Ο Θείος.

Ο

Χάρη στον Θείο έζησα πολύ όμορφες στιγμές και ταξίδεψα σε ωραία μέρη. Με πήγε για κάμπινγκ στη Μονή όταν ήμουνα σχεδόν δέκα χρονών, είχε ακόμα πόνυ και τα έβλεπες να τριγυρνάνε και μετά περιοδείες με τα φουσκωτά, καλοκαίρια στην Ελούντα τη δεκαετία του ’80, που ήταν ακόμα ψαροχώρι. Είχε κάνει δουλειές εκεί ο Θείος κι είχε τον παππού και την γιαγιά να δουλεύουν κι εγώ πήγαινα από Μάιο μέχρι Σεπτέμβριο κι έκανα ότι ήθελα. Κάποια δόση έκανα και τον ξεναγό με τις βάρκες που πήγαιναν στη Σπιναλόγκα. Με είχαν μάθει οι βαρκάρηδες και με έπαιρναν μαζί τους στις εκδρομές που έκαναν τους τουρίστες.  Πόσο περίεργα μου φαινόντουσαν τα έρημα κτίρια των λεπρών, που ακόμα είχαν μέσα τους ανθρώπινα οστά και κρανία! Τα είδα αυτά και πόσα άλλα μαζί με τον Θείο, και ψαρέματα και βάρκες και περιπέτειες πολλές.

Χάρη σε μια γκο του Θείου, που ήτανε και η μόνη που άκουσα στη ζωή μου να κράζει τον πατέρα ότι μ’ ευνουχίζει – αλλά εγώ δεν ήξερα τότε τι θα πει ευνουχίζει κι έτσι δεν έδωσα σημασία – χάρη σ’ αυτήν μυήθηκα στους Pink Floyd και στον Tom Waits, στον Λοΐζο και στον Καρυωτάκη, που ακόμα με συντροφεύει όπου κι αν είμαι. Χάρη στον Θείο πήγαμε σε πόσα θέατρα και μάθαμε για την τέχνη, γιατί ο Θείος, αν μη τι άλλο, είναι θεατρίνος· θα πεθάνει ταπί στο σανίδι, αυτό δεν το πούλησε ποτέ. Όλα τ’ άλλα μπορεί αλλά το σανίδι όχι.

Μας πήγε σε μέρη που ο πατέρας δεν μπορούσε γιατί δούλευε, ίσως κι επειδή δεν ήξερε όσα ήξερε ο Θείος. Θέλω να πω, ο Θείος ήταν πιο κοκέτης και μπον βιβέρ, κι αργότερα στη ζωή του έκανε μαγαζιά περιωπής με λάιβ μουσική και κουζίνα χάι· ήταν πρωτοπόρος στην εποχή του. Εκεί κάναμε γλέντια και βράδια ατελείωτα με τραγούδια και μαράκες και ντέφια και κλακέτες που μοίραζε στον κόσμο και συμμετείχαμε όλοι.

Μια φορά, μας πήγε με την αδελφή μου σ’ ένα φεστιβάλ τραγουδιού στην Κέρκυρα· πρέπει να ήταν το 1980. Μαέστρος ήταν ο Χατζιδάκις και τα σκηνικά τα είχε κάνει ο Τσαρούχης, και εμείς καθόμασταν και τους χαζεύαμε, πού να ξέραμε ποιοί είναι στ’ αλήθεια αυτοί που κοιτούσαμε να πηγαινοέρχονται εδώ κι εκεί φουριόζοι και δοσμένοι. Ειδικά εκείνος ο Τσαρούχης, ντυμένος μέσα στα λευκά και με τα λευκά μαλλιά και τα μούσια, μας είχε κάνει τόσο εντύπωση! Δεν ξέραμε ποιος ήταν ούτε τι δουλειά έκανε, κι έτσι όπως τον κόψαμε μ’ αυτό το στυλ που κυκλοφορούσε, καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως ήταν ο παγωτατζής.

(απόσπασμα)

Γιάννης Κακούρης