Οι φωτιές του πολέμου και το δηλητήριο του διχασμού δεν άλλαξαν ποτέ στο παραμικρό τη πορεία του ήλιου. Οι μνήμες σωρεύτηκαν και κλειδώθηκαν, περιορίστηκαν, φυλακίστηκαν για να μη κυκλοφορούν ελεύθερες και σαν στιλέτα ιπτάμενα καρφώνονται στις καρδιές αυτών που επέζησαν είτε κουτσαίνοντας είτε όχι.
Ο γάιδαρος με τη γιαγιά τη Ζωή χάθηκαν κάπου στον ορίζοντα κι όσο κι αν περιμέναμε, κανείς τους δε φαινόταν να επιστρέφει. Ο σκύλος ξεκίνησε, εγώ ακολούθησα. Αισθανόμουν τόσο ένοχος όσο ποτέ. Τα μέρη που διασκέδασα πόσες φορές αμέριμνος κι ανυποψίαστος, οι παραλίες που απόλαυσα, τα χωριά που επισκέφθηκα είχαν όλα βαφτεί στο αίμα τόσο πρόσφατα, η γραμμή των προγόνων που με είχε σχηματίσει δεν ήταν ευθεία διαδρομή σαν τη ζωή μου, μα γεμάτη αγωνιώδεις στροφές επιβίωσης.
Μα που πήγαν όλες αυτές οι μνήμες, ρώτησα το σκύλο, μα εκείνος δεν απάντησε. Πως γίνεται να έχουν μείνει τόσες πληροφορίες στα αζήτητα, πως γίνεται να μην ξέρουν όλοι τα πάντα; Πως και πότε κόπηκαν οι γραμμές με το παρελθόν; Ποιός αποφάσισε να σιωπήσει, ρώτησα πάλι. Ο σκύλος χωρίς να σταματήσει είπε, όλοι. Γιατί; ξανάρωτησα. Γιατί κανείς δεν θα βρει ελπίδα κοιτώντας σε αυτό το παρελθόν, είπε. Το πριν έπρεπε να σβήσει κι έσβησε, ήταν θέμα επιβίωσης του μέλλοντος το παρελθόν να πεθάνει, είπε πάλι ο σκύλος και συνέχισε. Έτσι είναι οι άνθρωποι, προτιμούν να χαίρονται με τα όνειρα αντί να πληγώνονται με τις μνήμες.
Το μυαλό μου πήγαινε να σπάσει. Πως γίνεται να τα ξεχάσεις όλα αυτά; Πως γίνεται να μη μιλάς κάθε μέρα για όλα αυτά; πως; Πως γίνεται να ξεχάσεις τις ζωές που κάηκαν, τα όνειρα που γκρεμίστηκαν, τους φίλους που πρόδωσαν; Πως γίνεται να πας μπροστά όταν φοβάσαι να πας πίσω; Πως; Πως γίνεται αυτό; ρώτησα ξανά. Με λωτούς, είπε εκείνος και συνέχισε.
Καμιά φορά πας μπροστά με ότι κι αν έχεις, όπως μπορείς, όπως ξέρεις, πας μπροστά με κάθε τρόπο και κάθε συνθήκη γιατί πίσω έχει μόνο καταστροφή και θάνατο. Και κάνεις λωτό το κάθε όνειρο, τη κάθε σκέψη, το κάθε σχέδιο, τη κάθε μία πιθανότητα. Κι αν είσαι τυχερός το παρελθόν θα σε αφήσει να φύγεις. Μα συνήθως το παρελθόν σε κυνηγάει αδυσώπητα και δε χάνει ευκαιρία να σε αρπάξει την ώρα που εσύ τρέχεις ανάμεσα στους λωτούς σου για να ξεφύγεις από αυτό.
Κοίταξα τριγύρω μου, ούτε ξέρω που ήμουν, ένας δρόμος ασφαλτοστρωμένος, ένα λεωφορείο, ένα μηχανάκι. Η φωνή του σκύλου ακουγόταν ακόμα μα ο σκύλος πουθενά. Σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα προς τα πάνω, η ταμπέλα έγραφε, Οδός Κωλέττη.
«μΥδράλιο, δικέφαλος σκύλος». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.