Φουριόζες Κότες.

Φ

Παλαιότερα ταξίδευα αρειμανίως και άνευ πολλών διατυπώσεων και προετοιμασιών. Σήμερα εδώ, αύριο εκεί, μεθαύριο παραπέρα. Απρογραμμάτιστα σύντομα ταξίδια που η δουλειά επέβαλε, μια μέρα εδώ και τρεις εκεί, με πήγαν σε πολλές χώρες και μου άφησαν πολλές αναμνήσεις. Η καλύτερη όλων, στο Ο-Πόρτο της Πορτογαλίας και η χειρότερη στο Παρίσι της Γαλλίας.

Οι Γάλλοι δεν είναι μόνο φλύαροι σωβινιστές, είναι και υπερόπτες ξερόλες, αγενέστατοι, εξόν κι αν κάνουν τουρισμό και έχουν ανάγκες και φόβους, και γεμάτοι τουπέ που μάλλον προέρχεται από τα βάθη του χρόνου και τη συστηματική καταλήστευση και εκμετάλλευση όλων των φτωχών και δη αφελών λαών που τους έκαναν και αυτούς παντοδύναμους. Αγγλία, Γαλλία & Ισπανία έχουν το μερίδιο του Λέοντος στις αποικίες ανά το κόσμο, στους σκλάβους και τα εκατομμύρια νεκρών που ποδοπατήθηκαν για να χτιστούν παλάτια, γέφυρες και μύθοι.

Οι φιλεύσπλαχνοι κανίβαλοι Γάλλοι, οι φιλαλήθεις και φιλινειρηστές πολέμαρχοι, οι φουριόζος κότες. έχουν αναδείξει ανά τους αιώνες προσωπικότητες  μεγάλου βεληνεκούς, αλλά και πάλι, ποιος δεν έχει; Σημασία έχει, τι μένει σαν εντύπωση, η ιστορία γράφεται, ξαναγράφεται, παραχαράσσεται και εν τελεί διαβάζεται όπως ο κάθε ένας ξέρει και μπορεί να διαβάζει.

Στο τελευταίο ταξίδι μου στη Γαλλία έφτασα αργά απόγευμα προς βράδυ και όπως έκανα πάντα εκείνη την εποχή, έψαξα μέσα στο αεροδρόμιο για το γραφείο που μπορείς να βρεις κάπου να μείνεις. Για δουλειά και μόνος, δεν είχα και πολλές απαιτήσεις. Τηλέφωνα με εφαρμογές, airbnb, χάρτες & booking, δεν υπήρχαν. Στο γραφείο που βοηθούσε τους ταξιδιώτες κάπου να μείνουν έσκασαν στα γέλια όταν τους είπα πως, δεν έχω κλείσει πουθενά και θέλω να μείνω 5 βράδια. Ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν, σοβαρά, σοβαρά;, κοιταζόντουσαν και χαχαχα και χουχουχου και πάλι σοβαρά, αλήθεια λέτε; μου΄ρθε να τους βρίσω. Μα Κύριε, αυτή την εβδομάδα είναι το Πάσχα των καθολικών, όλο το Παρίσι είναι γεμάτο, συγνώμη δε μπορούμε να σας βοηθήσουμε, επόμενος παρακαλώ. Μάστα, σκέφτηκα, τη κάτσαμε.

Με κάποιο τρόπο έφτασα στο Παρίσι, ξεκίνησα να περπατάω, έμπαινα σε κάθε χοτέλ, μοτέλ και όπου αλλού μου γυάλιζε, τζίφος. Δε φτάνει που είχα πάει στο Παρίσι την εβδομάδα του Πάσχα χωρίς κράτηση, είχα πάει και χωρίς ρούχα, κατάλληλα εννοώ. Κατά τις 11 είχε πιάσει ένα κρύο και φως πουθενά και εγώ με αμφίεση Χαβάης έλεγα, πάει θ’ αφήσω τα κοκαλάκια μου στη ξενιτιά. Έχει μια γοητεία η απόγνωση, δε σου αφήνει περιθώρια, σε κάνει ν’ αλλάζεις, να διευρύνεσαι, να τολμάς. Δε θυμάμαι τι ώρα και που βρήκα κάπου να κοιμηθώ, αλλά όπου και να ήταν είχε την υποσημείωση, για ένα βράδυ μόνο, αύριο πρέπει να φύγετε. Πέρασα πέντε μέρες στο Παρίσι και κάθε βράδυ έβρισκα για ένα βράδυ μόνο, άλλαξα πέντε ξενοδοχεία.

Καταταλαιπωρήθηκα να βρω πως θα πηγαίνω κάθε μέρα στη δουλειά, που είναι και πως θα φτάνω εκεί, βοήθεια μηδέν, αγγλικά μηδέν, φαγητό πανάκριβο, φασαρίες στους δρόμους, συνταξιουχοι στα σκουπίδια να ψάχνουν, ύφος μεγαλοαστών που ενοχλούνται από τον εμιγκρέ αγράμματο, μια πόλη αφιλόξενων μπουρζουάδων που για να την χαρείς πρέπει α) να μην έχεις ανάγκη κανέναν και β) να έχεις πολλά λεφτά.

Τη τελευταία μέρα κι αφού είχα τελειώσει επιτυχώς τη δουλειά μου κι είχα επιβιώσει μέσα στη Παριζιάνικη πλέμπα, αποφάσισα να σουλατσάρω εδώ κι εκεί, κυρίως στο κέντρο της πόλης. Περιχαρής που κατάφερα, και να κοιμηθώ και να φάω και να μετακινηθώ και να δουλέψω και κυρίως να ξέρω πότε κι απο που επιστρέφω στην αγαπημένη μου Αθήνα, ένιωθα μεγάλη ικανοποίηση και χαρά και κάπως έτσι απροετοίμαστα, αλλά δικαιολογημενα, ξεκίνησα να ψελλίζω, είσαι μαλάκας μεγάλος, είσαι Γάλλος, είσαι Γάλλος.

Σκαρφίζω στιχάκια συχνά πυκνά, σχεδόν όλη την ώρα μπορώ να πω, στιχάκια βαθυστόχτα όπως, στη μπρίζα η αγάπη σου κι εγώ καμμένη λάμπα, είμαι το ξυραφάκι σου, ακούμπα με στη γάμπα ή σαχλοστιχάκια όπως, ξυπνώ αργά δίχως κέφι, μοιάζω μ΄αρκούδα που της χτυπούν το ντέφι, πίνω καφέ, κάνω τσιγάρα, μοιάζω βαρκουλα στο Νιαγάρα. Εκείνο όμως το σαχλόστιχο με τον Γάλλο, μετά από 5 μέρες Γαλλικής βλακείας σε μορφή μπαγκέτας, μου έφτιαξε το κέφι. Έτσι λοιπόν από σιγανό ψέλισμα καθώς περπατούσα, η φωνή μου εξελίχθηκε σε στεντόρεια και τα βήματα μου μεγάλωσαν λες και πήγαινα στο γήπεδο, τα χέρια μου είχαν απλωθεί λες και πανηγύριζα και το στιχάκι είχε γίνει τραγούδι με ρυθμό.

Η μεγαλύτερη ικανοποίηση μου, ήταν το χαμόγελα κι ο ενθουσιασμός που έβλεπα στα πρόσωπα και στα μάτια των περαστικών που συναντούσα στο διάβα μου, καθώς απολάμβαναν το θέαμα του ευτυχισμένου περιπατητή που κάτι ζητοκραυγάζει εμφανώς χαρούμενος. Το, είσαι μαλάκας μεγάλος, είσαι Γάλλος, είσαι Γάλλος, συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, μέχρι που ξεθύμανα και χαλάρωσα. Όλα αυτά έγιναν 20 χρόνια πριν και τα θυμήθηκα χθες βλέποντας την κατά τα άλλα, φαντασμαγορική μπούρδα που ετοίμασαν οι φλύαροι υπερόπτες. Προφανώς ο Θεός ήξερε τι βλακείες θα έκαναν γι’ αυτό άλλωστε μούσκεψε τα σχέδια τους. Αν μη τι άλλο, πιο όμορφη, πιο ανθρωποκεντρική και πιο στιλάτη τελετή έναρξης ολυμπιακών αγώνων από αυτή της Αθήνας, δεν έχω δει.

Η Γαλλική μπούρδα ήταν ένα υπερθέαμα για τους Παριζιάνους και δη των προαστίων, γιατί οι αστοί του κέντρου, την ώρα που οι τρανς μουσάτοι και οι πληρωμένες ντίβες γκάριζαν και χτυπιόντουσαν, έβλεπαν Better Call Saul. Ντωμεταξύ, είναι τόσο κομπλεξικοί αυτοί οι Γάλλοι που σκαρφίστηκαν την ιδέα του μασκοφόρου λαμπαδιοδρόμου για να έχουμε κάτι να λέμε, αλλιώς δεν έχει λογική, μια και η φλόγα ανάβει στον Ιερό Βωμό της Ολυμπίας και περιφέρεται από χέρι σε χέρι σε όλον το κόσμο ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους χωρίς μάσκες και ύφος εκδικητή. Πέραν όλων αυτών, έβαλαν μέσα στη σκαφάρα προσωπικότητες διεθνούς εμβέλειας όπως Καρλ Λιούις, Κομανέτσι, Ναδάλ και Γουίλιαμς γιατί αυτοί είναι πιο μουρατοί και τίμησαν τους δικούς τους αθλητές δίνοντας στο κάθε ένα 5 βήματα.

Άσε που την ώρα που έδωσαν τη λαμπάδα σε εκείνο τον έρημο ηλικιωμένο στην αναπηρική καρέκλα δεν βρέθηκε ένας φιλάνθρωπος να τον σπρώξει πέντε μέτρα σαν να ήθελαν να του υπενθυμίσουν πως είναι ανάπηρος, όχι εσύ εδώ στη καρέκλα θα κάτσεις, δε πας πουθενά. Μούσκεμα ο κύριος, ποιος ξέρει πόση ώρα περίμενε.  Ντωμεταξύ μέσα στη σκαφάρα, εκείνοι οι 4 φορούσαν ένα σωσίβιο μαύρο και λαμέ κι όλη την ώρα φαντασιωνόμουν πως έχουν strap on σακίδιο. Γιατί δεν έβαλαν 4 Γάλλους αθλητές, τέσσερις παλαίμαχους όπως τον κύριο με το καροτσάκι μέσα στη σκαφάρα κι έβαλαν αυτούς τους 4; Μα για να εντυπωσιάσουν. Γιατί δεν έβαλαν έναν απλό εργάτη από τα προαστεια που του αρέσει να τρέχει, να κουβαλήσει τη φλόγα κι έβαλαν έναν μασκοφόρο απρόσωπο; Μα για να εντυπωσιάσουν.  Εκείνος ο Καρλ Λιούις πρέπει να πήγε για φυσικοθεραπεία στο δεξί ώμο μετά από τόση βαρετή χαιρετούρα ενώ η συμπαθέστατη Μορεσμό ήταν η ότι καλύτερο είδα.

Βαρέθηκα φριχτά βλέποντας αυτή την ασυναρτησία που έπρεπε ντε και καλά να με εντυπωσιάσει, να με σοκάρει, να με κάνει να πω, ω, μπράβο, είναι φανταστικό. Φυσικά δεν είχα φανταστεί ποτέ πως το αποκορύφωμα της Παριζιάνικης υπεροπτικής βλακείας θα ολοκληρωνόταν με τέτοιο μεγαλειώδη, αλλά απόλυτα ταιριαστό, τρόπο. Η Σελίν Ντιόν! Η αρχιμέγαιρα του πενταγράμμου, η βασίλισα της κλάψας, η Μαρθα Βούρτση του Χόλιγουντ, η γυναίκα που έγινε γνωστή τραγουδώντας για το δράμα του Λίο που η καλοζωισμένη Κέιτ τον άφησε να παγώσει σα γρανίτα ενώ εκείνη ροχάλιζε στη μόνη σανίδα σωτηρίας που είχανε.

Η Σελίν Ντιόν που στις ειδήσεις κλαίει γιατί δε μπορεί να τραγουδήσει, που πάσχει από εκείνο ή το άλλο. Η Σελίν Ντιόν που εδώ και 2 χρόνια μας έχει φλομώσει με ιατρικά ανακοινωθέντα και κλαψιάρικες αναρτήσεις, με ακυρώσεις συναυλιών και δακρύβρεχτα ενσταντανέ, μπόρεσε μια χαρά να τραγουδήσει από το πύργο του Άιφελ, σαν άλλη Εντίθ Πιάφ, εκπληρώνοντας, το πιο πιθανό, ένα ακόμα ακριβοπληρωμένο συμβόλαιο. Η Σελίν δεν γνώριζε πως θα τύχει τέτοιας χαράς και τιμής για να μας το πει κι αυτό, μας φλόμωσε στο κλάμα μόνο, κλάμα που εντέχνως στόλισε με μια βιογραφία κι ένα ντοκυμαντέρ και πασπάλισε με λίγη σκόνη Άιφελ. Κατά τις πληροφορίες μας, ο Δήμαρχος τη κάλεσε 2 μέρες πριν, δε πρόλαβε να δείξει τη χαρά της και ως άλλος Κυριάζης ανέβηκε στις σιδεριές του Άιφελ, τα είπε με τη μία κι έφυγε.

Κυρία Ντιόν, η Εντίθ Πιάφ ήταν φτωχαδάκι, ζούσε σε τρώγλες και σε μπαρ, έτρωγε ξύλο και έπινε κι ο μύθος της είναι σμιλεμένος με πόνο, αυθεντικό ταλέντο και άπειρη αγάπη για το τραγούδι, ενώ ο δικός σας μύθος είναι σμιλεμένος με καλοπέραση, παχυλά συμβόλαια, ζωή εξ αποστάσεως και σιγουράντζες. Πάσχετε λέει από το σύνδρομο του δύσκπαμπτου προσώπου; Η δυσκαμψία, φαίνεται σα φυσικό σας πάντως, τέτοιο παγωμένο πρόσωπο και βλέμμα, δε νομίζω να έχω δει. Αντιπαθούσα τη Σελίν Ντιόν εξ αναπανέκαθεν, τώρα ακόμα περισσότερο. Έκανε το μεγάλο comeback η άρωστη αδικημένη, έδειξε σε όλο το κόσμο το μεγαλείο της και το προσωπικό της δράμα απο εκεί ψηλά που βρίσκεται, εκεί που εμείς οι κοινοί θνητοί δε μπορούμε να φτάσουμε, ούτε καν ν’ αντιληφθούμε.

Το δε Παρίσι, επανέφερε στη ζωή την μελλοθάνατη σταρ Σελίν, δίνονας της μια θέση περίοπτη και εντυπωσιακή και έκλεισε ένα βράδυ υπερφίαλης χαζομάρας με έναν τρόπο φαντασμαγορικό προσπαθώντας να κρύψει κάτω από το χαλί, το χάλι.

 

Γιάννης Κακούρης