Αν μπορούσε κανείς να γυρίσει το χρόνο πίσω, τι άραγε θα άλλαζε; Τι θα έκανε αλλιώς ή τι θα έκανε για πρώτη φορά; Αν σκεφτώ τον εαυτό μου θα έκανα πολλά πράγματα αλλιώς. Αν σκεφτώ όμως τον Γιάννη Βόγλη, ως βοσκό, σίγουρα θα του μάθαινα αγγλικά. Επίσης θα του έκανα δώρο μια κρέμα προσώπου. Το πρόσωπο της 20χρονης Άναμπελ, αναθρέμενης στη νικήτρια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Βρετανία, είναι πρόσωπο νέας γυναίκας 20 ετών αλλά μοιάζει με πρόσωπο κοριτσιού που είναι 12. Ο βοσκός από την άλλη μπορεί να είναι 31 αλλά μοιάζει κάπως βαριά 31, προς το 45 θα έλεγα.
Η διαφορά στην επιδερμίδα και στην αθωότητα είναι απόρροια της ζωής. Η φοιτητριούλα Άναμπελ με τους Beatles και τα κοντά φορεματάκια, απέναντι στον μοναχικό βοσκό με την κατάμαυρη ομπρέλα στον ήλιο και τον Καζαντζίδη. Απορίας άξιον είναι ότι ποτέ στη ζωή μου δεν έχω δει βοσκό με ομπρέλα και δη μαύρη, σαν το Χάρο. Η Άναμπελ, η οποία πως έφτασε εκεί κανείς δε ξέρει, περιφέρεται στα σκληρά βοσκοτόπια εντελώς μόνη, μ’ ένα φόρεμα πταίσμα για το οποίο δικαίως ο βοσκός αναρωτήθηκε, “στο πλύσιμο μπήκε;”.
Η χορτασμένη Άναμπελ έχει και τσιγάρα να κεράσει τον βοσκό, αν και νομίζω πως σε καμία σκηνή της υπόλοιπης ταινίας δε καπνίζει αριμανίως, σαν τον πατέρα μου. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως η φαινομενικά αθώα τουρίστρια είχε στο μυαλό της κάποιας μορφής δωροδοκία μήπως και αρπάξει κανένα αμφορέα έναντι πινακίου φακής από την αρχαιοτάτων χρόνων πλουσιότατη Άνδρο, τοποθεσία όπου και γυρίστηκε αυτή η κατά πολλούς “αριστουργηματική” ταινία το σωτήριο έτος 1968.
Το ίδιο έτος στην υπο δικτατορία Ελλάδα είχαμε τη χαρά ν’ απολαύσουμε τα αριστουργήματα “Γοργόνες & Μάγκες”, “Ένας ιππότης για τη Βασούλα”, “Καπετάν Φάντης Μπαστούνι”, “Ξύπνα καημένε Περικλή”, “Οικογένεια Χωραφά” κ.α. ενώ σε ΗΠΑ και Βρετανία κυκλοφόρησαν οι ταινίες, “2001 Οδύσσεια του Διαστήματος”, “Το μωρό της Ρόζμαρυ”, “Ο πλανήτης των πιθήκων”, “Το πάρτυ”, το αριστουργηματικό “Υπόθεση Τόμας Κράουν” κ.α. Είναι αυταπόδεικτο λοιπόν πως όχι μόνο στην αρχαία αλλά και στη νεότερη ιστορία, η μικρή αυτή χώρα ήταν, πολιτιστικά, έτη φωτός μπροστά.
Η καλοζωισμένη Άναμπελ με την επιδερμίδα βελούδο, έφτασε στην Αθήνα με αεροπλάνο, έχει φωτογραφική μηχανή, σινιέ φορεματάκια, τσιγάρα και περιφέρεται αμέριμνη στο παρθένο Ελληνικό νησί, απέναντι στον απένταρο βοσκό που η επιδερμίδα του θυμίζει ορυχείο, η καταπιεσμένη λίμπιντο τον έστειλε στα κάγκελα της φυλακής, ως εξ ορισμού ένοχο, στις τσέπες του έχει μόνο μύγδαλα κι όταν χρειάστηκε να πάει στην Αθήνα, μάλλον πήγε κολυμπώντας. Οι διαφορές είναι εμφανείς και απόλυτα ρεαλιστικές.
Ο βοσκός, ως βοσκός, είναι κατά πάσα πιθανότητα κακοτράχαλος, η ζωή και η δουλειά τον έκαναν έτσι. Δεν πήγε όμως με το κοπάδι του να βοσκήσει τα πρόβατα στο Hyde Park, στην Άνδρο ήτανε, στον τόπο του. Το πιο πιθανό είναι πως η μόνη γάμπα που είχε δει στη ζωή του ήταν αυτή της Στεφανίας, της αγαπημένης του προβατίνας. Που πας δεσποινίς Άναμπελ μες τα βοσκοτόπια στον ξένο τόπο; Αλλά εδώ που τα λέμε, φταίει κι ο βοσκός, αρχής εξ αρχής την άρπαξε βίαια, όπως ο πράκτωρ 007 άρπαξε τη Πούσι Γκαλόρ στον αχυρώνα. Η Άναμπελ έκλασε μέντες κι ο βοσκός τα έκανε τρεις χειρότερα όταν κατέληξε να την καταδιώκει στην εθνική οδό Μπατσί – Γαύριο με το αμπέχωνο σαν άλλος Κλιντ Ιστγουντ και την ομπρέλα της Μέρυ Πόππινς, να θέλει εκβιαστικά να δωσει στην Άναμπελ μύδγαλα. Άσε μας κ. βοσκέ, πήραμε breakfast στο ξενοδοχείο, έχουμε λεφτά.
Ο βοσκός θολωμένος από το κοντό φουστανάκι και τα άγουρα χείλια της φοιτητριούλας Άναμπελ πούλησε κοψοχρονιά όλο το κοπάδι και τα βοσκοτόπια κι όταν οι πολιτσμάνοι τον αμόλησαν, έτρεξε να βρει την Άναμπελ και κατάφερε – ο μπαγάσας – να περάσει μια βραδιά μαζί της. Το πρωί στο breakfast που μαζί απόλαυσαν, ο βοσκός έριξε μέσα στο 2% γιαούρτι της Άναμπελ, μια χούφτα αμύγδαλα και της είπε “φάτα τώρα γαμώ τη πουτάνα μου”.
Εκείνη η ταινία προβλήθηκε σε όλο τον κόσμο και ήταν η επίσημη συμμετοχή της Ελλάδος στα Oscar καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 1969, αφήνοντας ανά την υφήλιο την εντύπωση πως εκεί στο μακρινό Γκρίκελαντ, έχει πολύ ωραία θάλασσα και real men γεμάτους πάθος που μυρίζουν κοπριά και θα μπορέσουν ενδεχομένως να τιθασεύσουν το ερωτικό κτήνος της ανέραστης τουρίστριας. Η ταινία ολοκληρώνεται με την Άναμπελ, αφού μάλλον έχει απολαύσει την έκρυση των χυμών της, να αναχωρεί με το αεροπλάνο του Ωνάση, φίλου του Άγγλου βιομήχανου μπαμπά της, ο οποίος την έψαχνε σαν τον Κωνσταντάρα στο “η Αλίκη στο ναυτικό“. Όταν δε, η Άναμπελ γύρισε στην έπαυλη παρακάλεσε τον Ντάντυ ν’ αγοράσει την Άνδρο, ενώ ο βόσκος έμεινε στο μπαλκόνι του παλιού αεροδρομίου να κοπανάει τα χέρια του και να χαμογελά σα χάνος, ελπίζοντας πως θα δει την Άναμπελ να πηδά με αλεξίπτωτο και να προσγειώνεται στην αγκαλιά του.
Όνειρα θερινής νυκτός και θερινής ημέρας να προσθέσω. Ο ρατσισμός σε όλο του το μεγαλείο, ο φτωχός ειλικρινής στη φυλακή, η πλούσια κουφαλίτσα στο αεροπλάνο. Κανείς δε ρώτησε την Άναμπελ γιατί κουβαλούσε τσιγάρα μαζί της, ενώ δεν καπνίζει κι έχω σοβαρές αμφιβολίες για το αν έψαξε κανείς τις αποσκευές της. Ντωμεταξύ, ενώ η αποικιοκράτης Άναμπελ έχει όνομα και επώνυμο, Άναμπελ Στόουν, ο μεροκαματιάρης βοσκός, παραμένει βοσκός σε όλη τη διάρκεια όχι μόνο της ταινίας αλλά και στο διηνεκές του χρόνου. Ακόμα και σήμερα αν ψάξει κανείς πληροφορίες για το cast θα δει πως ο πρωταγωνιστής Βόγλης αναφέρεται μόνο ως “βοσκός”. Αφού κάνετε που κάνετε promotion το endless Greek summer πάνω στη πλάτη του καμπούρη, βάλτε του ρε κι ένα intellectual όνομα. Πως λέγεστε κ. βοσκέ; Πλάτωνας, Πλάτωνας Χαζτηπατέρας, της γνωστής οικογενείας των βοσκών.
Πάντως νομίζω πως αν αντί για μύδγαλα ο βοσκός Πλάτωνας Χατζηπατέρας είχε βγάλει από τη τσέπη του ένα κομμάτι μουσακά, θα το είχε φάει το γκομενάκι ξερό μες το χωράφι.
«μΥδράλιο, ρώσικη σάλατα». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.