Πιόνια.

Π

Φτάνωντας στο διαμέρισμα όπου κατοικούσε, άφησε όπως πάντα τα παπούτσια έξω από τη πόρτα και μπήκε. Μια φορά ένας κύριος που μένει δίπλα, τη ρώτησε γιατί αφήνει τα παπούτσια έξω από τη πόρτα κι εκείνη είπε, για να είναι μέσα όλα καθαρά κι εκείνος είπε, μα μπορεί να σου τα πάρουν. Η νοσοκόμα Σάντρα τότε σκέφτηκε πως καλύτερα να της πάρουν τα παπούτσια παρά να βάλει μέσα στο διαμέρισμα τη βρωμιά του δρόμου.

Επί 12 ολόκληρα χρόνια μόνο το καθάριζε και δεν πείραξε τίποτα από όσα πράγματα βρήκε εκεί μέσα. Δεν είχε δεχτεί ποτέ κανέναν καλεσμενο ή ακάλεστο επισκέπτη και μερικές φορές που κάποιος χτύπησε τη πόρτα της, η νοσοκόμα Σάντρα δεν άνοιξε.  Ήταν σίγουρη πως μια μέρα θα της πούνε πως πρέπει να φύγει ή κάποιος θα έρθει και θα της κάνει παρατήρηση γιατί χρησιμοποιεί τα πράγματα του και θα ζητήσει να φύγει. Το διαμέρισμα που έμενε ήταν για εκείνη ένας κόσμος μόνο δικός της, ποτέ δεν είχε κάτι μόνο δικό της.

Δε μπορούσε να πιστέψει πως μετά από τόσο συνωστισμό σε μέρη γεμάτα συρματοπλέγματα, σε τρύπιες σκηνές, σε υπόγεια σκοτεινά και υγρά, σε βάρκες, φορτηγά και κέντρα συγκέντρωσης κάθε λογής απελπισμένου, βρισκόταν τόσο τυχερά και τόσο ανέλπιστα σ’έναν χώρο μόνη της. Σ’ έναν χώρο που δεν θα την έσπρωχνε κανείς, δεν θα την κλωτσούσε κανείς, δεν θα τη ξυπνούσε κανείς μέσα στη νύχτα να της πει, σήκω, πρέπει να φύγουμε. Βρισκόταν σ’ ένα σπίτι με πόρτα που είχε κλειδαριά, που είχε για πάτωμα ξύλο και όχι χώμα, που είχε παράθυρα, μπάνιο, βρύση που αν την άνοιγες έτρεχε νερό που μπορούσε να το πιεί γιατί δεν ήταν καφέ και δεν μύριζε. Τον 1ο μήνα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί ούτε ένα βράδυ, χρησιμοποίησε ζεστό νερό μετά από 1 χρόνο και για 12 φοβόταν πως κάθε φορά που άκουγε βήματα έξω από το διαμέρισμα της, κάποιος θα έβαζε το κλειδί στη πόρτα και θα έμπαινε.

Λίγους μήνες αργότερα από τότε που ξεκίνησε να πηγαίνει στην Αίγινα, έπαψε να αισθάνεται φόβο κι αγόρασε μερικά πράγματα για το σπίτι και για εκείνη. Έναν ξύλινο ελέφαντα, ένα μικρό ραδιόφωνο, μερικά τάπερ, μια πιο καλή κατσαρόλα, ένα μικρό τηγάνι κι έκανε στον εαυτό της το μεγαλύτερο δώρο που είχε φανταστεί ποτέ, ένα μπουρνούζι. Δεν ήξερε πως υπάρχουν μπουρνούζια αλλά μια φορά είδε μια κυρία στο νοσοκομείο που είχε φέρει μαζί της ένα, θα νοσηλευόταν γι’ αρκετό καιρό, πέθανε η κυρία, το μπουρνούζι και τα άλλα της πράγματα τα πήραν τα παιδιά της.

Εκείνη η κυρία τής είπε για το μπουρνούζι σε μια εποχή που πλέον η νοσοκόμα Σάντρα είχε πειστεί πως η πραγματικότητα της δε κινδύνευε από δουλέμπορους, από αντάρτες, από ανθρώπους που σε σπρώχνουν και σου λένε τρέχα ή σου πετάνε ένα κομμάτι ψωμί και σου λένε φάε. Η πραγματικότητα της είχε αλλάξει και κανείς δε φαινόταν να την απειλεί. Είχε νιώσει την θαλασσινή αύρα, είχε ζήσει τη χαρά του ανέμελου ταξιδιού, είχε μυρίσει τον Παράδεισο σε μορφή ζεστού ποπ κορν με βούτυρο δίπλα στις βάρκες. Είχε δει τα παιδιά να παίζουν χωρίς να φοβούνται κι είχε ακούσει ανθρώπους να τραγουδούν αντί να ουρλιάζουν. Όσο πιο πολύ γέμιζε τα μάτια της και τ’ αυτιά της με τέτοιες εικόνες και τέτοιους ήχους, τόσο πιο στέρεο γινόταν μέσα της το συναίσθημα πως, σε αυτό τον κόσμο κέρδισε μια θέση που είναι μόνο δική της. Όταν η νοσοκόμα Σάντρα έκανε τέτοιες σκέψεις, της άρεσε να φορά το μπουρνούζι και μερικές φορές να κοιμόται με αυτό. Ήταν σαν μια αγκαλιά που χρόνια στερήθηκε.

Η κυρία που της έμαθε τι είναι το μπουρνούζι, της είχε πει να το φορά μετά το μπάνιο μα η νοσοκόμα Σάντρα δε μπορούσε να διανοηθεί πως θα μουσκέψει αυτή την απαλή, ζεστή και μυρωδάτη αγκαλιά. Το μπουρνούζι ήταν πάντα μυρωδάτο και μαλακό κι αφράτο, ποτέ βρεγμένο. Ονειρευόταν μια μέρα να μπει στον Φοίβο με το μπουρνούζι και να περπατήσει στο λιμάνι της Αίγινας δίπλα στις βάρκες, αλλά δεν το έκανε ποτέ. Τρία χρόνια τώρα ήλπιζε να δει κάποιον με μπουρνούζι στο καράβι ή στο λιμάνι αλλά δεν είχε δει ποτέ κανέναν να φορά μπουρνούζι παρά μόνο εκείνη τη κυρία στο νοσοκομείο που πέθανε.

Η νοσοκόμα Σάντρα έκανε ένα ζεστό μπάνιο και μετά κάπνισε ένα τελευταίο τσιγάρο φυσώντας τον καπνό από το ανοιχτό παράθυρο. Ύστερα καθάρισε τα δόντια της, έπλυνε, ξεφλούδισε και έκοψε μια ντομάτα, ζέστανε μια μερίδα φακές που φυλούσε μέσα στο τάπερ, φακές που είχε βράσει πριν 2 μέρες. Μαγείρευε κάθε 2 μέρες για 2 μέρες, έτσι το φαγητό δε χαλούσε. Αν ήταν χειμώνας μπορούσε να το συντηρήσει κι άλλο αφήνωντας το στο μπαλκόνι, όμως ο καιρός ήταν ακόμα ζεστός. ΄Ύστερα καθάρισε ξανά τα δόντια της, κοίταξε τι ώρα και τι μέρα είναι, κοιταξε την ημερομηνία, το μήνα, το έτος κι έβαλε ξυπνητήρι για τις 05.00 το πρωί, όπως σχεδόν κάθε μέρα. Η νοσοκόμα Σάντρα κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί έλεγχε την μέρα, την ημερομηνία, το μήνα και το έτος. Ακριβώς το ίδιο έκανε το πρωί που ξυπνούσε, κάθε πρωί. Έτσι είχε μια συνεχή κι απρόσκοπτη επιβεβαίωση, της συνέχειας του χρόνου.

Ξάπλωσε επάνω στο καθαρό σεντόνι που σκέπαζε το καθαρό χαλί που ήταν ριγμένο στο καθαρό πάτωμα. Σκεπάστηκε με μια ελαφριά κουβέρτα κι άναψε το πορτατίφ που βρισκόταν στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και φώτιζε κάθε βράδυ το βιβλίο που διάβαζε χωρίς να την ενοχλεί στα μάτια. Την προηγούμενη εβδομάδα είχε πάρει από τη δανειστική βιβλιοθήκη το βιβλίο “Οι περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν” κι είχε ήδη διαβάσει λίγο λιγότερο από το μισό.

Ο Χακ κι ο Τζιμ ήδη έπλεαν ήδη στο Μισισίπι. Το ταξίδι των φυγάδων έφερε στο μυαλό της κάτι από τις δικές της αναμνήσεις, όσο κι αν αυτές πια ο φρέσκος αέρας της Αίγινας κι η αίσθηση της ύπαρξης ενός δικού της κόσμου τις είχε διώξει κάπως πιο μακριά. Η σιγουριά πως αυτός ο τόπος, με αυτή τη θάλασσα και τον ουρανό υπάρχει, πως αυτό το σπίτι με αυτή τη πόρτα κι αυτά τα κλειδιά υπάρχουν, πως αυτή η ζωή υπάρχει, είχε αφήσει στο πλάι όλα όσα υπήρξαν. Ο Χάκλμπερι Φιν κι ο Τζιμ θα κοιμόντουσαν απόψε δίπλα στον σύντομα νεκρό καθώς εκεί άφησε η νοσοκόμα Σάντρα το βιβλίο της και πήρε το δικό του σημειωματάριο τη στιγμή που η κα. Προϊσταμένη μπήκε ξαφνικά στο δωμάτιο.

Ο τίτλος έγραφε “Ημερολόγιο επιβίωσης” κι ήταν ένα δερματόδετο σημειωματάριο με λευκό δέρμα γεμάτο χαρακιές και σημάδια. Φθαρμένο, τριμμένο στις άκρες, χιλιοανοιγμένο ίσως, γεμάτο από την πρώτη μέχρι τη τελευταία σελίδα με σημειώσεις, σκέψεις, κείμενα τυπωμένα σε υπολογιστή και κολλημένα πάνω στις σελίδες του σημειωματαρίου. Η νοσοκόμα Σάντρα το ξεφύλλισε και παρατήρησε πως κάθε κείμενο είχε ημερομηνία και πως παρά την αρχική εικόνα ενός μπερδεμένου και χαοτικού σημειωματαρίου, υπήρχε μια τάξη κάθως οι ημερομηνίες διαδέχονταν η μία την άλλη και τα κείμενα ή οι σημειώσεις, μεταξύ τους είχαν ένα ευδιάκριτο κενό.

Σκέφτηκε πως πρώτη φορά κρατά στα χέρια της, μέσα στον προσωπικό της χώρο, ένα κάτι σαν βιβλίο ενός άλλου ανθρώπου που ξέρει πως και που είναι. Σκέφτηκε να ξεκινήσει να το διαβάζει από την αρχή αλλά μετά αποφάσισε να δει αν υπήρχε κάποιο κείμενο ή σημείωση με ίδια ημερομηνία σαν και σήμερα, σκέφτηκε πως αυτό θα ήταν μια καλύτερη αρχή ανάμεσα σε εκείνη και τον εν δυνάμει νεκρό. Πάντα ήθελε να συνδέει το ένα βιβλίο με το άλλο με κάποιο, οποιοδήποτε τρόπο.  Ο Χάκλμπερι Φιν είχε ακολουθήσει τον Τομ Σόγιερ, βιβλίο που η νοσοκόμα Σάντρα διάβασε πρώτα.

Η νοσοκόμα Σάντρα διάλεγε το επόμενο βιβλίο με βάση αυτό που διαβάζει τώρα. Έτσι ο Τομ Τζοουντ από το βιβλίο “ Τα σταφύλια της οργής” την έκαναν να αναζητήσει βιβλίο με χαρακτήρα που λέγεται Τομ κι έτσι διάβασε το Τομ Σόγιερ. Ο Τομ Σόγιερ την οδηγήσε στον Χάκλμπερι Φιν κι είχε ήδη αποφασίσει πως το επόμενο βιβλίο που θα διάβαζε θα ήταν κάτι για τον Μισισίπι. Δεν είχε ακόμα ρωτήσει κάτι σχετικό στη βιβλιοθήκη όμως σίγουρα κάτι θα της έβρισκαν ή θα της πρότειναν, πάντα κάτι της πρότειναν. Αποφάσισε πως η μόνη σύνδεση που μπορούσε να κάνει με το ημερολόγιο επιβίωσης ήταν να διαβάσει όποιο κείμενο υπάρχει, γραμμένο ίδια μέρα με σήμερα. Αυτό είναι μια αρχή, σκέφτηκε. Έψαξε τις σελίδες και βρήκε, 28η Οκτωβρίου 2019.

“Σήμερα λένε πως γιορτάζει το έθνος όπως τα Χριστούγεννα λένε πως γιορτάζει η αγάπη και το Πάσχα η ορθοδοξία. Όλα αυτά μου φαίνονται τοσο κωμικά και άδεια που προσπερνάνε ακόμα και το άδειο εγώ μου. Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι και κοιτάζω μια σχολική παρέλαση, πιόνια εθνικής παλιγγενεσίας. Θα πέθαινα κι εγώ για την Ελλάδα αρκεί να ήξερα η Ελλάδα τι είναι. Οι παππούδες μου πολέμησαν στο πόλεμο, ο ένας στα βουνά με τον ΕΛΑΣ κι ο άλλος με τον Αγγλικό στρατό στο Ελ Αλαμέιν. Πέθαναν κι οι δύο στη ψάθα, η μοίρα του τίμιου. Πως θα τους έβλεπα στα μάτια σήμερα άραγε αν μπορούσα; Πόσο θα ήθελα, αν μπορούσα.

Οι προσδοκίες, οι κόποι κι οι θάνατοι ολόκληρων γενεών σβήνονται με τη γομολάστιχα της κατ’ επίφαση προόδου, πρόοδος που δεν αισθάνεται και δε λογαριάζει. Πολέμησαν για την Ελλάδα λέει, κι αυτοί και τόσοι αμέτρητοι άλλοι, άραγε ξέρουν γιατί;

Τα πολυβόλα σωπάσαν, οι πόλεις αδειάσαν και κλείσαν,
ένας βοριάς παγωμένος σαρώνει την έρημη γη,
στρατιώτες έρχονται πάνε ρωτάνε γιατί πολεμήσαν
κι εσύ ησυχάζεις το δάχτυλο βάζεις να βρεις τη πληγή.

Η Ελλάδα που κάποτε υπήρξε δεν υπάρχει πια, δεν τη πιστεύω πια. Είμαστε ο μόνος λαός που γιορτάζει την αρχή του πολέμου κι όχι τη λήξη του όπως όλοι οι άλλοι. Οι περισσότεροι, χαζοχαρούμενα λένε πως είμαστε πολεμοχαρείς και γι’ αυτό γιορτάζουμε την έναρξη του πολέμου κι όχι τη λήξη. Κανείς δε λέει πως η λήξη του πολέμου μόνο δεινά έφερε, δεινά πιο μαύρα κι από τη κατοχή, δεινά που δε θέλουμε να τα θυμόμαστε γι΄αυτο και γιορτάζουμε την αρχή κι όχι το τέλος. Η αρχή είναι πιο κοντά στην ελπίδα ενώ το τέλος πιο κοντά στη βεβαιότητα. Η ελπίδα μας εμπνέει, η βεβαιότητα μας απωθεί. Κατά κάποιο τρόπο νομίζω πως θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στη ναζιστική Γερμανία και τις δυνάμεις του άξονα. Ποτέ άλλοτε ένας λαός δεν είχε το λόγο ή την ευκαιρία να δει τη χειρότερη και τη καλύτερη πλευρά του εαυτού σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

Η μόνη χώρα που αντιστάθηκε στη λαίλαπα του ναζισμού, η μόνη που νίκησε μια δύναμη του άξονα κι ανάγκασε τους Ιταλούς να συνθηκολογήσουν, η μόνη που ανέλπιστα έλαμψε μέσα στο σκότος μιας μαύρης στιγμής δείχοντας και βγάζοντας τον καλύτερο της εαυτό, η ίδια χώρα ριμάχθηκε δυο μήνες μετά τη νίκη και τη λήξη του πολέμου, βγάζοντας στην επιφάνεια τη χειρότερη πλευρά της. Ποιός άλλος λαός ήρθε αντιμέτωπος με τον εαυτό του τόσο έντονα σε τόσο σύντομο χρόνο; Μας αρέσει ακόμα να ζητωκραυγάζουμε και να ξεχνάμε, το παρελθόν όμως είναι ακόμα εδώ, το παρελθόν δεν έχει φύγει.

Η χώρα μετατρέπεται μέρα με τη μέρα σ’ ένα προτεκτοράτο απόλαυσης και πεντάστερων ξενοδοχείων που κανείς γνωστός μου, ούτε κι εγώ μπορώ να πάω. Ο κόσμος έχει το κεφάλι χαμηλά κι αυτό δεν μ’ αρέσει, δε τιμά τους παππούδες μου, δεν πολέμησαν γι’ αυτό. Με πρόδωσαν ή τους πρόδωσα; ακόμα δεν έχω καταλάβει. Διάβασα πρόσφατα τη σύγχρονη ιστορία του Ελληνικού κράτους, αναρωτιέμαι γιατί δεν την έχουν διαβάσει όλοι. Προτεκτοράτο απόλαυσης με σαμπάνιες Κριστάλ και super yachts δίπλα σε λουκουμάδες και ρετσίνα, αυτό γίναμε.

Πήγα πρόσφατα στη Σύρο, ήθελα πολύ καιρό να πάω, είχα δει τόσες ωραίες φωτογραφίες, είχα ακούσει τόσα πολλά. Τη μέρα που πήγα παρατήρησα πως στο λιμάνι τα νερά ήταν κόκκινα, κόκκινα σαν αίμα κι η ατμόσφαιρα θολή. Ήταν καλοκαίρι κι υπήρχαν τουρίστες, τουρίστας κι εγώ, ντόπιος στον ξένο τόπο μου. Ρώτησα έναν ψαρά που νέταρε το παραγάδι γιατί είναι έτσι το νερό κι είπε πως στα ναυπηγεία καθαρίζουν με αμμοβολή ένα καράβι και το καράβι είναι κόκκινο κι όλο το χρώμα που φεύγει από το καράβι πέφτει μέσα στη θάλασσα και παρασύρετε και ρυπαίνει. Υπήρχε μια μυρωδιά δυσάρεστη κι η αναπνοή μου κάπως βάρυνε. Έτσι ζείτε; ρώτησα. Έτσι ζούμε, απάντησε. Δε μπορεί κανείς να κάνει τίποτα, συμφέροντα βλέπεις, δε μιλά κανείς, μόνο χαμογελάμε στους ξένους και ξεψαρώνουμε. Ναι αλλά ο κόσμος δουλεύει εκεί, έτσι δεν είναι; Εκείνος με κοίταξε και είπε, ούτε ένας απο το νησί δε δουλεύει εκεί.

Ελλάδα, αποσύνθεση. Ο Ελύτης έγραψε πως “αν αποσυνθέσεις την Ελλάδα σου μένει μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει με άλλα τόσα τη ξαναφτιάχνεις.” Ο Σεφέρης έγραψε “όπου και ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει”. Δυο μέτρα και δυο σταθμά σ’ ένα σώμα. Νομίζω ο Σεφέρης ήταν πάντα πιο ρεαλιστής.

Λατρεύω την Ελλάδα που ζει στα χαμηλά σπίτια, που παίρνει το λεωφορείο για να πάει στη δουλειά, που νετάρει παραγάδια δίπλα στα συμφέροντα, που πίνει παγωμένη ρακί κοιτάζωντας τον ήλιο και ξέρει γιατί. Μισώ την Ελλάδα που γίνομαι. Θυμόμαστε επιλεκτικά, περηφανευόμαστε επιλεκτικά, ξεχνάμε επιληπτικά. Έχουμε γεμίσει ξένους που είτε πεθαίνουν από τη πείνα γιατί δεν έχουν λεφτά ή από την ανία γιατί έχουν πολλά. Τους μεν τους αποφεύγουμε οι δε μας αποφεύγουν. Οι παππούδες μου ήταν κι αυτοί πιόνια; Είμαι κι εγώ πιόνι; Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι και παρακολουθώ μια σχολική παρέλαση. Δεν έχω φάει τίποτα εδώ και 2 μέρες, δε νομίζω πως μπορώ να κοιμηθώ, δεν θυμάμαι πως ήρθα εδώ”.

Η νοσοκόμα Σάντρα έκλεισε το σημειωματάριο και ξεφύσηξε. Ίσως αυτός ο Σεφέρης να μην είχε πάει ποτέ στην Αίγινα, σκέφτηκε, ούτε και ήξερε ποιος είναι. Έκλεισε το φως και κοιμήθηκε. Αύριο θα διαβάσω από την αρχή, ψέλλισε πριν την πάρει ο ύπνος. Ονειρεύτηκε νερό. Τρεχούμενο, καθαρό νερό.

Γιάννης Κακούρης