Κι όταν κλείσει το φως τι στ’ αλήθεια συμβαίνει;, σκέφτηκα εχθές καθώς χάζευα τη σωρό μιας νεκρής στο δρόμο. Κείτονταν σα μάζα στο οδόστωμα και το φόρτηγο που τη παρέσυρε και τη πέταξε πόσα μέτρα δε ξέρω, έσκασε πάνω σε μια στάση λεωφορείου κι ο οδηγός ήταν κι αυτός μες τα αίματα. Η ώρα ήταν 9.40 πρωινή κι εγώ περπατούσα με τη Φρίντα κατά μήκος της μεγάλης λεωφόρου και το δυστύχημα έγινε λίγο πριν φτάσουμε στο σημείο καθώς την ώρα που αντίκρισα την εικόνα είχε προλάβει να έρθει μόλις ένα περιπολικό.
Η σορός που κείτονταν στο οδόστρωμα έμοιαζε σορός ενός μεγάλου σε ηλικία ανθρώπου, σαν κάποιος γέρος μου φάνηκε αλλά μπορούσα να διακρίνω από το σκισμένο παντελόνι ένα κόκκινο εσώρουχο, σα στρινκ φαινόταν περίεργο σκέφτηκα. Αργότερα διάβασα στις ειδήσεις πως το θύμα ήταν μια κοπέλα 19 ετών, από τη πρόσκρουση φαίνεται μαύρισε η σάρκα της και αλλοιώθηκε το πρόσωπο της κι εγώ δεν κατάλαβα καν πως ήταν γυναίκα. Έμεινα να κοιτάζω αποσβολωμένος για αρκετά λεπτά της ώρας το κορμί και τη στάση που είχαν πάρει, ο κορμος τα χέρια και τα πόδια, μια στάση αλλοπρόσαλλη σαν μαριονέτα που την άφησες να πέσει στο έδαφος ακανόνιστα για να τραβήξεις το σχοινί κάποια στιγμή αργότερα και να της δώσεις πάλι κίνηση, να της δώσεις ζωή. Μόνο που το σχοινί της μαριονέτας που κείτονταν στο οδόστρωμα φαινόταν κομμένο κι η μαριονέτα αυτή δίχως μέλλον. Αναρωτήθηκα αυτή η κοπέλα το πρωί που ξύπνησε τι σχέδια είχε κάνει για τη μέρα της και που άραγε πήγαινε, αναρωτήθηκα που άραγε είναι. Κόπηκε το σχοινί της, πάει. Ένας αστυνομικός μου έκανε νόημα να προχωρήσω καθώς είχε ήδη φτάσει το ασθενοφόρο και ένας νοσηλευτής κάλυψε τη σορό.
Συνέχισα να περπατώ, πιο αργά αυτή τη φορά, δε μπόρεσα να βγάλω από το μυαλό μου ούτε τις σκέψεις αλλά ούτε και τις εικόνες. Ο καιρός είναι ευχάριστα δροσερός, τα φύλλα του φθινοπώρου έχουν γεμίσει κάθε πάρκο και κάθε δρόμο και τα χρώματα τους είναι βυσσινί και κόκκινα και καφέ και πράσινα κι είναι ένα χάρμα να αισθάνεσαι το αεράκι και να χαζεύεις τα κλαδιά πως κινούνται και με κινήσεις χορευτικές αφήνουν τα φύλλα να πέσουν στο χώμα. Πάντα ήθελα να μαζέψω μερικά σακιά φύλλα και να τα ρίξω σε ένα κουβά με νερό και να τα αναδέψω μέχρι να γίνουν μια πάστα και μετά να την ξεράνω να δω τι μπορώ να κάνω με αυτή, αλλά μάλλον μέσα μου ξέρω πως δε θα κάνω τίποτα παραπάνω από μια σιχαμερή αηδία και μάλλον γι’ αυτό δεν το έχω κάνει ποτέ.
Ανάμεσα σε δουλειές και άλλα απαίσια άκουσα αρκετές ώρες ηχητικά ντοκουμέντα και ιστορίες για τα Δεκεμβριανά και τι ακριβώς ήταν και ποιά ήταν η αιτία της διαμάχης που έφερε την αρχή του εμφυλίου, αμέσως μετά της απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Πάντα άκουγα για τον εμφύλιο και τους κουμουνιστές που κυνηγήθηκαν, αλλωστε ο παππούς ο Παναγιώτης πολέμησε στο μέτωπο και γύρισε στο χωριό με τιμές ήρωα για να φυγαδευθεί λίγο αργότερα καθώς ήρθε η άλλη πλευρά να τον εκτελέσει. Ο ένας μου ο παππούς κουμουνιστής ο άλλος πολέμησε με τους Άγγλους στο Ελ Αλαμέιν εναντίον του Ρόμελ, καλό αίμα έχω. Μου έκανε τεράστια εντύπωση που στη Πλάκα, στου Ψυρρή, στο Κολωνάκι και σε άλλες συνοικίες της πόλης που εγώ μπεκρούλιαζα και παραπατούσα τριάντα χρόνια non stop, λίγα χρόνια πριν έγινε ανταρτοπόλεμος με τανκς κι ελεύθερους σκοπευτές μέσα στα στενάκια. Στην οδό Διδότου που κάποτε ο θείος είχε το κέντρο Shanrgi-la έγιναν μάχες σώμα με σώμα, η Καισαριανή που γεννήθηκα βομβαρδίστηκε από αεροπλάνα των Άγγλων, πολυκατοικίες γκρεμίστηκαν για να γίνουν οχειρωματικά έργα και κόσμος πέθανε από σφαίρες τυχαίες κι αδέσποτες, μια από αυτές η μητέρα της Λαμπέτη αλλά και πόσοι πόσοι άλλοι. Η Ελλάδα μετά τη λήξη του πολέμου δόθηκε στη Δύση αλλά το αντάρτικο και την αντίσταση την έκαναν οι κομμουνιστές κι από τη στιγμή που δεν υπήρχε πια Γερμανική απειλή, συνναίνεση δεν υπήρξε. Η Αγγλία που από τη γέννηση αυτού του επαναστατικού κράτους το 1823 είδε την ευκαιρία για μία ακόμα αποικία, έκανε τα πάντα και σκότωσε τους πάντες που θα τολμούσαν να αντισταθούν στην ισοπεδωτική επικράτηση της. Ο Τσώρτσιλ είχε πει, “αλοιμονό μας αν οι Έλληνες απκτήσουν γνώση και ομοψυχία” και έκανε ότι έπρεπε για μη συμβεί ούτε το ένα ούτε το άλλο. Τραγικές ιστορίες αλλά κι αναπόφευκτες από τη στιγμή που υπάρχει ελευθερία και το πολίτευμα είναι Δημοκρατικό.
Βέβαια είναι πράγματι αστείο να κάνουμε αναφορές στην αρχαία Ελλάδα και στην ίδρυση της Δημοκρατίας όταν από τότε ο Πλάτωνας είχε ήδη διακρίνει τις αδυναμίες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Όσο κι αν το έχω ψάξει δεν έχω βρει καμιά απάντηση για ποιό σύστημα διακυβέρνησης θα ήταν καλύτερο για να υπάρχει μια συνεχή πρόοδος κι όχι πισωγυρίσματα και επανιδρύσεις. Η μόνη απάντηση που δίνω στον εαυτό μου, μόνο, είναι αυτοδυναμία και αυτάρκεια, σε ατομικό επίπεδο, αυτό κομίζω σα μόνη επιλογή προσωπικά δική μου. Ελευθερία χωρίς γνώση είναι επικίνδυνη και δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις είναι ψέμα. Όμως νομίζω πως οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα πιο πολύ βλέπουν παρά γνωρίζουν και περιφέρονται με άπλετη κοινή ελευθερία κι ελάχιστες κοινές υποχρεώσεις. Εξακολουθώ κι οραματίζομαι το σούπερ μάρκετ που σου δίνουν ότι ζητήσεις χωρίς χρήματα αρκεί να έχεις γνώσεις και δεξιότητες, αν και κατά βάση μέσα στο φτωχαδάκι μυαλό μου οποιαδήποτε σκέψη που περιλαμβάνει σούπερ μάρκετ και τράπεζες είναι περισσότερο εφιάλτης παρά όραμα.
Πόσο θα ήθελα να δω αυτή τη μαριονέτα να σηκώνεται και να στέκεται στα πόδια της, πολύ περίεργο μου φάνηκε να βλέπω ένα τόσο άψυχο κορμί, ένα τόσο άδειο σώμα. Πάνε οι σκέψεις της και οι έννοιες της, δεν έχει πια, πάνε και τα όνειρα της, αν είχε δε ξέρω.
«μΥδράλιο, η ζωή κατά λάθος επίτηδες». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.