράπηκα που δεν ήξερα τίποτα από όσα μου είπε. Το πόδι σου σε πονάει; ρώτησα. Όσα με πονάνε δε μπορείς να τα δεις, είπε κι έφυγε. Ο σκύλος με κοίταξε, λοιπόν; θέλεις να συνεχίσουμε;

Για πρώτη φορά αισθάνθηκα μια απορία, ποιοί πραγματικά ήταν όλοι αυτοί που ο κάθε ένας άφησε μια κουκίδα μέχρι που η γραμμή έφτασε σε μένα; Πόσα ήταν αυτά που δε ξέρω; Πόσα μπορώ να μάθω και πόση σημασία έχει; Σε καμία ερώτηση δε μπορούσα ν’ απαντήσω παρά μόνο σ’ αυτήν του σκύλου. Ναι, θέλω να συνεχίσω είπα, που πάμε τώρα; Τώρα, είπε, πάμε σε κάποιον που θέλει χρόνια να σε δει κι εσύ ποτέ δεν τον είδες.

Γιάννης Κακούρης