Ρόκετ.

Ρ

Ο καιρός, αντίθετα από τη διάθεση μου, φαίνεται να βελτιώνεται συνεχώς. Υπάρχει ένα σύννεφο πάνω από το κεφάλι μου, κάτι που συνεχώς αιωρείται κι απειλεί να με πλακώσει. Το μόνο πράγμα που με πλακώνει συνήθως είναι το στρώμα. Ο φίλος μου ο Θόδωρος έχει πάρει κατι χιλιάδες κύπελλα στο κουνγκ φου, το μόνο κύπελλο που έχω κρατήσει είναι αυτό της ΕΒΓΑ. Το Ρόκετ ήταν το αγαπημένο μου παγωτό, ειδικά το σιρόπι στο τέλος του κυπέλλου ήταν ένας λόγος να αισθανθώ πως κάτι έχω κερδίσει.

Ο φίλος μου ο Θόδωρος έχει κερδίσει και πολλά μετάλλια, μετάλλιο δε κέρδισα ούτε και βρήκα ποτέ παγωτό σε στυλ μεταλλίου να πάρω κανένα. Θυμήθηκα τώρα τη κυρία που πήγε στου Κοκώνη να πάρει μια ελληνική σημαία και ζήτησε μια Ελληνική σημαία σε κίτρινο κι ο πωλητής της είπε, κυρία μου δεν έχουμε Ελληνική σημαία σε κίτρινο. Δεν έχετε; ρώτησε εκείνη, και τι έχετε; Έχουμε σε λευκό και γαλάζιο, είπε ο πωλητής κι εκείνη αφού σκέφτηκε λίγο είπε, καλά τότε δώστε μου μία σε γαλάζιο. Γιατί το θυμήθηκα τώρα αυτό; Γιατί σκεφτόμουν πως έχω πάρει ένα κύπελλο Ρόκετ της ΕΒΓΑ και το έχω φορέσει σα μετάλλιο στο λαιμό μου. Στο, κύριο Α απονέμεται μετάλλιο ταχύτητος γιατί έτρεξε γρήγορα, στον κύριο Β μετάλλιο ευρεσιτεχνίας γιατί ανακάλυψε το κενό, στον κύριο Γ μετάλλιο λογοτεχνίας γιατί έγραψε το “άδειοι τοίχοι” και στον κύριο Κακούρη μετάλλιο Ρόκετ γιατί έφαγε πολλά.

Το μυαλό μου είναι ένα συνοθύλευμα ασυνάρτητων σκέψεων, ένας κουλοχέρης που πρέπει να περιστραφεί χιλιάδες φορές για να φέρει μια φορά στο τόσο τζακ ποτ. Εχθές πρέπει να περπάτησα και δυο ώρες, όταν έχω κάτι να σκεφτώ έτσι κάνω, βγαίνω έξω και περπατάω, νταξ δεν είμαι στη Σαχάρα, όπου κι αν βρεθώ ξέρω πως να γυρίσω πίσω αλλά κι αν δε γυρίσω δε πειράζει. Αντί να επιστρέψω στο γνώριμο σίγουρο θα φτάσω στο άγνωστο ίσως κι εκεί ίσως να με περιμένει ένα παγωτό ρόκετ σε μέγεθος τζακούζι, ποιός ξέρει;

Μπορεί να περπατάγα εχθές πόση ώρα δε ξέρω, αλλά το βράδυ στα καλά καθούμενα η Λάρα έπαθε κράμπα. Μάλλον δεν είχε ξαναπάθει κράμπα και μαζί με τη κράμπα έπαθε και σοκ. Κρατούσε το μπροστινό πόδι της τεντωμένο μη καταλαβαίνοντας τι της έχει συμβεί και κάθε φορά που πήγαινα να την ακουμπήσω έκανε κάτι ήχους σπαρακτικούς σαν τον Καραγκούνη. Η Αζ σε κατάσταση αλλόφρονη νόμιζε πως το σκυλί το τσίμπησε μια μαγική μύγα τσετσε και θα πεθάνει όπου να’ναι και μες τη νύχτα έψαχνε γιατρούς. Από τα συμφραζόμενα κατάλαβα πως αν είσαι σκύλος και σου κάτσει μεταμεσονυκτιο συμβάν, την έβαψες.

Τεσπά, μ’ εκείνα και με τα άλλα, κι αφού κατάφερα να πείσω τη Λάρα ότι δεν θα σπάσει το πόδι της σε χίλια κομμάτια αν απλά το ακουμπήσω, το κούνησα λίγο πάνω, λίγο κάτω, το λύγισα και μετά κατάλαβα ποιά ήταν ενδεδειγμένη θεραπεία. Μην ψάχνεις γιατρό είπα στην Αζ, καλά είναι. Μα πως είναι καλά; Κοίτα το πόδι της πως είναι τεντωμένο, πάει το σκυλί θα πεθάνει. Περίμενε και θα δεις. Πήγα στη κουζίνα και πήρα μέσα από το σακουλάκι με τα όνειρα τον αγαπημένο της μεζέ. Στο πρώτο “Λάρα έλα μεζέ” η Λάρα κούτσαβλη σηκώθηκε σφαίρα κι ήρθε ελαφροπατώντας. Μόλις μασούλησε πάτησε μια χαρά, μέχρι εκεί ήταν η καταστροφή, μέχρι να μασουλήσει.

Είναι δεδομένη η ζωή μας άραγε; Είναι κάτι γραμμένο ή όλα τα γράφουμε εμείς; Τα όνειρα ζούνε μόνο σα διαρκή υπόσχεση ή κάποτε εκπληρώνονται; Το μυαλό μου είναι ένας σφαδάζων Καραγκούνης, τυλιγμένος με κίτρινες ελληνικές σημαίες μέσα σ’ένα κύκλο γεμάτο Ρόκετ. Τι πεθαίνει τελευταίο; Το όνειρο, η ελπίδα ή εγώ;

Γιάννης Κακούρης