Πολύ τίποτα.

Π

Εχθές πήγα βόλτα με τα πόδια τη Φρίντα στο πάρκο· είχα καιρό να το κάνω αυτό. Τον τελευταίο μήνα και βάλε έγραψα πολλά χιλιόμετρα και είναι τώρα μέρες που είμαι σπίτι, γιατί αισθάνομαι άρρωστος. Σήμερα, πρώτη μέρα που είμαι καλύτερα, ίσως ήθελα ύπνο και ξεκούραση. Οδηγάω τόσο πολύ που καμιά φορά άλλοι τ’ ακούνε και φρικάρουν, αλλά για μένα δεν είναι τίποτα να φύγω το πρωί από Θεσσαλονίκη, να πάω για δουλειές στην Αθήνα και το βράδυ να γυρίσω. Το ίδιο και με το Σόφια-Θεσσαλονίκη, αν και εκεί έχει τα σύνορα που δεν ξέρεις τι θα σου κάτσει από κίνηση κι από ελέγχους, και μια και χρωστάω του κράτους, είμαι επισφαλής. Αλλά ζω καιρό έτσι· όχι ότι το συνήθισα, αλλά δε μπορώ και να το αλλάξω, αν και το προσπαθώ, αλήθεια είναι.

Εχθές στο πάρκο σκεφτόμουν αν αυτές οι σελίδες θα είναι μια έξοδος προς κάπου λυτρωτικά ή μια καταπακτή. Το κουτί με τα δώρα ή το κουτί της Πανδώρας. Θέλω να πω, νταξ, δεν έχω σκοτώσει κάποιον και όλα μου τα μέλη τα έχω άρτια κι ακόμα δεν έχω αρχίσει να χάνω τους πολύ κοντινούς μου, οπότε τα χειρότερα είναι μπροστά μου, αλλά το μέσα μου είναι μέσα μου. Οπότε η Πανδώρα όπως και τα δώρα είναι μέσα μου κι αυτά. Ο θεός κι ο διάβολος μαζί· πάντα έτσι ήταν. Το φαίνεσθαι με το είναι, το καλό με το κακό. Σκεφτόμουν έτσι, γιατί όσο σερφάρω εδώ μέσα, βλέπω πιο καθαρά· κάθε φορά που διαβάζω τις σκέψεις και τις αναμνήσεις μου, βλέπω πιο καθαρά εμένα. Και μετά έρχεται μπροστά το μέλλον και συγκρούεται με το παρόν, που κουβαλάει τη δύναμη του παρελθόντος. Στο «Τρέξε Λόλα, τρέξε» έλεγε «κάθε λεπτό είναι μια ευκαιρία ν’ αλλάξεις τη ζωή σου». Κι εγώ έτσι αισθάνομαι, πως θέλω ν’ αλλάξω τη ζωή μου και πως, αν δεν είχα την Αν και την κοινή μας ζωή εδώ, που μου δίνει ένα άλλο νόημα και μια άλλη καθημερινότητα και ζεστασιά, θα ήθελα να ήμουν κάπου και να γράφω, να γράφω, να γράφω… Και μετά να ζωγραφίζω και μετά να κάνω πλακάκια και φωτιστικά. Και μετά κάτι άλλο, κι αργότερα ή νωρίτερα τον μπαξέ μου και καμιά δουλειά και μετά να κοιμόμουν. Και την άλλη μέρα να κάνω αυτό που η καρδιά θα προστάξει, η καθαρή καρδιά, η ελαφριά, όχι η γεμάτη απατηλές επιθυμίες, φαιδρούς πόθους και μικροαστικές συνήθειες. Αισθάνομαι έτσι από καιρό, αλλά όσο κολυμπάω εδώ μέσα αυτό βγαίνει πιο έντονο, ο πάγος γίνεται πιο λεπτός κι εγώ αναρωτιέμαι αν μια μέρα θα πω στην Αν, αντίο, λυπάμαι. Και θα πάω για ένα μέρος που δεν θα υπάρχει τίποτα άλλο εξόν ενός καθαρού εγώ.

Γιατί εδώ μέσα, κι έτσι όπως ζω και δουλεύω στην πιάτσα, καθαρότητα δεν υπάρχει ούτε και θα υπάρξει ποτέ. Η καθαρότητα ξεκινάει από το πρωί και τελειώνει το βράδυ και είναι γεμάτη καθαρές πράξεις, λόγια, τρόφιμα, σκέψεις. Κι εγώ δεν αισθάνομαι έτσι. Ναι, δεν σκότωσα κανέναν, αλλά σκοτώνω, κάθε μέρα, εδώ και χρόνια, ένα κομμάτι του εαυτού μου που ίσως τελικά θα έπρεπε να επικρατήσει όλων των άλλων. Κι όσο αυτό γίνεται όλο και πιο διακριτό, τόσο η ανάγκη να ρίξω τέλος με κάθε κόστος γίνεται όλο και πιο αισθητή. Θα ’θελα να ήμουν κωμικός του δρόμου, μ’ αρέσει ο δρόμος πολύ, και να έγραφα πιο συστηματικά, γιατί πάντα έγραφα, αλλά μισαδάκια. Μόλις τελειώσει αυτός ο κύκλος στη μέρα που ξεκίνησε, του χρόνου τον Οκτώβρη, σκέφτομαι ν’ αρχίσω να γράφω ένα βιβλίο. Θέλω να πω, καλό το να έχεις, αλλά πιο καλό το να είσαι. Κάποτε προσπάθησα να ορίσω την ευτυχία και έφτασα στον συλλογισμό πως «ευτυχία είναι να μην ξέρω τι θα κάνω αύριο και να μη με νοιάζει». Με κάλυψε αρχικά αυτό το συμπέρασμα, μέχρι που σκέφτηκα πως και κάποιος που έχει σαλτάρει κάπως έτσι θα λειτουργεί. Θέλω να πω, ο τρελός μάλλον δε θα ξέρει τι θα κάνει αύριο. Όλα κρίνονται πάνω στο τι θέλεις. Όσο περισσότερα θέλεις, τόσο λιγότερο είσαι.

Η απλότης είναι πολύπλοκη υπόθεση, νομίζω. Κάπως έτσι πρέπει να νόμιζε κι ένας αποχωρήσας που ποτέ μου δεν συνάντησα – και πώς θα μπορούσα, άλλωστε, να τον είχα συναντήσει – ο οποίος στην πλάκα του αποχωρισμού έγραψε «I am an old man and have known great many troubles but most of them never happened». Θέλω να πω, ζαλιζόμαστε για το τίποτα πολλές φορές, ενώ το τίποτα μπορεί να είναι και παράδεισος. Αλλά από όλα όσα είδα και διάβασα ρητά και αποφθέγματα και δεν ξέρω γω τι, δύο είναι που μου μείνανε· το ένα έλεγε για κάποιον που «ήξερε όλο και περισσότερα για όλο και λιγότερα, μέχρι που έφτασε να ξέρει τα πάντα για το τίποτα». Αυτό το «τα πάντα για το τίποτα» μου τίναξε το μυαλό. Αλλά εξόν απ’ αυτές τις σοφίες και τα όμορφα, το καλυτερότερό μου το είχα διαβάσει μια μέρα που πήγαινα σχολείο.

Σχολείο πήγαινα με τα πόδια μέσα από μια διαδρομή που σηκωνόντουσαν τα κτίρια το ένα πίσω απ’ το άλλο, εποχή Βωβός νομίζω. Τα όσα χωράφια είχαν μείνει γινόντουσαν πάρκινγκ και κυρίες σικ αγκομαχούσαν φορώντας γόβες. Η περιοχή γινόταν κέντρο επιχειρήσεων μεγάλων και τρανών, ξεφύτρωναν χάι εστιατόρια και γυμναστήρια και δεν ξέρω γω τι σε κάθε γωνία. Για να φτάσεις εκεί που γινόντουσαν όλα αυτά, έπρεπε να στρίψεις σ’ ένα στενάκι πούστικο που είχε μια κολώνα της ΔΕΗ ακριβώς στη γωνία. Και σ’ εκείνη τη ρημαδοκολώνα είχαν βάλει όλοι από μία ταμπέλα. Από εδώ αυτή εταιρεία, από εκεί η άλλη εταιρεία, πιο πάνω η ΔΟΥ, πιο πάνω ο τάδε, ο μπήξε, ο δείξε. Οπότε η κολώνα είχε τιγκάρει με ταμπέλες που πήγαιναν όλο και πιο πάνω, φίσκαρε. Αλλά πάνω πάνω απ’ όλους, ποιος ξέρει πώς κατάφερε να φτάσει εκεί πάνω, είχε καρφώσει ένας τύπος μια ταμπέλα φτιαγμένη από λαμαρίνα και κομμένη με ψαλίδι, στραβοκομμένη και καταταλαίπωρη, ίσα ίσα κρεμόταν. Ήταν ρημάδι η ταμπέλα μα πιο ρημάδι ήταν ο τρόπος που είχει γραφτεί το μήνυμα πάνω της. Τα γράμματα στραβά, άνισα, γραμμένα μ’ ένα πινέλο που έσταζε, στριμωγμένα άκομψα σ’ αυτό το κομμάτι της λαμαρίνας που ήταν πάνω πάνω απ΄όλα μεγαθήρια. Το μήνυμα ήταν, «ΠΑΤΕΝΤΑ ΠΤΩΧΕΥΕΙ ΕΦΟΠΛΙΣΤΕΣ».

Νταξ, ακόμα γελάω κάθε φορά που το θυμάμαι. Πρέπει να ξέρεις πολύ τίποτα για να το σκεφτείς αυτό.

Γιάννης Κακούρης