Αστερίας.

Α

Άνοιξα τα μάτια, σκοτάδι, μια ατμόσφαιρα βαριά και πλήρες σκοτάδι. Άκουσα κάποιους ήχους, δε κατάλαβα τι είναι. Προσπάθησα να κοιτάξω τριγύρω μου αλλά το σκοτάδι ήταν τόσο πυκνό που δε μπορούσα να δω ούτε τα χέρια μου. Βρισκόμουν ξαπλωμένος πάνω σε μια σκληρή επιφάνεια, σαν πέτρα ή σαν τσιμέντο, που δονούνταν. Σταθερά και αργά υπήρχε μια δόνηση που την αισθανόμουν σε όλο μου το σώμα σαν παλμό. Χάιδεψα την επιφάνεια με τη παλάμη μου, τη χτύπησα για ν’ ακούσω τι ήχο κάνει. Κατάλαβα πως το υλικό της δεν είναι ούτε πλαστικό, ούτε ξύλο, ούτε μέταλλο. Ότι κι αν ήταν, ήταν σκληρό αλλά όχι κρύο.

Παρέμεινα ξαπλωμένος. Ο αργός αλλά σταθερός παλμός της επιφάνειας που διαπερνούσε όλο μου το σώμα, ήταν σαν κάτι να μου έλεγε πως δεν είμαι μόνος μέσα σ’ αυτό το απόλυτο σκοτάδι. Παρέμεινα ξαπλωμένος ελπίζοντας σε λίγο φως. Όταν οι δυνατότητες ή οι επιλογές σου μειώνονται δραματικά, δραματικά μειώνονται και οι ελπίδες σου, κάποτε ζητούσα μεγαλεία, τώρα ζητάω μόνο λίγο φως. Θυμήθηκα τον ναυαγό που μετά από τόσα χρόνια στο νησί με τον παλιόφιλο Wilson, επέστρεψε στον πολιτισμό. Ο Wilson, στο τέλος, την έκανε και δεν επέστρεψε ποτέ αλλά ο ναυαγός δεν το έπιασε και νόμιζε πως απλά παρασύρθηκε. Απ’ όλα τα μεγαλεία που του είχαν ετοιμάσει για να τον τιμήσουν, τα τραπέζια τα πλούσια με γεμάτα εδέσματα και τα ρούχα τα ζεστά που είχε πια να φορέσει, τα ξυραφάκια που είχε για να ξυριστεί και τον καθρέφτη που είχε για κοιτάζει τον εαυτό του, εκείνα που του έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν τα παγάκια που είχε στη διάθεση του και η λάμπα στο δωμάτιο του που απλά πατώντας ένα κουμπί, άναβε και έσβηνε. Που να βρεις τέτοια μεγαλοπρεπή ευκολία στην ερημιά ενός ακατοίκητου νησιού που βρίσκεται στη μέση του πουθενά ή ενός πυκνού σκότους που βρίσκομαι μέσα του.

Μια λάμπα, λίγο φως, μια ελπίδα, τίποτα… Άνοιξα ξανά τα μάτια, προσπάθησα να δω τα δάχτυλα μου, τίποτα. Παρέμεινα ξαπλωμένος. Ο αργός παλμός σαν να με νανούριζε αλλά δεν ήθελα να κοιμηθώ, αισθανόμουν άβολα, προσπαθούσα ν’ ακούσω αλλά δε μπορούσα, προσπαθούσα να δω αλλά δε μπορούσα, προσπαθούσα να καταλάβω αλλά δε μπορούσα ούτε κι αυτό. Κάποτε είχα διαβάσει πως το πρώτο πράγμα που ακούς σ’ ένα έμβρυο είναι η καρδιά του, ποιός ξέρει πως χτυπά η καρδιά του εμβρύου, αργά, γρήγορα, δε ξέρω, δεν έχω ακούσει ποτέ. Αναρωτήθηκα αν είμαι έμβρυο, αν βρίσκομαι στη καρδιά ενός εμβρύου ή στη κοιλιά μιας φάλαινας αλλά τίποτα από αυτά τα δύο δε μπορεί να ισχύει. Αν κάτι από αυτά ίσχυε, το φως και οι ήχοι τριγύρω μου θα ήταν αλλιώτικα, όμως εδώ που είμαι, όπου κι αν είναι αυτό, κυριαρχεί το σκοτάδι, το απόλυτο, πυκνό κι απροσπέλαστο σκοτάδι. Παρέμεινα ξαπλωμένος, ο παλμός σταθερός. Παρέμεινα ξαπλωμένος ελπίζοντας πως κάτι θ’ αλλάξει ή πως θα δω ένα φως. Κάτι μέσα μου έλεγε πως πρέπει να παραμείνω ξαπλωμένος, σα ζώο που κρύβεται λίγο πριν την επίθεση ή μετά τη μάχη. Έκλεισα τα μάτια κι αποφάσισα να σκεφτώ κάτι.

Αναρωτήθηκα για πολλοστή φορά, αν υπάρχει μεγαλύτερος φλώρος στο σύμπαν από τον Λουκ Σκάιγουοκερ. Τον είχα συναντήσει μια φορά σ’ ένα όνειρο. Κυνηγιόμασταν μ’ εκείνα τα, σαν βάφλες, μίνι διαστημόπλοια. Δεν τον ξαναείδα ποτέ, ούτε και θυμάμαι τελικά τι απέγινε το ελέινο του τομάρι αλλά όπου κι αν είναι, πάω στοίχημα πως τρέχει πίσω από τη κουραδοαναθρεμένη αδελφή του Λέια που μ’ εκείνα τα τηγάνια στ’ αυτιά απορώ κι αν έχει ακούσει ποτέ τίποτα από όσα της λένε. Σε όλες τις φωτογραφίες είναι σαν να προσπαθεί ν’ ακούσει. Απ΄όλες τις ταινίες που είδα με ήρωες και χαρακτήρες από το παρελθόν ή το μέλλον το μόνο που με είχε χαλάσει είναι πως όλοι τελικά τις κοσμικές ή ταξικές διαφορές τους με τις μπουνιές τις λύνουν. Τι την θες τη σούπερ εγκεφαλική δύναμη κύριε Σαρουμάν αν στο τέλος τον πλακώνεις στα μπουνίδια τον Γκάνταλφ τον Γκρι; Τι την θέλεις τη μπέρτα και τη λάτεξ εμφάνιση με τα κόκκινα σωβρακάκια κύριε Σούπερμαν αν στο τέλος με τον Μπάτμαν πλακώνεστε στις κλωτσιές; Να βράσω εσάς και τα υπεμεγέθη ταλέντα σας με τις φανταστικες σας δυνάμεις. Όλοι μαζί, μια Μούμια δε κάνετε.

Η Μούμια ήταν μακράν ο αγαπημένος μου κακός ήρωας. Η Μούμια, ή ο Μούμιος πιο σωστά, που μετά από βάναυση κι απάνθρωπη φυλάκιση, μάγια, κατάρες, σαρκοφάγους, λουκέτα, φίδια και δηλητήρια χωρίς αντίδοτο, βρίσκει το δρόμο της ολικής επαναφοράς για να συναντήσει την αιώνια καψούρα, σαρώνοντας τον κάθε φλώρο με τα κόκκινα σώβρακα και τα jumbo φωτόσπαθα. Φυσικά, όπως όλοι οι καψούρηδες αυτού του κόσμου, ο Μούμιος ζει όλο κι όλο για ένα φιλί και στο τέλος μόνο αυτό καταφέρνει να πάρει, μέχρι η Φλωραρχία να τον εξοντώσει και να πάει εκεί που πάνε όλοι οι καψούρηδες, στο Πάνθεον. Εκεί λοιπόν ο Μούμιος κάθισε δίπλα δίπλα με τον παλιόφιλο του και Υπερκαψούρη Φόρεστ Γκαμπ ατενίζοντας τ’ απέραντα λιβάδια της Καψουρίας. Αυτές ήταν οι δύο αντίπαλες υπερδυνάμεις της μυξώδους αυτής μάζας που λεγόταν Κόσμος. Η Φλωραρχία που έφτιαχνε τους νόμους και ζούσε στις πολυκατοικίες και η Καψουρία που τους έσπαγε και ζούσε στα λειβάδια.

Ο Φόρεστ Γκαμπ ρώτησε τον Μούμιο, “τι έγινε; τι συνέβη;” κι ο Μούμιος με το ημιτελές σαγόνι του είπε, “τα γάμισα όλα”. “Άξιζε;” ρώτησε ο Φόρεστ κι ο Μούμιος χαμογελώντας και με ικανοποίηση είπε “εντελώς!”. Μετά απόλαυσαν το ηλιοβασίλεμα πίνοντας παγωμένες μπύρες και χαζεύοντας τον Φέρι Μπιούλερ να κάνει drifting με την Πόρσε του μπαμπά του. Ανοίγω τα μάτια, σκοτάδι, σκοτάδι ακόμα, υπερμεγέθες ή μικροσκοπικό δε ξέρω, δε μπορώ να διακρίνω τίποτα. Ανοίγω τα χέρια και τα πόδια σαν αστερίας, σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να δω άλλη μια φορά το “Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού” ή το “Τζο απέναντι στο ηφαίστειο” ή το “Πως να σκοτώσετε το σκύλο του γείτονα”. Αυτές τις ταινίες θα τις πάρω μαζί μου στον άλλο κόσμο, αυτές και μερικές ακόμα. Θα τις βάλω σ’ ένα στικάκι και θα το χώσω κάτω από τη γλώσσα μου κι όταν με τον Χάρων θα περνάμε τον Αχέροντα κι εκείνος πει “δώσε τον όβολο σου” εγώ θα του πω “θέλεις να δούμε μια ταινία;”. Ύστερα θα τον βάλω να δει το “Αρχάριοι” του Μάικ Μιλς ή το “Νεότητα” του Σορεντίνο κι ίσως αντί να πάμε στον Άδη, να καρφώσουμε μια εξωλέμβια στη βάρκα του και να κάνουμε μόστρες και στροφές μέχρι να φτάσουμε στην Αμμουδιά κι από εκεί να χαθούμε στο Ιόνιο Πέλαγος.

Ανοίγω τα μάτια, σκοτάδι ακόμα, σκοτάδι πυκνό σαν θανάσιμο πέπλο πάνω σε κάθε διάθεση ζωής, σκοτάδι ίδιο και γι’ αυτό αδιάφορο, τα ξανακλείνω, ξαναγίνομαι αστερίας. Οι σολομοί, ας σκεφτώ τους σολομούς. Δεν έχω τίποτα άλλο πιο ηλίθιο να σκεφτώ πως υπάρχει από τους σολομούς. Φυσικά αν παρακολουθήσει κανείς τα διάφορα ντοκιμαντέρ θα μάθει τους λόγους που κάνουν οι σολομοί ότι κάνουν, δε λέω. Η μητέρα φύση τους διατάσει για κάποιο λόγο αλλά ρε φίλε σολομέ, στα τόσα εκατομμύρια του πληθυσμού σας δε βρέθηκε ένας επαναστάτης να πει, “Όχι, δε πάμε πίσω. Πίσω, μας περιμένει μαρτυρικός θάνατος μετά από εξουθενωτικό ταξίδι, εδώ θα μείνουμε ν’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας, αράξτε και ψοφήστε”. Ενα σολομό Γκάντι δεν μπορούσατε να έχετε; Μίλια επί μιλίων ταξίδι κόντρα στο ρεύμα κι άντε να περάσεις εκείνο το εμπόδιο κι άντε το άλλο για να φτάσεις που; Σ’ ένα σημείο που στην έχουν στήσει αρκούδες που για το κέφι τους σε ξεσκίζουν πλατσουρίζοντας την ώρα που εσύ λαχταράς να αισθανθείς τη κορύφωση της ύπαρξης σου; Άραξε ρε φίλε σολομέ εκεί που είσαι και διέχυσε τ’ αυγά σου στη ροή του ρεύματος και ψόφα πλήρης ημερών και άρτιος, όχι κομμάτια στα δόντια μιας αρκούδας.

Πότε δε μπόρεσα να καταλάβω τους σολομούς, θα ήθελα να ξέρω που συναντιούνται για να πάρουν το δρόμο της επιστροφής και να κάτσω εκεί με μία ντουντούκα να φωνάζω, “καθίστε εδώ, μη πάτε πουθενά”. Σολομοί και πράσινα άλογα, άσε που δεν μου άρεσε ποτέ ο σολομός, τέλος πάντων. Ούτε τα άλογα μου άρεσαν, τα έβρισκα πάντα υπεροπτικά όντα που θέλουν να κάνουν μόστρα μ’ αυτό το αγέρωχο κι ατσούμπαλο τρέξιμο τους που σμπαράλιασε τη μέση τόσων Ινδιάνων. Δεν μ’ άρεσαν τα άλογα ποτέ. Μόνο οι γάιδαροι μού άρεσαν, τους ταπεινούς γαϊδαράκους τους αγαπούσα πολύ και πιο πολύ απ’ όλους αγαπούσα τον Πελεγκρίνο, τον γάϊδαρο του Πεπίτο Γκονζάλες, αδελφικό φίλο του Τζιμ Άνταμς ή αλλιώς Μικρού Καουμπόι. Γάιδαροι, σκύλοι και δελφίνια, αυτή ήταν η αγαπημένη τριάδα στο ζωικό βασίλειο. Το αγαπημένο μου φανταστικό ζώο, ένας μονόκερος γάιδαρος που μπορεί να πετάξει, είναι πιστός σαν σκύλος κι έξυπνος σαν δελφίνι. Δελφίνι, το αντίθετο της χελώνας.

Υπάρχει κάποιος λόγος που λένε πως οι έξυπνοι είναι γρήγοροι κι οι βλάκες αργοί, γιατί αν έβαζα δίπλα στο σολομό κάποιον συνδιεκδικητή στο βραβείο της βλακείας, θα έβαζα τις χελώνες. Πανάρχαιο ζώο λέει, πάνσοφο, μπούρδες. Η χελώνα πάνσοφη! Χα, ας γελάσω. Θυμάμαι μια φορά, μια φορά ακόμα δηλαδή, που σταμάτησα το αυτοκίνητο για να περάσω με τα χέρια μια χελώνα που ήταν στη μέση του δρόμου. Από τον καυτό ήλιο και το καυτό οδόστρωμα θα έπρεπε ήδη να είχε πάθει εγκεφαλικό. Δεξιά του δρόμου χιλιάδες στρέμματα πρασίνου και νερό και δέντρα και σκιές, αριστερά του δρόμου μια από τα ίδια, η χελώνα στη μέση, το λες εσύ έξυπνο αυτό; Στάθηκα από πάνω της και της είπα, “πας καλά; το ξέρεις πως είσαι χελώνα; Σε καθρέφτη έχεις κοιταχτεί ποτέ; είσαι χελώνα, χελόουυυ, ΧΕ-ΛΩ-ΝΑ! Πας με 0.1 χιλιόμετρο τη μέρα, κουβαλάς αυτό το αυθαίρετο κτίσμα όπου να’ ναι, σέρνεσαι κυριολεκτικά, έχει 40 βάθμους και βάλε, είσαι ανάμεσα στα χωράφια και πας να περάσεις το δρόμο; Τον δρόμο;;;; Τον μόνο δρόμο που υπάρχει ανάμεσα σε τόση φύση, αυτόν θες να περάσεις; Για να πας που ακριβώς; απέναντι; τι νομίζεις πως έχει απέναντι, Σκλαβενίτη;”.

Για να υποστηρίξω τα λεγόμενα μου τη σήκωσα να δει πως η απέναντι πλευρά στην οποία προσπαθούσε αγωνιωδώς να φτάσει, δεν είχε τίποτα διαφορετικό από την πλευρά από την οποία ξεκίνησε. Την άφησα κάτω και περίμενα να δω τι θα κάνει, τίποτα. Είχε χώσει το κεφάλι μέσα στο αυθαίρετο και περίμενε ντεμέκ να φύγω για να συνεχίσει την αυτοκτονική της πορεία. Ε, αναγκάστηκα και την πέρασα απέναντι. Χίλιες φορές να ήμουν μυρμήγκι παρά χελώνα.

Ξαφνικά άκουσα κάποιους ήχους, μια μακρινή ομιλία σαν ν’ ακούστηκε, κάποια βήματα, άνοιξα τα μάτια αλλά το σκοτάδι παραμένει, το ίδιο κι ο σταθερός παλμός. Βήματα, βήματα, βήματα, μια πόρτα που ανοίγει και κλείνει και πάλι βήματα, πιο κοντά τώρα. “Λοιπόν κ. Καθηγητά, δείτε και μόνος σας. Οι σφυγμοί του έχουν πέσει στους 25 εδώ και 4 ημέρες και παρατήρησα ανισοκορία. Με τέτοιο σφυγμό, νομίζω πως αν αυτός ο ασθενής δεν καταλήξει απο εγκεφαλικά αίτια, θα καταλήξει από καρδιακά. Επίσης ενώ τις προηγούμενες εβδομάδες είχαμε μυϊκά αντανακλαστικά ερεθίσματα σε πρόκληση πόνου και κίνηση των οφθαλμικών κορών σε έντονο φως, εδώ και 4 ημέρες δεν υπάρχει καμία απολύτως αντίδραση των οφθαλμών”. “Καμία απολύτως; είστε σίγουρη;” άκουσα μία αντρική φωνή να ρωτάει, “μάλιστα κ. Καθηγητά, όπως σας είπα δείτε και μόνος σας, ορίστε και ο φακός, ανοίξτε τον οφθαλμό και ελέγξτε”.

Μια χαραμάδα φωτός φάνηκε να διασπά το σκοτάδι κι ύστερα η χαραμάδα έγινε πιο μεγάλη και πιο μεγάλη μέχρι που σαν μην υπήρχε σκοταδι πια κι ύστερα έπεσε πάνω μου μια δέσμη έντονου, κατάλευκου φωτός. Δε μπορούσα να το αντικρίσω και το σώμα μου κουλουριάστηκε σαν μια αντίδραση επιβίωσης, νόμιζα πως το τόσο έντονο φως θα με σκοτώσει. Η δέσμη του κατάλευκου φωτός κουνιόταν πέρα δώθε σαν τους προβολείς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή στις φυλακές. “Καμία απολύτως αντίδραση, λυπηρό, έχετε δίκιο”, “πολύ φοβάμαι κ. Καθηγητά πως ο εγκεφαλικός θάνατος έχει ήδη επέλθει, ίσως πρέπει να κάνουμε τη διαδικασία της πιστοποίησης με τους υπόλοιπους εξειδικευμένους ιατρούς”. Ακολούθησε μια σιωπή και μετά από λίγο το λευκό φως έσβησε κι η ρωγμή στον ουρανό έκλεισε αργά αργά ξαναβυθίζοντας τα πάντα στο πυκνό, απροσπέλαστο, παγερό αυτή τη φορά σκοτάδι.

Παρέμεινα κουλουριασμένος, αισθάνθηκα να κρυώνω. Ώστε λοιπόν εδώ βρίσκομαι, μες το κεφάλι μου. Θα έπρεπε να το είχα καταλάβει, που αλλού να βρεθεί τόση μαυρίλα; Και λένε πως πεθαίνω ή πως έχω πεθάνει, πως το είπε η κα. προϊσταμένη, “εγκεφαλικός θάνατος”, μάλιστα. Αν αυτό είναι ο θάνατος, σκέφτηκα, τότε οι αδιάκοπες δυσκολίες κι αναποδιές της ζωής δε μπορεί να είναι τίποτα άλλο από την ευτυχία. Η ζωή, δε μπορεί να είναι τίποτα άλλο από την ευτυχία. Παρέμεινα κουλουριασμένος, αισθάνθηκα μόνος. Που είσαι; Που είμαι; Πως φτάσαμε εδώ; Ακούω τη φωνή σου, πάντα ακούω τη φωνή σου, βλέπω τα μάτια σου, πάντα βλέπω τα μάτια σου.

Θυμήθηκα τις κολοτούμπες μας στις αμμοθίνες στη Λήμνο, τα φιλιά σου στη Αλόνησσο, τα μάτια σου κάτω από τον καυτό ήλιο της Μάνης. Θυμήθηκα τις παραλίες στη Νάξο και τα τραγούδια που σκάρωνες κάθε φορά που ήσουν χαρούμενη, τραγούδια χωρίς νόημα μόνο με ρίμα, τραγούδια αστεία σαν εσένα. Θυμήθηκα τον αστερία που τον είχες βάλει πάνω στο κεφάλι σου και σ’ έβγαλα φωτογραφία και γελούσαμε. “Κύριε Καθηγητά, δείτε, ένα δάκρυ στο μάτι του ασθενούς”. “Δεν είναι τίποτα αυτό κ. Προϊσταμένη, μια αντίδραση του κερατοειδούς υμένα στο έντονο φως, τίποτα παραπάνω, ας προχωρήσουμε”.

Βήματα, βήματα, βήματα, μια πόρτα ανοίγει και κλείνει, σιωπή. Σκοτάδι και σιωπή. Πυκνό σκοτάδι κι απόλυτη σιωπή, ίσως έτσι θα έπρεπε να είναι όλα σαν τελειώσουν ή πριν αρχίσουν. Πυκνό σκοτάδι κι απόλυτη σιωπή, γιατί τ’ απομεινάρια της μεγάλης έκρηξης κατακάθισαν ή γιατί η μεγάλη έκρηξη δεν έχει ακόμα γίνει.

Γιάννης Κακούρης