Γκόγκιτς στο Βατικανό.

Γ

Με άδεια τσέπη μια ιστορία, μια μέρα τέλεια στη παραλία
Ο κόσμος όλος να μου γελάς, με μεγαλώνεις δε με γερνάς
Χρυσές ακτίνες ο ήλιος στέμμα, μια το φιλί σου και δυο το ψέμα…

“Εεεεε”, ακούστηκε η φωνή του σκύλου, “εεεεε ονειροφαντασμένε τύπε σε κώμα ξύπνα, τι είναι αυτά τα βλαμμένα στιχάκια που σκαρώνεις πάλι; Σου είπα ξύπνα, έχουμε δουλειά να κάνουμε”. “Τι θες πάλι σκύλε; γιατί με διέκοψες, έγραφα κάτι ωραίο”. “Ωραίο το λες εσύ αυτό; γράψε 2-3 τέτοια ακόμα να πέσω κι εγώ σε κώμα και να δούμε ποιός θα σε βγάλει από δω μέσα”. “Ποιός σου είπε πως θέλω να βγω σκύλε; Από ότι βλέπω εδώ μέσα έχω απόλυτη ελευθερία”. “Ναι, κάτι σαν τον Cypher από το Matrix, απόλυτη ελευθερία ενώ κοιμάσαι”. “Ίσως, αλλά και πάλι μπορώ να κάνω κάθε μου όνειρο πραγματικότητα. Ξέρεις τι έκανα εχθές που δεν ήσουν εδώ να με διακόψεις; κάτι που ήθελα χρόνια να κάνω”. “Τύπε σε κώμα περίμενε να κάτσω λίγο γιατί αυτά που ήθελες χρόνια να κάνεις και δεν έκανες ποτέ, μας έφτασαν σε αυτά τα κοιμισμένα σου χάλια. Λέγε λοιπόν, τι έκανες; ποιά ήταν μεγάλη σου δημιουργία ή μάλλον πιο σωστά, ποιά ήταν η νέα μεγάλη σου δημιουργία”.

“Είχα διαλέξει να πάω μια μέρα ηλιόλουστη στο Βατικανό, μια μέρα που θα μιλούσε ο Παπάς”, “ο Πάπας, άσχετε”, “τέλος πάντων αυτός. Είχαν μαζευτεί χιλιάδες κόσμου και περίμεναν τον Πάπα να έρθει και ο ήλιος ήταν λαμπρός κι ο κόσμος συνεχώς αυξάνονταν και γέμιζε η πλατεία του Αγίου Πέτρου πιστούς που περίμεναν υπομονετικά να βγει και να μιλήσει”. “Η πλατεία του Αγίου Πέτρου είναι αυτή που έχει τα αγάλματα γύρω γύρω;”, “ναι αυτή είναι”. “Εκεί που στεκόταν η πεθερά σου και με ύφος Πάπα έλεγε, όχι κάνετε λάθος αυτό δεν είναι το Βατικανό”, “ωχ που τα θυμήθηκες αυτά, άστα τώρα αυτά, ναι εκεί που καθόταν αυτός ο πνευματικός ογκόλιθος και έλεγε κάνετε λάθος, αυτό δεν είναι το Βατικανό”.

“Ρε φίλε έλεος, πως επιβίωσες; εγώ θα είχα πέσει σε κώμα επιτόπου, τέλος πάντων για λέγε, τι έκανες στο Βατικανό μια ηλιόλουστη μέρα που χιλιάδες πιστών περίμεναν τον Πάπα να βγει και να μιλήσει;”. “Μόλις βγήκε ο Πάπας κι ο κόσμος σταμάτησε τους πανζουρλισμούς, αυτός πήρε θέση σ’ ένα μπαλκονάκι μια σταλιά να πει κάτι, τι δε ξέρω. Ήμουν αόρατος και μπορούσα να πετάξω, είχα κι ένα ατέλειωτο σπρέι”, “συγνώμη, καλά το αόρατος και το μπορούσα να πετάξω, αυτά τα καταλαβαίνω. Το ατέλειωτο σπρέι τι είναι;” ρώτησε ο σκύλος. “Είναι ένα σπρέι που όσο και να ψεκάσεις δε τελειώνει”, “μάλιστα κατάλαβα” μουρμούρισε με μια δόση ειρωνείας λες και υπερβάλλω.

“Μόλις το πλήθος καταλάγιασε κι αυτός ήταν έτοιμος να μιλήσει, εγώ στεκόμουν ιπτάμενος στο ίδιο ύψος με αυτόν και  αριστερά του. Λίγο πριν πει το πρώτο α, ψέκασα τη πρώτη λέξη στον λευκό τοίχο. Το πλήθος έστρεψε το κεφάλι προς τα εκεί, έκανε ωωωωωωωω και μετά σιωπή. Ο Πάπας τα έχασε κι αυτός κι έγυρε στο πλάι να δει τι είχε συμβεί. Μετά πέταξα από την άλλη πλευρά κι έγραψα άλλη λέξη και το πλήθος γύρισε το κεφάλι του προς τα εκεί που εμφανίστηκε η 2η λέξη κι έκανε πάλι ωωωωωωω και μερικοί έκαναν τον σταυρό τους και γονάτισαν. Ο Πάπας έσκυψε σαστισμένος από την άλλη πλευρά να δει τι έχει συμβεί πάλι. Μετά πέταξα ακριβώς απέναντι του και άρχισα να ψεκάζω πάλι και τώρα μπορούσε κι αυτός να δει το θαύμα, το πλήθος περιστράφηκε σα βίδα και κοιτούσε τα γράμματα που τα εμφάνιζα ένα-ένα. Είχα πάρει σπρέι κόκκινο της φωτιάς που έκανε φανταστικό κοντράστ με το νοσοκομέ χρώμα του Βατικανού”. “Να ρωτήσω, αυτή την έκφραση, χρώμα νοσοκομέ, την έχεις ακούσει από κάπου ή είναι δικιά σου εφεύρεση;” ρώτησε και πάλι κάπως ειρωνικά ο σκύλος αλλά δεν απάντησα.

“Έγραφα μια εδώ και μια εκεί με κατακόκκινα γράμματα, το πλήθος είχε σαστίσει για τα καλά κι ο Πάπας το ίδιο. Κόσμος, αστυνομικοί, παπάδες μαζεύτηκαν όλοι προς το κέντρο σαν να φοβόντουσαν και γυρνούσαν τα κεφάλια τους μια εδώ και μια εκεί παίρνωντας συνεχώς βίντεο με το κινητό τους που τα αναμετάδιδαν live. Ο Πάπας δεν είχε μιλήσει καθόλου και κοιτούσε κι αυτός ξαφνιασμένος, όπως άλλωστε όλοι, τις κατακκόκινες λέξεις που εμφανιζόντουσαν μαγικά πάνω σε τοίχους και αγάλματα”. “Και να ρωτήσω, τι έγραφες δηλαδή, όντας ιπτάμενος εδώ κι εκεί, με το ατέλειωτο κατακόκκινο σπρέι της φωτιάς πάνω στους νοσοκομέ χρώματος τοίχους και στ’ αγάλματα του Βατικανού;”.

“Αριστερά του Πάπα έγραψα GATE 7, δεξιά THRILOS, απέναντι του PIREAS FOREVER, αν κι αυτό το τελευταίο φοβήθηκα πως οι τουρίστες θα το συνδέσουν με το λιμάνι και τα φέρι μποτ, τέλος πάντων. Μετά πετούσα από άγαλμα σε άγαλμα και έγραφα κάτω από το κάθε ένα και το όνομα ενός παίκτη, Μπέμπης, Σιδέρης, Καρεμπέ, Αναστόπουλος Τζιοβάνι, Ριβάλντο, Μητσιμπόνας, Δεληκάρης, Περσίας, Ζάχοβιτς, Ντετάρι, Μητρόπουλος, Ίβιτς, Προτάσοφ, Τζόρτζεβιτς, Νινιάδης, Σαργκάνης, Ξανθόπουλος κ.α. και κρεμούσα και στο λαιμό τους κι ένα κόκκινο κασκόλ”. “Αυτά έκανες εχθές στη πλατεία στο Βατικανού, σοβαρά μιλάς;”, “ναι πολύ σοβαρά μιλάω, αυτά έκανα και θα κάνω κι άλλα, αρκεί να μην μ’ ενοχλείς εσύ, κοπρόσκυλε”.

“Κι ο Πάπας; τι έκανε ο Πάπας όταν είδε όλα τα αγάλματα μετενομασμένα, με κασκόλ του Ολυμπιακού, κι όλο τα Βατικανό γεμάτο συνθήματα της θύρας 7;”. “Καλά αυτό ήταν το καλύτερο, έβαλε τα χέρια στο στήθος, κοίταξε προς τον ουρανό και φώναξε, μιράκολο, μιράκολο. Κι όλο το πλήθος, την ώρα που ένα ελαφρύ αεράκι ανέμιζε τα κασκόλ του Ολυμπιακού και τα drones κατέγραφαν τη στιγμή, σήκωσε τα χέρια ψηλά και φώναξε, μιράκολο, μιράκολο!!”.

“Τι να σου πω ρε φίλε, έχεις μεγάλη φαντασία” είπε ο σκύλος. “Σκύλε, η φαντασία μου με κράτησε ζωντανό, όχι η πραγματικότητα μου”. “Ναι αλλά τώρα είσαι σε κώμα”, “ώρες ώρες νομίζω πως είμαι σε κώμα για να την προστατεύσω, εσύ τι κάνεις εδώ;” ρώτησα κάπως εκνευρισμένος. “Εμένα με έστειλαν μια δουλειά να κάνω, να σε ξυπνήσω”, “δε θέλω να ξυπνήσω, το καταλαβαίνεις; άσε με να κάνω όνειρα, δικό μου θέμα είναι”. “Τα όνειρα που κάνεις δεν είναι αληθινά, είσαι σε κώμα, όλοι θέλουν να ξυπνήσεις και να ονειρευτείς ξανά, από την αρχή, όνειρα που μπορεί να βγουν αληθινά”. “Ξερεις τι κατάλαβα σκύλε, κανένα όνειρο δεν μπορεί να βγει αληθινό, προσπάθησα, το ξέρεις”. Ο σκύλος έσκυψε το κεφάλι και είπε, “το ξέρω, μα όλοι αυτοί σε περιμένουν και δε θέλουν να πας εκεί με άδεια χέρια, θέλουν να σηκωθείς και να προσπαθήσεις πάλι”. “Δε ξέρω πως να το κάνω, δε νομίζω πως αντέχω να το κάνω, νομίζω πως προτιμώ να μείνω εδώ, όσο μείνω. Τουλάχιστον εδώ τα όνειρα τα κάνω ότι θέλω εγώ, όχι όπως πριν που με έκαναν ότι θέλουν αυτά. Και στο κάτω κάτω σκύλε, ποιοι είναι όλοι αυτοί για τους οποίους μιλάς συνέχεια; Ποιοί είναι αυτοί οι νεκροί που λες πως με περιμένουν και θέλουν να ξυπνήσω;”.

“Τον βλέπεις εκείνο τον τύπο στο τέλος τη γραμμής, που έχει σχεδόν ξεθωριάσει;”. Έγειρα λίγο προς τα μπροστά μήπως μπορέσω και διακρίνω κάτι πιο καθαρά. Είδα έναν κύριο αγκαλιά με μια κυρία, με κοιτούσαν ανέκφραστοι και σχεδόν χλωμοί, σαν να έβλεπα ασπρόμαυρη φωτογραφία ξεθωριασμένη. “Ποιοί είναι αυτοί, δεν τους ξέρω”. “Αυτός είναι ο προπάππους σου ο Τάσος, πέθανε μαζί με τη γυναίκα του το 1918 στην Ισπανική γρίπη κι άφησε ορφανό τον παππού σου τον Παναγιώτη και τον μεγάλωσαν κάτι ξαδέρφες. Η μία τον καλόπιανε με πατάτες τηγανιτές όλη την ώρα κι η άλλη τον κυνηγούσε, ο Θείος του ήταν πολύ αυταρχικός”. “Που είναι ο παππούς ο Παναγιώτης, δεν τον βλέπω”. “Κοίτα δεξιά, εκείνος εκεί που είναι πάνω στο άλογο και επιστρέφει στο χωριό νικητής μετά το πόλεμο του ‘40, αυτός είναι ο Παναγιώτης”. “Ο άλλος ο παππούς που είναι;” ρώτησα. “Ο άλλος είναι εκείνος ο ξανθός με τα γαλάζια μάτια και τη στολή του Αγγλικού στρατού”, “τι κάνει με τη στολή του Αγγλικού στρατού;”. “Πολεμάει στη μάχη του Ελ Αλαμέιν εναντίον του Ρόμελ. Μετά θα πάει τραυματίας στο Κάιρο κι εκεί θα γνωρίσει τη γιαγιά σου τη Μαρίκα και για μην ξαναπάει στο μέτωπο θα τον βαφτίσουν ένα βράδυ Ικαριώτη και θα εξαφανιστεί”.

“Εσύ που τα ξέρεις όλα αυτά;” ρώτησα το σκύλο. “Αυτή είναι η μόνο η αρχή φίλε μου, η αρχή είναι που θα σε οδηγήσει στο τέλος. Εγώ μπορώ να ορίσω την αρχή, εσύ όμως το τέλος. Πρέπει να είμαστε μαζί, δε μπορώ να το κάνω μόνος μου”. Έκλεισα μέσα στα μάτια τα μάτια μου, αισθάνθηκα εξουθενωμένος. Η αρχή είναι που θα με οδηγήσει στο τέλος, είπε ο σκύλος, τι σημαίνει αυτό; Ώρες ώρες θέλω να τον πλακώσω στις κλωτσιές αυτόν τον σκύλο, τι θέλει όλη την ώρα και μ’ ενοχλεί δε ξέρω. Άφησα το μυαλό μου να πάει εκεί που ήθελα εγώ. Άκουσα τις ιαχές να γεμίζουν την ατμόσφαιρα, μιράκολο, μιράκολο, χιλιάδες κόσμου φώναζαν στη πλατεία του Αγίου Πέτρου περιτριγυρισμένοι από τον Μητρόπουλο, τον Αναστόπουλο και τον Μητσιμπόνα. Και τα 140 αγάλματα της Βασιλικής ήταν ντυμένα ερυθρόλευκα. Το νοσοκομέ υγιέστατο χρώμα είχε πάρει λίγη εσάνς από νυχτερινή καντίνα της Μαβίλη.

Ο Πάπας είχε γονατίσει και προσευχόταν, τα ερυθρόλευκα κασκόλ ανέμιζαν στους λαιμούς των κατάλευκων αγαλμάτων κι εγώ περήφανος για το Λεονάρντο Ντα Βίντσι επιπέδου έργο μου, περιφερόμουν αόρατος ανάμεσα στο πλήθος τρώγοντας gelato με μια μπάλα βανίλια και μια σοκολάτα. Αυτό το gelato δε κατάλαβα ποτέ γιατί έχει τόσο μεγάλη διαφορά από το παγωτό. Λες gelato και γεμίζει το στόμα σου γεύση, λες παγωτό και παγώνει. Μέσα στο πλήθος σα να είδα μια φιγούρα γνώριμη. Ένας κύριος χοντρός και ροδαλός σαν το ρόδι, κατακόκκινα μάγουλα, φουσκωτά χείλη. Φοράει μια μπλούζα εφαρμοστή μα η κοιλιά του φαίνεται σφιχτή σαν πέτρα κι αυτός ευλύγιστος σαν χορευτής. Κρατάει στα χέρια του μια τσανάκα πήλινη σε μέγεθος σχεδόν οικογενειακό και με ένα μεγάλο κουτάλι της σούπας μασουλάει γιαούρτι και περιφέρεται στο πλήθος. “Θείε Ιλάριε; εσύ;”.

“Εγώ είμαι Γιαννάκη αλλά δεν είμαι θείος σου, το ξέρεις ε; Με φώναζες έτσι χαριστικά, είμαι ο μπαμπάς της Νονάς σου της Μαρίτσας”, “ναι ξέρω ποιός είσαι”, απάντησα. Ο Ιλάριος! Ο χοντρός ταχυπίεστης που ζούσε στα υπόγεια της Χρήστου Λαδά, εκεί που τυπώνονταν για δεκαετίες η εφημερίδα τα Νέα και πόσες άλλες. Ο Ιλάριος που χάλαγε όλα του λεφτά σε γκόμενες και φαγητά, που σήκωνε μόνος του ένα ρόλο χαρτί και κάθε σαββατοκύριακο ανέβαινε την Πάρνηθα. Ο Ιλάριος που ήταν 130 κιλά και έμοιαζε με χαρούμενο παλαιστή.

“Θείε Ιλάριε, τι κάνεις εσύ εδώ; Που τη βρήκες τη τσανάκα με το γιαούρτι; Πως μπήκες εδώ μέσα;”. “Σ’ εκείνη τη γραμμή που σου δείχνει ο σκύλος Γιαννάκη είμαι κι εγώ και σε περιμένω, πρέπει να φύγεις από εκεί που είσαι, πρέπει να ξεκολλήσεις, πρέπει να σηκωθείς”. “Ναι αλλά πως πέρασες εσύ τη γραμμή αυτή και έφτασες εδώ, πως με βρήκες;”. “Στον κόσμο που είσαι τώρα Γιαννάκη δεν υπάρχουν σύνορα, μπορείς να πας κι από εδώ, μπορείς να πας κι από εκεί. Οι ζωντανοί σε λυπούνται γιατί δεν έχεις αισθήσεις, οι νεκροί σε ζηλεύουν γιατί έχεις ελπίδα. Οι άλλοι φοβόντουσαν, εγώ ήρθα να σε πω να μην τη χάσεις αυτή την ελπίδα Γιαννάκη, μην τη χαραμίσεις, θες λίγο γιαούρτι;”. “Όχι ευχαριστώ, δε θέλω. Και τώρα τι θα κάνεις;”, “τι θα κάνω; όσο είσαι εδώ εσύ θα μείνω κι εγώ”, “γιατί;” ρώτησα. “Γκόγκιτς και Καριαπάλης στο Βατικανό; Και Γαλάκος; Και Ντέταρι; Και τσανάκα γιαούρτι; Γιαννάκη δε ξέρω τι λες εσύ, εγώ ένα μόνο έχω να πω. Μπράβο, εύγε! Μιράκολο!”.

Περιφέρθηκα μαζί με τον Ιλάριο, έχοντας υπό τον πλήρη έλεγχο του Θρύλου και της θύρας 7 το Βατικανό, τον Πάπα και όλους τους πιστούς του. Σκέφτηκα να υψώσω μερικά Χερουβείμ να ψάλλουν τον ύμνο της ομάδας αλλά μετά το θεώρησα σουρεάλ. Ο Ιλάριος έδειχνε πολύ ευχαριστημένος, εγώ προσπαθούσα να καταλάβω αν αυτός είχε μπει στη δική μου φαντασία ή εγώ στη δική του. Γύρισε και με κοίταξε, “Γιαννάκη εγώ δεν έχω πια φαντασία” είπε. “Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στους δύο κόσμους. Όταν πεθάνεις όλα είναι πραγματικότητα”. “Δε ξέρω αν έχεις φαντασία αλλά ξέρω πως έχεις τεράστια περιφέρεια” είπα κάπως σαρκαστικά. “Η περιφέρεια σου είναι τόσο μεγάλη που μου φαίνεται πως θα έπρεπε να είχε το δικό της κυβερνήτη” συνέχισα. Εκείνος φάνηκε λίγο να επηρεάζεται από αυτό που είπα και συνοφρυώθηκε, μετά όμως με κοίταξε κάπως συνομωτικά και είπε χαμηλόφωνα, “νομίζω πως η περιφέρεια μου είναι τόσο μεγάλη που μερικές περιοχές της παραμένουν ανεξερεύνητες”. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και μετά σκάσαμε στα γέλια.

Πριν φύγω από το Βατικανό, αποφάσισα να ανεβάσω τον Ατίλιο στη κορυφή του Αιγυπτιακού οβελίσκου. Εκεί με μια ολόχρυση τρομπέτα και πνευμόνια ήρωα της Marvel, τον άφησα να γεμίσει όλη τη πλατεία ήχους από το Καραϊσκάκη. Είχα ένα φόβο ότι αν γυρίσω να κοιτάξω θα μείνω στήλη άλατος αλλά αυτό δε συνέβη. Η πλατεία του Αγίου Πέτρου με τα 140 αγάλματα ντυμένα ερυθρόλευκα, τον Πάπα να φωνάζει μιράκολο-μιράκολο, τους χιλιάδες πιστούς να αποθεώνουν τον Ατίλιο που πάνω στον Οβελίσκο ζούσε στιγμές απαράμιλλης δόξας και μερικά καπνογόνα να καίνε δεξιά κι αριστερά ήταν μια τέλεια εικόνα πριν κλείσω τα μάτια στα μάτια μου και το σκοτάδι με πάρει πάλι.

Τουλάχιστον εδώ, έστω και λίγο, τα όνειρα τα κάνω ότι θέλω, σκέφτηκα πριν χαθώ.

Γιάννης Κακούρης