Τεμάχιο 69.

Τ

Εχθές πήγαμε με την Αν σ’ ένα μέρος απαίσιο κι άσχημο συνάμα. Είναι δύσκολο να βρεις μέρη που συνδυάζουν ασχήμια και μιζέρια και φρικαθλιότητα. Ε, εχθές πήγαμε σ’ ένα τέτοιο μέρος. Στο τεμάχιο 69 του νεκροταφείου της Σόφιας βρήκαν πως έχει θαφτεί η μαμά του νεκρού, κι η Αν κανόνισε να συμμαζέψουν τον τάφο, επειδή είχε πέσει η πλάκα και η φωτογραφία της είχε γίνει θρύψαλα. Κανόνισε και χάραξε πάνω στην πέτρα το όνομα του νεκρού και τα σχετικά, κι εχθές πήγαμε να δούμε τι κάνανε και πώς το κάνανε, γιατί τη Δευτέρα είναι σαράντα μέρες που έχει αναχωρήσει. Και γαμώ τις μπίζνες ο θάνατος! Της τα πήρανε από χίλιες πλευρές· τόσα η χάραξη, τόσα η φωτό, τόσα το καθάρισμα. Της είπα «τζάμπα λεφτά πετάς» κι εκείνη είπε «αν βλέπει ο νεκρός, θα ευχαριστηθεί» κι εγώ είπα «αν βλέπει θα σου πει πήγαινε να τα φας πίτσες».

Μετά αισθάνθηκα λίγο απαίσια που το είπα, αλλά δεν ξαφνιάστηκα, γιατί είναι πολλές φορές που λέω κάτι τέτοια χοντροκομμένα, και μετά αισθάνομαι απαίσια, και μετά το ξεχνάω. Καθώς περπατούσαμε από το πάρκινγκ μέχρι το τεμάχιο 69, περάσαμε ποιος ξέρει ανάμεσα από πόσους τάφους· οι περισσότεροι ήταν σε άθλια κατάσταση, παρατημένοι, βρώμικοι, με αγριόχορτα παντού και σκουπίδια. Σπασμένα παγκάκια και πεσμένοι σταυροί και πού και πού έβλεπες κανέναν νεκρό νοικοκύρη, που είχε και τα λουλούδια του και τα έτσι και τα αλλιώς του. Κάτι σαν τις μεγάλες εργατικές πολυκατοικίες το νεκροταφείο σκέφτηκα, το σπίτι του καθενός κάτι λέει γι’ αυτόν. Τους σιχαίνομαι τους νεκρούς κι όλο το νεκρομάνι τους και τις φωτογραφίες και τις πλάκες τις σκαλιστές και τα λουλούδια που στην αρχή είναι φρέσκα και μετά γίνονται αλήθεια, δηλαδή σκληρά αγριόχορτα. Είπα στην Αν πως εδώ είναι φρικτά και άσχημα ταυτόχρονα, συμφώνησε. Τόσες ζωές στοιβαγμένες στο χώμα κι ο ένας δίπλα στον άλλο· χάλια μαύρα το να πεθαίνεις και να σε στριμώχνουν εκεί. Τέσπα, δεν είναι δουλειά μου, σκέφτηκα.

Τη Δευτέρα θα βάλουν τις στάχτες του στο χώμα, εκεί που θάφτηκε πριν πολλά χρόνια η μάνα του, τη μάνα που τη βρήκε να κρέμεται από ένα σχοινί και την έπιασε στην αγκαλιά του για να την κατεβάσει. Τώρα ήρθε η δική της σειρά να τον αγκαλιάσει. Μετά πήγαμε σ’ ένα γιατρό, γιατί έχω βγάλει ένα μπιμπίκι στο λαιμό, κι επειδή η μητέρα έχει θέμα στο δέρμα κι έχουμε τον ίδιο τύπο, όλο και κάτι υποψιάζομαι ότι θα μου ’ρθουν και μένα τα νέα. Η Αν με ρώτησε αν θα πάω έτσι στον γιατρό ή θα πάω ν’ αλλάξω και τη ρώτησα τι έχω· «έχει πολλούς λεκέδες η φόρμα σου», είπε κι εγώ της είπα «δεν έχω ειδικά ρούχα για γιατρούς, αυτά είναι τα ρούχα της δουλειάς, μ’ αυτά θα πάω».

Μετά ρώτησα τον γιατρό κάπως άγαρμπα αν πεθαίνω να μου το πει εγκαίρως να γράψω καμιά επιθυμία κι εκείνος είπε όχι· σηκώθηκα κι έφυγα άρον άρον κι η Αζ κάπως την άκουσε, γιατί είναι, λέει, καθηγητής. Ο καθηγητής δεν έδωσε μία στο νοσοκομείο και, ενώ ζήτησε δέκα ευρώ και η Αζ του έδωσε πενήντα, τα έβαλε στο τσεπάκι χωρίς δεύτερη κουβέντα. Της είχα δώσει εγώ πενήντα ευρώ, όσα είχα όλα κι όλα δηλαδή. Την άφησα στο γραφείο και ήρθα σπίτι.

Το απόγευμα καθαρίσαμε τον κήπο με τη μικρή. Είχε γεμίσει φύλλα του φθινοπώρου κι αχλάδια που πέφτουν από δυο δέντρα που έχουμε. Έδειχνε να το απολαμβάνει· μετά έπιασε το λάστιχο να πλύνει την αυλή και στο τέλος ήθελε να με καταβρέξει κιόλας. Το βράδυ κάτσαμε πάλι οι τρεις μας και φάγαμε. Είναι κάπως όμορφο να είμαστε έτσι κοντά, σκεφτόμουν συνεχώς, είναι κάπως αλλιώς. Κάνει το πού να μη μετράει τόσο, όσο μετράει το πώς.

(απόσπασμα)

Γιάννης Κακούρης