Το πρωί της Κυριακής μου αρέσει να λιβανίζω. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του chateau δε γνωρίζουν απο λιβάνι και εκκλησία και κάπως επειδικτικά κρατάνε τη μύτη τους όταν περνούν μπροστά από τη πόρτα μου, πιφ, πιφ μα τι είναι αυτό; Τα κάρβουνα και τα θυμιάματα τα παίρνω από ένα κατάστημα στη Μητροπόλεως. Eίναι Ά τάξης και μυρίζουν ώρες μπόλικες ενώ η μυρωδιά φτάνει ψηλά, μέχρι τον τελευταίο όροφο. Αν η μυρωδιά δε φτάσει από μόνη της μέχρι επάνω, την σπρώχνω με τον ανεμιστήρα. Είναι σημαντικό να κάνεις τη παρουσία σου αισθητή.
Η μυρωδιά του θυμιάματος αρέσει πολύ στους αγγέλους που συστηματικά με φυλάνε. Ψώνισα κάποτε καρβουνάκια και θυμιάματα και απο τα jumbo αλλά ήταν τζούφια και δεν ξαναπήρα. Μέσα στη κουζίνα μου έχω μια μπουκαμβίλια. Εξόν του ότι η μπουκαμβίλια εξ ορισμού δεν είναι φυτό κουζίνας, δεν είναι και για το κλίμα αυτής της πόλεως. Παρά ταύτα η μπουκαμβίλια, όπως και εγώ, αντέξαμε μέχρι σήμερα και η ξεχωριστή μας φύση επιβίωσε και συνεχίζει να επιβιώνει ακόμα μια φορά σε αντίξοες συνθήκες. Αν οι συνθήκες οι οποίες ζω ήταν σε μία ενιαία γραμμή με τις συνθήκες που θα υποστηρίζαν και ενίσχυαν την ανάπτυξη μου θα ήμουν μια μπουκαμβίλια που θα είχε ντύσει το empire state building, αλλά δεν είναι
Έτσι λοιπόν η μπουκαμβίλια μου κι εγώ παραμένουμε συμπαθείς λιμοκοντόροι ενώ υπό άλλες συνθήκες θα ήμεθα μεγαλοπρεπείς βαρόνοι. Η μπουκαμβίλια ζει κάπως καχεκτικά, κι εγώ το ίδιο. Παρά το κρύο κλίμα και την ελλιπή ηλιοφάνεια επιμένει να πετάει ανθούς και κλωναράκια, συνεχίζει ν’ αναπτύσσεται αργά και δύσκολα, κι εγώ το ίδιο. Είναι σε περίοπτη θέση και μπορεί να κοιτάζει τους περαστικούς όπως τους αξίζει, υπεροπτικά. Δεν έχω δει και δε νομίζω πως υπάρχει άλλη μπουκαμβίλια στη Σόφια.
Είναι σημαντικό πράμα να κουβαλάς μέσα σου τον καιρό.
«μΥδράλιο, ρώσικη σάλατα». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.