Ουράνιος θόλος.

Ο

2 χρόνια αργότερα

Μπροστά μου στεκόταν ένας σκύλος. “Τι κάνεις εσύ εδώ;” με ρώτησε. Ένας σκύλος που μιλάει με ρωτάει τι κάνω εγώ εδώ μα εγώ δεν ξέρω. “Δεν ξέρω”, “εσύ τι κάνεις εδώ;” τον ρώτησα με τη σειρά μου. “Περιμένω να πάμε βόλτα” είπε, θα περιμένεις για πολύ ώρα σκέφτηκα. Δεν έχω καμία όρεξη να σηκωθώ. “Μ΄ ακούς;” ξανά είπε, “περιμένω!”. Περίμενε σκέφτηκα, θα έρθει η ώρα, πάντα έρχεται. Μια γραμμή στον ορίζοντα, ένα δελφίνι, η μαμά μου, που είμαι; Δεν ξέρω. Που πάω; Δε με νοιάζει. Ενα κουδούνι χτυπάει, ντριν, ντριν, κάποιος θα ανοίξει κάτι σε κάποιον, μια πόρτα στο τρένο, μια τρύπα στο χώμα, ένα μπουκάλι κρασί. Στον ουρανό βλέπω συνέχεια νεκρούς, βαρέθηκα να βλέπω νεκρούς, θέλουν να με πάρουν, δε φοβάμαι. Στον ουρανό βλέπω συνέχεια ζωντανούς, βαρέθηκα να βλέπω ζωντανούς, θέλουν να με κρατήσουν, δε με νοιάζει. Μερικά πρωινά, ο ουρανός είναι σαν ένας θόλος γεμάτος νεφελώματα, πλανήτες κι αστέρια που κινούνται συνεχώς, σα μια μάζα. Ανάμεσα τους περνούν δελφίνια και κοχύλια κι αστερίες και καμιά φορά άλογα.

Το βράδυ ο ουρανός είναι σκοτεινός κι αυτό είναι κάτι που καθόλου δε μου αρέσει. Δε θέλω να είμαι στο κρεβάτι το βράδυ, μ’ ενοχλεί τόσο πολύ η έλλειψη φωτός, το δέρμα αισθάνεται, φοβάμαι πως δε θα έρθει το πρωί ξανά, πως δε θα έρθει το φως ξανά. Λατρεύω το φως μα ζω στο σκοτάδι ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα αρχίσουν να διαφαίνονται τα άστρα, τα άλογα, τα κοχύλια κι εσύ. Αν όλα αυτά δεν υπάρχουν κάτω από τα κλειστά μου μάτια, πάνω  στο μεγάλο μου ουρανό, τότε σκέφτομαι τρόπους να πάρω εκδίκηση, τότε θυμώνω, τότε θυμάμαι. Η δικαίωση δε μ’ ενδιαφέρει, εκδίκηση θέλω. Ξανακοίταξα προς τη πόρτα του δωματίου, ο σκύλος είχε κουρνιάσει, “σκύλε ξέρεις να σκοτώνεις;” ρώτησα, “ξέρω” είπε.

Θέλω να σηκωθώ, έχω δουλειές να κάνω και θέλω να διαβάσω. Θέλω τόσο πολύ να διαβάσω και να γράψω, θέλω να γράψω ένα γράμμα, στο χρωστάω – κι αυτό στο χρωστάω – τίποτα δεν πρόλαβα να το κάνω όπως ήθελα, πρέπει να τρέξω. Το τηλέφωνο το έχω στο αθόρυβο, το θυμάμαι πως το έχω στο αθόρυβο μα το τηλέφωνο χτυπάει. Δε θέλω να μιλήσω με κανέναν μα εκείνο επιμένει ν’ ακούγεται, θέλω να βρω που είναι το τηλέφωνο και να το σπάσω να μην ξανακουστεί ποτέ. Όταν το τηλέφωνο ακούγεται κάποιος έχει πεθάνει, το ξέρω, μα αυτό δε σταματάει, ίσως πεθάναν όλοι; χα να μια ωραία σκέψη, όλοι πέθαναν. Αν όλοι πέθαναν έχω πεθάνει κι εγώ άραγε; “Σκύλε έχω πεθάνει;”, “αν θες να ρωτήσεις κάτι που να έχει νόημα να ρωτήσεις αν ζεις ή ακόμα καλύτερα, αν έζησες” απάντησε ο σκύλος. Σε φιλόσοφο σκύλο έπεσα, σκέφτηκα.

Μια γραμμή στον ορίζοντα, ένα δελφίνι, η μαμά μου, ένας γάιδαρος. Τι κάνει εδώ ο γάιδαρος; Πολύ αγαπούσα τους γαϊδάρους. Χιόνι, παντού χιόνι και πάγος, τι εποχή είναι; χειμώνας θα είναι για να έχει τέτοιο ψόφο. Τα πάντα άσπρα, σα νοσοκομείο για νεκρούς ένα πράμα, τι είπα τώρα; σιγά μην υπάρχει νοσοκομείο για νεκρούς. Χιόνι, παντού χιόνι και πάγος, τι εποχή είναι;  μια παπαρούνα! Είναι δυνατόν να υπάρχει παπαρούνα εδώ, παπαρούνα μες στο χειμώνα; Περίεργο μα και όμορφο.

Μια κατακόκκινη παπαρούνα περιτριγυρισμένη από χιόνι! Σα να βλέπεις ένα όμορφο όνειρο να πεθαίνει δικαίως, μπρος στα μάτια σου. Οι παπαρούνες που ανθίζουν στην ώρα τους και χαρωπά κινούνται στον άνεμο όλες μαζί, όλες μαζί πεθαίνουν, αυτή θα πεθάνει μόνη της. Δεν έδωσα καμία άλλη σημασία, καλύτερα να μην την έβλεπα. Χαζή παπαρούνα που νόμιζες πως είσαι διαφορετική, πέθανε κι εσύ τώρα. Χαζή παπαρούνα, καλύτερα να μη σε έβλεπα ποτέ. Δεν υπάρχει λόγος να μου θυμίσεις τίποτα γιατί τίποτα δεν έχω ξεχάσει. “Αν τίποτα δεν έχεις ξεχάσει σήκω να πάμε μια βόλτα” είπε ο σκύλος.

“Πως άκουσες εσύ αυτά που σκεφτόμουν;” ρώτησα. “Την ξέρεις την ιστορία με τον σκορπιό και τον βάτραχο;” ρώτησε ο σκύλος, “όχι” απάντησα. “Ο σκορπιός ήθελε να περάσει απέναντι μα το ποτάμι τον εμπόδιζε και είδε έναν βάτραχο και να τον παρακάλεσε να τον περάσει απέναντι μα ο βάτραχος αρνήθηκε κι όταν ο σκορπιός τον ρώτησε γιατί, ο βάτραχος είπε, μα εσύ είσαι σκορπιός κι εγώ είμαι βάτραχος, θα με τσιμπήσεις με την ουρά σου κι εγώ θα πεθάνω. Ο σκορπιός απάντησε πως αυτό δε θα γίνει ποτέ γιατί αν τον τσιμπήσει θα πεθάνει κι ο σκορπιός μαζί με τον βάτραχο μια και δε μπορεί να κολυμπήσει. Ο βάτραχος τότε τον πίστεψε, έβαλε τον σκορπιό στην πλάτη του και ξεκίνησε να περάσει το ποτάμι. Στη μέση του ποταμού ένιωσε ένα δυνατό τσίμπημα και ξαφνιασμένος γύρισε και κοίταξε τον σκορπιό. Μα τι έκανες; ρώτησε, τώρα θα πεθάνουμε και οι δύο. Ο σκορπιός τότε απάντησε λίγο διστακτικά και ντροπαλά, συγνώμη είναι στη φύση μου”.

“Μμ, τι θέλεις να πεις με αυτό σκύλε;” “θέλω να πω πως είναι στη φύση μου να ξέρω τα πάντα για σένα, ξέρω ανά πάσα ώρα και στιγμή τι σκέφτεσαι και πίστεψε με, δε σκέφτεσαι και τίποτα σπουδαίο”. Δεν χρειάζεται να γίνεσαι προσβλητικό κολόσκυλο σκέφτηκα και μετά ξανασκέφτηκα, αυτό το σκέφτηκες άραγε; “ναι”, είπε ο σκύλος. “Τι θέλεις από μένα;” ρώτησα, “σήκω να πάμε βόλτα, μας περιμένουν”, “ποιός μας περιμένει; που θα πάμε;”, “κάπου καλύτερα από εδώ”, απάντησε ο σκύλος.

Αυτό δε δυσκολεύτηκα να το φανταστώ, θα πρέπει να υπάρχουν χιλιάδες μέρη καλύτερα από εδώ, χιλιάδες εκατομμύρια τρισεκατομμύρια ένας γάιδαρος, τι κάνει εδώ μέσα ο γάιδαρος; Με τα μάτια κλειστά βλέπω ότι θέλω, παλιά έβλεπα ιπποπόταμους να κάνουν σέρφινκ πάνω σε βούτυρο, τι ωραία σκέψη που ήταν αυτή, θαυμάσια σκέψη αλλά αυτό τον γάιδαρο τι να τον κάνω; Α! να τι θα μπορούσα να τον κάνω, θα τον κάνω dj! Ναι ναι, έτσι είναι, ο γάιδαρος είναι dj και παίζει σε club στην Ίμπιζα, φοράει ακουστικά και γυαλιά ηλίου κι ανοίγοντας το τεράστιο στόμα του δείχνει τις αγριοδοντάρες και ξεσηκώνει τα πλήθη καθώς μέσα στις μίξεις φωνάζει γκααα γκαααα γιατί είναι γάιδαρος και το πλήθος απαντάει γκαααα γκαααα γιατί είναι πλήθος. “Μπορείς ν’ αφήσεις τους γαϊδάρους και την Ίμπιζα και να σηκωθείς; Μερικές φορές όσες γέφυρες και να ρίξεις οι όχθες δεν ενώνουν κι άλλες φορές αυτό που είναι ένα δεν διασπάται με τίποτα. Μπορεί για λίγο να χωριστεί, μα το χώμα θα ξαναγεννηθεί, τα σύνορα θα πέσουν κι ότι βίαια χωρίστηκε, με αγαλλίαση θ’ αγκαλιαστεί.

Με τα μάτια κλειστά βλέπω ότι θέλω, μα μερικές φορές όχι. Μερικές φορές όλα είναι σκοτάδι και τίποτα δε το γεμίζει κι αυτός ο απαίσιος ήχος ακούγεται σαν κάποιον που με ψάχνει. Μερικές φορές νομίζω πως θέλω δικαίωση, δεν είναι αλήθεια, εκδίκηση θέλω.. Μερικές φορές ο γεμάτος νεφελώματα ουράνιος θόλος μοιάζει με τάφος και το σύμπαν ολόκληρο με καρφίτσα. Μερικές φορές όλα είναι τίποτα. Τ΄ακούς; όλα είναι τίποτα. Πέθανε κι εσύ τώρα χαζή παπαρούνα που φύτρωσες μες το χειμώνα. Πέθανε μόνη κι αβοήθητη χωρίς κανείς να νοιάζεται για σένα, χωρίς κανείς να ξέρει πως υπάρχεις, πως υπήρξες.

Αισθάνομαι τα πάντα στο δέρμα, αισθάνομαι κι εσένα, ακόμα σε αισθάνομαι και σε βλέπω, συνέχεια σε βλέπω. Είσαι η μόνη εικόνα που δε μπορώ να διαλέξω, έχεις εγκατασταθεί στο κέντρο, ανάμεσα σε μπιγκόνιες, άστρα, κομήτες, ήχους, ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς. “Τελείωσες;” ρώτησε ο σκύλος, “τελείωσα” είπα λες και μπορούσα να πω αλλιώς. “Σήκω, μας περιμένουν”, “ποιός μας περιμένει;”, “κοίτα εκεί” είπε ο σκύλος. “Τη βλέπεις εκείνη τη γραμμή στον ορίζοντα; Τους βλέπεις όλους αυτούς που σε κοιτάνε, αυτοί μας περιμένουν”. “Ποιοί είναι όλοι αυτοί;” ρώτησα ξανά, “οι νεκροί σου” είπε. “Οι νεκροί σου σε περιμένουν”.  Ώστε έτσι ε; Οι νεκροί μου με περιμένουν! Αναρωτήθηκα αν ο Λειβαδίτης όταν έγραφε το “άγνωστοι ομηρικοί στίχοι”, έβλεπε τους νεκρούς του ή αν ήλπιζε να τους δει.

Γιάννης Κακούρης