Ανεμολόγιο.

Α

“Μ’ αρέσουν πολύ τα φαρδιά παντελόνια, μ’ αρέσει ξυπόλητος να’ μαι στ’ αλώνια, δυο φύλα λεβάντα να βάζω στα ρούχα, μ’ αρέσει που έχω τα όνειρα που’ χα”, κι εκεί που τραγουδούσα παλιά στιχάκια βρέθηκα μέσα σε έναν αγρό γεμάτο παπαρούνες. Που είμαι; στις Σπέτσες είμαι ναι, θυμάμαι, ο νονός ο Αντώνης, η νονά η Μαρίτσα. Νονά! Πάντα έβρισκα το επίθετο Νονά τέλειο τίτλο για τριλογία τσόντας. Η Νονά! Εκεί, στο μέγκα μπουρδέλο, να είναι μια Νονά που κάνει κουμάντο σε όλες τις άλλες και παίρνει τα λεφτά τους και είναι σκληρό αφεντικό και όλοι λένε, η Νονά, με σεβασμό και δέος.

Οι παπαρούνες, η νονά, οι Σπέτσες, μια πέτρα, ένας γάιδαρος! Τι κάνεις εσύ εδώ μέσα γάιδαρε; Μ΄έχεις τρελάνει, όλο εδώ μέσα είσαι, εγώ δεν κάνω παρέα με γάιδαρους, εσύ τι θέλεις εδώ, που βρήκες χώρο να μπεις εδώ μέσα; Οι Σπέτσες, ο Πόρος, η Ύδρα. Στην Ύδρα πήγε ο Λέοναρντ Κοέν για μία εβδομάδα και έμεινε για 10 χρόνια. Γι’ αυτό ο Κοέν είναι σήμερα αυτό που είναι, γιατί πάντα αυτό ήταν. Τι έγραψε ο Κοέν που μου άρεσε πολύ; Θυμήσου, θυμήσου, θυμήσου. Γάιδαρε; Τι έγραψε ο Κοέν που μου άρεσε πολύ; Το a thousand kisses deep, είπε ο γάιδαρος μασουλώντας παπαρούνες από τον αγρό στις Σπέτσες. Γάιδαρε μιλάς; ρώτησα. Δε μου απάντησε, έκανε τρία πλάγια βήματα λες και χόρευε συρτάκι κι έφυγε με μερικές παπαρούνες ανάμεσα στα δόντια.

A thousand kisses deep, πω ρε φίλε τι τριπάρα είχα φάει μ’ εκείνο το κομμάτι. Το έπαιξα μια φορά στον Μικ τον κάουμπόι. Κάουμπόι τον φώναζα γιατί όλο με κάτι μπότες καουμπόικες και τζιν κυκλοφορούσε κι ένα καπέλο φαρ ουέστ δερμάτινο. Είχε άσπρα μακριά μαλλιά και πολλά τατουάζ. Στα 52 του ο Μικ είχε 6 παιδιά και 5 εγγόνια από 4 γυναίκες. Κοιμόταν μόνος του πια και μέσα στο δωμάτιο για να περάσει την ώρα του είχε αρχίσει να μοντάρει μια μοτοσυκλέτα που την αγόραζε κομάτι κομάτι. Είχε το σκελετό κάποτε μα του έλειπαν όλα τα άλλα.

Σ΄ένα γκαράζ βρήκε το σασμάν, κάπου άλλου τη σέλα κι αργότερα το μοτέρ και πέρναγε τα βράδια και τ’ απογεύματα του μοντάροντας τη μοτοσυκλέτα, μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν. Μηχανικός ο Μικ, περιοδεύον θίασος, είχε γυρίσει όλο το κόσμο να κάνει επισκευές σε μηχανήματα εδώ κι εκεί. Μύριζε λάδι μηχανής και κάπνιζε πολύ. Ποιός ξέρει τι είχε μέσα του κάθε που έκλεινε τα μάτια του, τα παιδιά του, τα εγγόνια του, τις πρώην, μήπως είχε κι εκείνος κανέναν γάιδαρο, δε ξέρω, δε ρώτησα. Άλλωστε τότε μες στο κεφάλι μου είχα καψουρες και στεκιές και τσάρκες, τώρα έχω γάιδαρους, σκύλους και σκοτάδι, φριχτό σκοτάδι.

Ο Μικ τη μόνταρε τη μοτοσυκλέτα αλλά δεν είχε σκεφτεί ότι μονταρισμένη δεν θα περνούσε ποτέ τη πόρτα για να τη βγάλει έξω, κι έτσι την άφησε μπόλικο καιρό εκεί μέσα. Μια μέρα που ήθελε να την καβαλήσει πια, έσπασε τον τοίχο και την έβγαλε έξω και αυτό ήταν. Άφησε για πάντα το δωμάτιο του με σπασμένο τοίχο και μου έλεγε πως, καμιά φορά για να φτιάξεις κάτι, πρέπει να χαλάσεις κάτι άλλο.

Είχα μια BMW τότε κι ένα βράδυ μετά από πολλά ποτά που ήπιαμε κάπου έξω από τη Θεσσαλονίκη, στους Νέους Επιβάτες νομίζω, ξεκινήσαμε νυχτερινές βόλτες στη περιφερειακή. Γκαζιάρης ο Μικ, μου έκανε μάθημα πως να βάζω τις ταχύτητες καρφωτές και να πηγαίνω με 200. Είχε τρέξει στο Παρίσι-Ντακάρ ο Μικ, είχε τόσα να πει, μα πιο πολύ ήθελε ν’ ακούσει. Κι όταν τρέχοντας σαν μανιασμένοι που κάποιος τους καταδιώκει, του έβαλα ν΄ακούσει το a thousand kissed deep, ο Μικ απογειώθηκε.

Παρκάραμε σ’ ένα ύψωμα, δε θυμάμαι που, και το ακούσαμε πόσες φορές δε ξέρω. Καπνίζαμε και μιλούσαμε και πίναμε και ατενίζαμε τα φώτα της πόλης από μακριά ακούγοντας και ξανα ακούγοντας το ίδιο κομμάτι. Ο Μικ είπε, αυτό το κομμάτι μιλάει για μένα, εγώ είμαι αυτός, κι εγώ ζήλεψα. Τι ζωή έχεις κάνει ρε φίλε Μικ για να βρεις τον εαυτό σου σε αυτούς τους στίχους; Τι ζωή έχεις κάνει ρε φίλε Κοέν για να τους γράψεις; Δεν τους έγραψες μόνος σου, τους έγραψες μαζί με κάποια Σάρα Ρόμπινσον, δηλαδή υποθέτω πως είναι γυναίκα από το Σάρα, αλλιώς αν ήταν σκέτο Ρόμπινσον θα έβαζα στοίχημα φίλε Κοέν που τους στίχους αυτούς τους έγραψες μαζί με τον Ρόμπινσον Κρουσό.

And maybe I had miles to drive and promises to keep
You ditch it all to stay alive, A thousand kisses deep
And sometimes when the night is slow, the wretched and the meek
We gather up our hearts and go, A thousand kisses deep.

Confined to sex we pressed against the limits of the sea
I saw there were no oceans left for scavengers like me

I’m turning tricks I’m getting fixed I’m back on boogie street
I guess they won’t exchange the gifts that you were meant to keep
And quiet is the thought of you, the file on you complete
Except what we forgot to do, A thousand kisses deep.

Σκάβεντζερ έλεγε τον εαυτό του ο Μικ, σκάβεντζερ λέει είμαι, τρώω το πτώμα μου, α ρε Μικ. Ήσουν ο μόνος άνθρωπος που μου έκανε ιδιαίτερο μάθημα με τίτλο, “πως να καρφώνεις ταχύτητες με 200 στη περιφερειακή”, βασική προϋπόθεση να είσαι μεθυσμένος, μερσί τα μάλα Μικ. Ελπίζω το κονέ που σου έκανα εκείνο το βράδυ με τον Κοέν να ήταν ένα μικρό πέι μπακ. Εσείς ήσασταν τα δύο ντοτς κι εγώ η ευθεία που σας ένωσε.

Ακούω βήματα, ούτε ξέρω ποιός είναι, δε με νοιάζει όποιος και να’ ναι. Κι ο γάιδαρος, κι ο Μικ, κι ο νονός ο Αντώνης, κι ο Κοέν. Όποιος και να είναι δε με νοιάζει μία. Πέρασα τα σύνορα; είμαι κοντά; είμαι μακριά; ποιός ξέρει να μου πει; Σήμερα δε μου μιλάει κανείς, σήμερα κρυώνω πάλι, ίσως είναι μέρα έξω, ίσως έχει φως, ίσως είναι μέρα κι έχει συννεφιά, ναι αυτό θα είναι, έχει συννεφιά. Πως το έλεγα εκείνο με τα σύννεφα ρε συ; γάιδαρε που είσαι; έλα να βοηθήσεις λίγο, εκείνο με τα σύννεφα πως το έλεγα θυμάσαι; Ο γάιδαρος σε απόσταση μερικών μέτρων μασουλάει παπαρούνες, με κοιτάει αλλά φαίνεται να μη μπορεί ή να μη θέλει να μιλήσει. Γάιδαρε τις παπαρούνες νομίζω δε κάνει να τις τρως, το ξέρεις; Οι Ταλιμπάν λέει κάνουν όπιο από τις παπαρούνες, γάιδαρε είσαι χάι; Ο γάιδαρος δε μου μιλάει, τι μέρα είναι άραγε;

Εξακολουθώ κι ακούω ένα τικ τακ, αναρωτιέμαι αν είναι ρολόι ή βόμβα; Εκείνο με τα σύννεφα πως το έλεγα ρε γαμώτο; τίποτα δε θυμάμαι πια. “Όλα τα θυμάσαι” ακούστηκε η φωνή του σκύλου. “Μπα, μπα, εδώ είσαι ρεμάλι σκύλε; Γιατί δε μιλάς τόση ώρα και μ έχεις αφήσει μόνο μ’ αυτόν τον ναρκομανή τον γάιδαρο”. “Μιλάω αν έχω κάτι να πω, όχι σαν εσένα που φλυαρείς όλη την ώρα, τι θέλεις;”. “Πως το λέγανε εκείνο που είχα γράψει κάποτε με τα σύννεφα, μήπως θυμάσαι;”. “Θυμάμαι αλλά γιατί ακριβώς το ψάχνεις; μήπως νομίζεις πως είσαι ο Κοέν;”. Μήπως νομίζω πως είμαι ο Κοέν, αναρωτήθηκα σιωπηλά, “δεν είσαι” ακούστηκε πάλι η φωνή του σκύλου.

“Σκύλε τι μέρα είναι;”, “Κυριακή” είπε ο σκύλος. “Κυριακή ποιανού μήνα, ποιανού χρόνου; που είμαι;”. “ Σήμερα είναι Κυριακή 30 Απριλίου, το σωτήριο έτος 2023 κι είσαι στο δωμάτιο 333, όροφος 6ος”. “Ξενοδοχείο είναι εδώ; φυλακή; νοσοκομείο;”, “εδώ είναι νοσοκομείο”. “Και τι κάνω εγώ στο νοσοκομείο;”, “είσαι σε κώμα εδώ και 2 χρόνια και κανείς δε ξέρει αν θα ξυπνήσεις ποτέ”. Σε κώμα…το’ ξερα πως κάτι δε πάει καλά. “Κι αν είμαι 2 χρόνια σε κώμα γιατί εσύ μιλάς τώρα και δε μιλούσες πριν;”. “Γιατί μου πήρε 2 χρόνια να σε βρω, αχάριστε, πες και κανένα ευχαριστώ, ίδιος ο πατέρας σου είσαι. Ξέρεις από πόσο μακριά ήρθα για να σε συναντήσω; Πολύ μακριά”.

Σε κώμα…σκατά, άραγε έχω αδυνατίσει επιτέλους; “Θεέ μου είσαι ηλίθιος, πάντα ήσουν” είπε πάλι ο σκύλος. “Κι εσύ σκύλε τι είσαι;” ρώτησα γεμάτος περιέργεια. “Εγώ ηλίθιε είμαι ότι σου έχει απομείνει, αυτό είμαι”. “Από που ήρθες;” ρώτησα, “από κάπου πολύ μακριά, έπρεπε να γκρεμίσω πολλούς τοίχους για να φτάσω εδώ” είπε ο σκύλος. “Θα ξυπνήσω ποτέ;”. “Δε ξέρω, κανείς δε ξέρει. Καμιά φορά πρέπει να χαλάσεις κάτι, για να φτιάξεις κάτι άλλο” είπε ο σκύλος κι ο γάιδαρος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Ίσως έχει σύννεφα έξω, ίσως έχει κρύο, ίσως πεθαίνω.

Πω ρε φίλε Μικ τι τριπάρα κάναμε εκείνο το βράδυ, άραγε πως να ήταν η ζωή αν ήταν κάθε μέρα έτσι; Στα σύννεφα, τι ωραία που θα ήταν να μπορούσαμε να είμαστε στα σύννεφα, κρυώνω, τικ τακ το ρολόι, στο πίσω κάθισμα, μια στροφή, τα φρένα, πέσε στα φρένα, γύρνα πίσω, που είμαι;

Στη επάνω πολιτεία δεν θα ξανακούσω κόρνες
ούτε θα ξαναπληρώσω φοροτεχνικούς και πόρνες
Δίχως χρήμα, δίχως ναύλο, δίχως να έχω διαβατήριο
όπου θέλω θα πηγαίνω με διαρκείας εισιτήριο.

Έγνοιες δε θα με αγγίζουν, μες στα σύννεφα θα αράζω
και μιλώντας με τον ήλιο ανεμέλως θα ρεμβάζω
και κοιτώντας ακρογιάλια θα ορίζω δρομολόγιο
με παρέα τους αγγέλους κι οδηγό το ανεμολόγιο.

Γιάννης Κακούρης