“Δεν ονειρεύομαι τη νύχτα, ονειρεύομαι τη μέρα. Ονειρεύομαι για να ζω”. Αυτό είπε κάποτε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Κάπως έτσι θα μπορούσα να περιγράψω στο μυαλό μου τον θείο Τάσο. Ποτέ δεν τον είχα δει τόσο νέο όσο τώρα ενώ τη τελευταία φορά που άκουσα γι’ αυτόν ήταν κλεισμένος στον εαυτό του, σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό καθώς όλα όσα προσπάθησε να πετύχει απέτυχαν κι όλα όσα μπορούσε να πετύχει, δεν τα προσπάθησε. Η ζωή δεν τον άφησε.
Εκδιωχθηκε απο σχολεία γιατί είχε πατέρα κομμουνιστή, εγκατέλειψε ταλέντα κι επιθυμίες προκειμένου ν’ αναλάβει από μικρός ένα ρόλο πατριάρχη μια κι ο παππούς ο Παναγιώτης ξεκίνησε νέα ζωή, αφήνοντας γυναίκα και 3 παιδιά. Το μεγαλύτερο ήταν ο θείος Τάσος. Τόσο ο θείος όσο κι ο αδελφός του, πατέρας μου, είχαν μυαλά κοφτερά κι ιδέες ριζοσπαστικές, ιδέες όμως ανεφάρμοστες στη πράξη. Ασχολήθηκαν με τις επιχειρήσεις μ’ έναν τρόπο που οι επιχειρήσεις δεν θέλουν ν’ ασχοληθείς μαζί τους, συναισθηματικό. Ο θείος Τάσος με δορυφορικές κεραίες, πομποδέκτες και Ιάπωνες, ο πατέρας μου με τυπογραφικά μηχανήματα, καλώδια και Γερμανούς.
Προσπάθησαν να στήσουν τη μεγάλη μπίζνα, τη μεγάλη δουλειά, κολύμπησαν για λίγο στην επιφάνεια της εν δυναμη οικονομικής επιτυχίας μα μόνο για λίγο. Οι επιχειρήσεις δε διαθέτουν και δεν ανέχονται κανένα συναισθηματισμό, έτσι λοιπόν τα δυο αδέλφια, παράλληλα αναπτύχθηκαν και παράλληλα κατέρρευσαν. Από την εν δυνάμει οικονομική επιτυχία της επιφάνειας βυθίστηκαν σε αυτό που με κάθε τρόπο προσπάθησαν ν’ αποφύγουν, τη φτώχεια. Κι η φτώχεια τους βύθισε στη στεναχώρια κι από εκεί στη σιωπή. Διατήρησαν τον πνευματώδη χαρακτηρα τους και την ευρηματική τους σκέψη, αλλά μόνο στο μέσα τους. Έξω τους, κυρίως σιωπή.
Τον θείο Τάσο δεν τον έζησα στα τελευταία του ή πιο σωστά, δεν τον έζησα. Τον θαύμαζα γιατί αντίθετα από τον πατέρα μου, που γαμοσταύριζε νυχθημερόν, εκείνος ήταν πράος, γλυκός και γλυκομίλητος. Σαν άνθρωπος που δεν αποζητά δικαίωση αλλά κατανόηση, σύμπνοια. Δεν γνωρίζω τι ιδέες ή τι επιθυμίες είχε στο τελος, αν είχε, ο πατέρας μου όμως τα τελευταία χρόνια που θυμάμαι ζούσε σε ένα χωριό με όλο κι όλο 100 κατοίκους το μέγιστο. Χωριό με ξένους, ξένος κι αυτός κι η μάνα μου είχαν έρθει κοντά μου, όσο ζούσα στη Βουλγαρία. Κάποτε προσπάθησα σ΄ εκείνο το έρημο χωριό να τους αγοράσω ένα σπίτι, δεν τα κατάφερα όμως.
Τους είχα πάει και το είδαμε, ήταν ένα σπίτι παλιό, φτωχικό, με αρκετό περιβάλλοντα χώρο, οικόπεδο που λέμε. Το σπίτι είχε μια γοητεία ετοιμόρροπη καθώς βρισκόταν σε περίοπτη θέση, είχε ωραία θέα αλλά κι ένα σωρό τρύπες και χαλάσματα. Στη μητέρα άρεσε πολύ, είχε χώρο για λουλούδια και κήπο, μόνο αυτό της έφτανε, ο πατέρας είχε ενθουσιαστεί μ’ ένα δέντρο παλιό και μεγάλο, ένα ίδιο ακριβώς είχε στο χωριό, στο σπίτι που μεγάλωσα, είπε. Δεν είχε μιλήσει ποτέ για το χωριό ή για το σπίτι, ούτε μισή φορά, το δέντρο του το θύμισε. Δε μίλησε ποτέ για το παρελθόν ο πατέρας, ούτε για το παρόν, μόνο του καταφύγιο το μέλλον.
Αφού κοίταξε λίγο αριστερά, λίγο δεξιά κι ύστερα στηρίχτηκε τρεμάμενος στο Π που τον βαστούσε όρθιο, μου είπε, αν το πάρουμε και το φτιάξουμε ξέρεις τι θα κάνω εδώ στο οικόπεδο; Όχι, απάντησα, τι θα κάνεις; Θα κάνω ένα θερινό σινεμά, είπε εκείνος. Θα κάνεις θερινό σινεμά, εδώ στη Βουλγαρία, στο χωριό με τους 100 αιωνόβιους που ούτε τα Βουλγάρικα δε μιλάνε καλά; Γιατί; ρώτησα. Για να έρχονται οι άνθρωποι να βλέπουν και να χαίρονται, απάντησε. Στη πραγματικότητα ήθελε παρέα για να βλέπει εκείνος και να χαίρονται οι άλλοι με αυτό που τους έφτιαξε, κι έτσι να τον αγαπούν και να τον θαυμάζουν. Ίσως κάπως έτσι να ήταν κι θείος Τάσος, ίσως κι αυτός ν’ αγαπούσε τα μεγάλα και πλούσια, δε θυμάμαι πολύ καλά, αλλά κάτι τέτοιο έχω στο μυαλό μου για εκείνον.
Χα! πολύ ωραία το είπα αυτό, με άκουσες ανιψιέ; το πραγματικό ερώτημα είναι τι κάνεις εσύ εδώ…ξέρεις λοιπόν τι θυμήθηκα, ρώτησε ο θείος Τάσος. Όχι δεν ξέρω, απάντησα, που να ξέρω, έχω να σε δω πάρα πολλά χρόνια, ούτε ήξερα ότι πέθανες, πότε πέθανες; Εκείνος κατέβασε λίγο το βλέμμα και κάπως στενάχωρα είπε, ναι πέθανα, πάνε 2 χρόνια τώρα, λίγο μετά που έπεσες εσύ σε κώμα εγώ πέθανα. Αλλά δε πειράζει, πέθανα, ησύχασα, τελείωσα, δηλαδή, χαχα, είχα τελειώσει τόσα χρόνια πριν, τυπικό ήταν για μένα, ουσιαστικό μόνο για τους άλλους. Άλλωστε δεν ήθελα και κανέναν στα τελευταία μου, είχα ήδη μπει στο Μάτριξ κι ακόμα εδώ είμαι. Eδώ σκοπεύω να μείνω, ούτε και περίμενα επισκέψεις να σου πω την αλήθεια, ούτε και ήθελα, χαχα. Γι’ αυτό σου λέω, με το τι κάνεις εσύ εδώ, ξέρεις τι θυμήθηκα;
Επισκέψεις; ρώτησα, είπες επισκέψεις; Ναι, βέβαια είπα επισκέψεις, επισκέψεις και μάλιστα απρόσκλητες, με διέκοψες από κάτι και περιμένω κι ένα πολύ σημαντικό τηλεφώνημα. Από την Ιαπωνία; ρώτησα. Ναι λοιπόν, από την Ιαπωνία αν θες να ξέρεις. Δε θέλω να ξέρω αλλά μου το είπες, απάντησα κάπως εκνευρισμένος. Θέλεις να μου πεις τώρα και κάτι γι’ αυτά που θέλω να ξέρω, τι εννοείς επισκέψεις; ρώτησα. Επισκέψεις ανιψιέ, επισκέψεις, επίσκεψη, επισκέπτης, ουσιαστικό θηλυκό, το να πάει κάποιος σε κάποιον και η παραμονή μαζί του.
Χμμμ…ο Θείος Τάσος, ο Νέστορας της οικογένειας, πατέρας δύο, σύζυγος μιας, αδελφός τριών. Παραγωγός ονείρων και ευγενών σκέψεων, χαρωπός μα μονήρης, στυλοβάτης ευγενών διαλόγων, ατακαδόρος. Ψυχή καλλιτέχνη παγιδευμένη σε ζωή τεχνοκράτη. Τι σκάτα κάνει ο θείος ο Τάσος μες στο σκοτάδι του μυαλού μου και γιατί λέει, επισκέψεις; Τον ρωτάς τι ώρα είναι κι αυτός σου λέει πως δουλεύει το ρολόι. Λες και τώρα που μου έκανε ανάλυση το τι σημαίνει επισκέψεις εγώ κατάλαβα. Αν με ρωτούσε κανείς στο σχολείο, και όχι μόνο, που είναι το ρήμα εγώ έδειχνα τη μπασκέτα, κι αν με ρωτούσε ποιό είναι το απαρέμφατο εγώ έλεγα ο φραπές κι αν με ρωτούσε που είναι το ουσιαστικό εγώ έδειχνα απέναντι από το σχολείο, το Porky’s. Α όλα κι όλα, το Porky’s ήταν ουσιαστικάρα. Εκεί μαζευόμασταν μετά ή πριν το σχολείο, εκεί έπεφταν οι φάπες, εκεί και τα φιλιά.
Όταν δε, είδαμε και την ομώνυμη ταινία αρχίσαμε επισήμως, και ομαδικώς, να προσευχόμαστε στη Κιμ Κατράλ. Υποδυόταν τη Honeywell, όνομα που εμείς παραποιήσαμε σε Hostonwell κι όλο λέγαμε, τι μουνάρα η Χώστονγουέλ και τι μουνάρα η Χώστονγουέλ. Τι ώρα γράφουμε μαθηματικά; Ρε ποιός τα γαμάει τα μαθηματικά, τι μουνάρα η Χώστονγουέλ και ω ρε φίλε τι μουνάρα η Χώστονγουέλ. Θείε Τάσο, τι εννοείς επισκέψεις; ξαναρώτησα, και δεν εννοώ την νοηματική επεξήγηση της λέξης. Τι εννοείς; ήρθα εγώ επισκεψη σε σένα; Ανιψιέ, όσο ζούσα με ήξερες να πηγαίνω επισκέψεις συχνά; Όχι, συνήθως οι άλλοι ερχόντουσαν σε σένα, απάντησα. Ε, ορίστε, το είπες και μόνος σου.
Έπειτα συνέχισε, ξαφνικά κι απο το πουθενά εμφανίστηκες εμπρός μου, ούτε σε είχα αποζητήσει, ούτε και σε σκεφτόμουνα για να είμαι ειλικρινής, άλλωστε, ναι ξέρω είπα, περιμένεις ένα σημαντικό τηλεφώνημα. Ακριβώς!, είπε και τα μάτια του γυάλισαν. Κι αυτό το τηλεφώνημα θα αλλάξει τα πάντα ανιψιέ, θα συνάψω επιτέλους αυτή την εμπορική συμφωνία που κανείς άλλος δεν κατάφερε μέχρι σήμερα! Τι συμφωνία θείε Τάσο, τι δουλειά είναι αυτή; Αλήθεια θες να μάθεις ανιψιέ; Ναι Θείε, θέλω. Φυσικά και ήθελα, μετά από τόση μαυρίλα και σκοτεινιά, μετά από τόση απομόνωση και σιωπή, είχα αρχίσει να αισθάνομαι σαν τον Πεταλούδα, στην ομώνυμη ταινία. Όχι απλά ήθελα ν’ ακούσω, με τόση δίψα κι ανάγκη που είχα να επικοινωνήσω με κάποιον και να ξεφύγω από τον εαυτό μου ακόμα και με την έρημο του Ευτύχη Μπλέτσα θα μπορούσα να συνυπάρξω, όχι με τον Θείο Τάσο που ήταν λεκτικό και εγκεφαλικό περιβόλι.
Πες μου Θείε Τάσο, πες μου θέλω ν’ ακούσω. Που να στα λέω ανιψιέ, τεράστια δουλειά, πολύ ενδιαφέρουσα. Θα στήσω ένα αχανές δίκτυο δορυφορικών κεραιών τετάρτης γεννεάς ανάμεσα στον χώρο και τον χρόνο. Μιλάμε για εκατομμύρια Ιαπωνικούς πομπούς και δέκτες που θα συνδέσουν τις δύο διαστάσεις χρησιμοποιώντας τεχνολογία που συναντάς μόνο σε διαστημικές εφαρμογές, για να μη σου πω μυστική τεχνολογία, καταλαβαίνεις ανιψιέ; Μιλάμε για επανάσταση, επανάσταση! Και τι ακριβώς θα κάνει αυτό το δίκτυο θείε Τάσο; Τι θα κάνει; Τι δε θα κάνει να ρωτάς! Το βασικότερο όλων, θα συνδέσει με εικόνα και ήχο τους ζωντανούς με τους πεθαμένους! Φανταστικό; Ε, όχι πες, φανταστικό;
Χμμμ… ο θείος Τάσος, ο Νέστορας με τα όνειρα και τις Ιαπωνικές κεραίες, ο θείος με τα μεγάλα σχέδια και τις παράτολμες σκέψεις. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν για να ονειρεύονται κι αν δε μπορούν πια να ονειρευτούν προτιμούν να μη ζουν, ο θείος Τάσος ήταν ένας από αυτούς. Ακόμα και στο θάνατο, ονειροπόλος, ονειροπλάστης, ονειροκατασκευαστής. Τον ξανακοίταξα, ε ανιψιέ τι λες; φανταστικό; ε; φανταστικό, όχι για πες φανταστικό; Ναι θείε Τάσο, φανταστικό, πρωτοπόρο! Ακριβώς! από το στόμα μου τη πήρες τη λέξη, πρωτοπόρο! Και τι θα κάνεις θείε άμα το φτιάξεις το δίκτυο; με ποιον θα μιλήσεις; Με όλους θα μιλήσω, με όλους! Θέλω να μιλήσω με τον πατέρα μου και να του πως τον συγχωρώ, πως μεγάλωσα κι εγώ και πέρασα απέναντι και είδα πόσο εύκολα μια λάθος στροφή σε βγάζει έξω. Οι εποχές τότε ήταν άλλες, δεν υπήρχαν ευθείες, μόνο στροφές, στροφές κι ανηφόρες. Θέλω να ξέρει πως τον έχω συγχωρέσει, έχουν όλα περάσει, δεν έχει νόημα να είσαι θυμωμένος, είναι τόσο λίγος ο χρόνος, μα τόσο τόσο λίγος.
Σκέφτηκα τον παππού Παναγιώτη πίσω από τη σκοτεινή βιτρίνα και την αλυσοδεμένη πόρτα, αν άκουγε αυτά τα λόγια ίσως ανακουφιζόταν, ίσως χαμογελούσε. Άκουγα τα λόγια του κι έβλεπα το πάθος του και δε μ’ένοιαζε διόλου αν το όνειρο του πεθαμένου θείου ήταν ένα ακόμα από τα ανεκπλήρωτα του, ένα από αυτά που του έδιναν ζωή, μέσα στο θάνατο της ζωής του. Ναι θείε να το κάνεις, θα του άρεσε αυτό, με ποιόν άλλο θα μιλήσεις, ρώτησα έχοντας μια αίσθηση πως το σκοτάδι είχε αρχίσει να ατονεί και πως ένα πολύ αμυδρό φως είχε αρχίσει να εισχωρεί ανάμεσα μας. Με όλους, ξέρεις τι θα πει με όλους; Με όλους! Μέχρι και τον Τζον Κένεντι θα έπαιρνα, έχω εκπονήσει ένα σχέδιο για το πως θα εκδημοκρατιστεί το χάος της ανυπαρξίας… Ναι, θείε Τάσο, να το κάνεις κι αυτό! Θα αρέσει πολύ στον Τζον Κένεντι αυτό.
Εκείνος συνέχισε με ορμή και με ζέση να μου λέει ποιον θα έπαιρνε και τι θα έλεγε, στα παιδιά του, στη γυναίκα του, στα αδέλφια του, στη μάνα του, στον Γκάντι, στον Καποδίστρια, στον Μάλκολμ Χ. Κουνούσε τα χέρια δεξιά κι αριστερά σαν μαέστρος, αναφερόταν στον Σπίλμπεργκ, στον Παζολίνι, στον Νίκολα Τέσλα, στον Αϊνστάιν. Μιλούσε σαν να απήγγειλε και το σκοτάδι σε κάθε κίνηση τού σώματος και των χεριών του έσπαγε και γέμιζε με φωτάκια, σαν πλαγκτόν. Είχε όνειρα για όλους και για όλα κι όσο εκείνος μιλούσε εγώ άκουγα με προσοχή και οραματιζόμουνα όλα αυτά που έλεγε, όλες τις συναντήσεις και τις συνομιλίες κι απολάμβανα αυτή του τη μεγάλη του πίστη σ’ ένα όνειρο τόσο τρελό. Τόσο πολύ την απολαμβάνα αυτή του τη πίστη που είχα αρχίσει να πιστεύω κι εγώ το τρελό του όνειρο.
Συμμετείχα με ερωτήσεις, με σχόλια και με ιδέες, θα μπορούμε να επικοινωνήσουμε και με τους νεκρούς μας σκύλους θείε; Και με τις γάτες; Τους νεκρούς μας σκύλους και γάτες; Φανταστική ιδέα! Μπράβο ανιψιέ, δεν το είχα σκεφτεί, για να το σημειώσω, χαχα. “Να μιλήσω με τους Ιάπωνες για λογισμικό επικοινωνίας με σκύλους και γάτες (ιδέα του ανιψιού)”, να δες το έγραψα στο σημειωματάριο μου, και μου το έδωσε να το διαβάσω. Όπως άπλωσε το χέρι του για να μου το δώσει, παρατήρησα πως το δέρμα δεν ήταν δέρμα ενός ανθρώπου της ηλικίας του αλλά δέρμα ανθρώπου ηλικιωμένου, γεμάτο ζάρες και στίγματα. Εκείνος ήταν σκυμμένος και κάτι σημείωνε και τράβηξε το χέρι του γρήγορα πίσω.
Το σημειωματάριο ήταν ένα παλιό, δερματόδετο. Είχε εξώφυλλο από μαλακό λευκό δέρμα κι ήταν γεμάτο ραγάδες και σκισίματα. Κάτι με έκανε να θέλω να το μυρίσω και έτσι το έφερα κοντά στη μύτη μου. Αν υπάρχουν δύο μυρωδιές στον κόσμο που είναι ίδιες απ’ αρχής μέχρι τέλος του χρόνου, είναι αυτές του παλιού και του καινούργιου. Το σημειωματάριο του θείου Τάσου μύριζε καραγκαγκάν παλιό. Εκείνη τη στιγμή όμως μια άλλη σκέψη πέρασε από το μυαλό μου, πόσο καιρό αλήθεια έχω να μυρίσω κάτι;, μου φάνηκε σαν αιώνες, ακόμα κι εκείνα τα δύο τα τομάρια, τον γάιδαρο και τον σκύλο, δε θυμάμαι να τα μύρισα. Το αντιλήφθηκα τη στιγμή που σχεδόν ακούμπησα το δερματόδετο σημειωματάριο στα ρουθούνια μου λες και μυρίζω για πρώτη φορά.
Οι άκρες του ήταν φθαρμένες κι από μέσα έλειπαν πολλές, πάρα πολλές σελίδες. Το ξεφύλισα, λογαριασμοί, υποχρεώσεις, υπολογισμοί, μερικά σχέδια, κάποιες ιδέες διάσπαρτες δεξιά κι αριστερά. Κάπου έγραφε, μπλέντερ σκέψεων; Ύστερα του το επέστρεψα. Τη στιγμή που σήκωσα τα μάτια μου να τον κοιτάξω μπορούσα πια, για πρώτη φορά, να δω καθαρά. Το σκοτάδι είχε υποχωρήσει για τα καλά, μπόρεσα επιτέλους να δω πως βρισκόμουν σ΄ ένα δωμάτιο τετράγωνο και μεγάλο, χωρίς παράθυρα, χωρίς πόρτες. Στο ξύλινο πάτωμα υπήρχαν σημάδια από έπιπλα που πια δεν ήταν εκεί και στους μεγάλους ξύλινους τοίχους εκατοντάδες χαρτιά κολλημένα, σαν κι αυτά που έλειπαν από το σημειωματάριο που μου έδωσε να κοιτάξω.
Ζωγραφιές, πολύχρωμες και πανέμορφες ζωγραφιές. Σπίτια δίπλα σε ποτάμια, δελφίνια, ήλιοι, παιδιά, χαμόγελα, δέντρα, όλα σχεδιασμένα με λεπτομέρειες, με σκιές, μέτρο, προοπτική. Κι έπειτα σχέδια με κεραίες, πολλές κεραίες και καλώδια και κουμπιά. Ένα σχέδιο έδειχνε τους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος καλωδιωμένους κι ένα άλλο είχε έναν κοσμοναύτη να κρατά το ακουστικό ενός συμβατικού τηλεφώνου και το καλώδιο πήγαινε μέσα σε μία μαύρη τρύπα. Χαρτιά, πολλά χαρτιά με μαθηματικούς υπολογισμούς και τεχνικές σημειώσεις, ένα τεράστιο κολάζ γεμάτο περίτεχνες ζωγραφιές και πολύπλοκα τεχνικά σχέδια, ένα κολάζ γεμάτο αντιθέσεις.
Το φως, δίχως να το καταλάβω, είχε εισχωρήσει αναμεσα μας κι όσο ο θείος κι εγώ συνυπήρξαμε απορροφημένοι στα τρελά του όνειρα, είχε γεμίσει το δωμάτιο. Με το κεφάλι σκυμμένο, σημειώνοντας ποιός ξέρει τι και με φωνή αυτή τη φορά βαριά είπε, κατάλαβες τώρα; Ξαφνιάστηκα, τι εννοούσε; Με κοίταξε, η μορφή του είχε αλλάξει, ήταν πια μεγάλος, ίσως στην ηλικία που έφυγε, πάνω από 80 σίγουρα. Το πρόσωπο του φαινόταν κουρασμένο, τα μαλλιά του γκρίζα, το δέρμα στα χέρια του γεμάτο ζάρες. Κατάλαβες; με ξανά ρώτησε. Τι να καταλάβω θείε, τι εννοείς;
Το σκοτάδι αυτό ανιψιέ, είναι δικό μου, όχι δικό σου. Εσύ ήρθες εδώ, εγώ εδώ ήμουν, εδώ μόνο υπάρχω. Μόνο στο σκοτάδι γίνομαι ξανά νέος, μόνο στο σκοτάδι μπορώ να δώσω ζωή σε ότι εγώ θέλω, το φως μ’ ενοχλεί, πάντα μ’ ενοχλούσε. Η πραγματικότητα δε μου έκανε ποτέ καλό, η πραγματικότητα με πρόδωσε κι έτσι κι εγώ την απαρνήθηκα. Γιατί ήρθες εδώ δε ξέρω, γιατί έπεσες σε κώμα δε ξέρω, κανείς δεν ήξερε, κανείς δε μπορούσε να διαγνώσει. Το μόνο που έμαθα για σένα ήταν πως έτσι απλά, μια μέρα δε ξύπνησες. Δεν το πίστεψα. Ξέρω πως είχες όνειρα πολλά, όπως κι εγώ άλλωστε, ξέρω πως δεν τα κατάφερες, όπως κι εγώ άλλωστε, ξέρω πως δεν έφταιξες, όπως κι εγώ άλλωστε. Μερικά όνειρα ανιψιέ τα έχουμε μόνο για τα έχουμε, δεν είναι γραφτό να βγουν ποτέ αληθινά. Απλά μας βοηθούν ν’ αντέξουμε την απαίσια πλευρά του εαυτού μας, αυτή που σιγά-σιγά γινόμαστε.
Εγώ έριξα αυλαία νωρίς ανιψιέ, σταμάτησα ν’ ασχολούμαι, είχα τόσα πολλά και τόσο ωραία μες το μυαλό μου που προτίμησα ν’ ασχοληθώ μ΄αυτά, τίποτα άλλο δε με ικανοποιούσε παρά μόνο οι σκέψεις μου. Δεν είχα και δυνάμεις, μεγάλωσα βλέπεις, μερικές φορές νομίζεις πως μπορείς μα μόνο το νομίζεις, δε μπορείς. Και δεν το ξέρεις, το αντιλαμβάνεσαι μόλις προσπαθήσεις. Αυτό με ισοπέδωσε ανιψιέ, το ότι ήξερα τι ήθελα να κάνω, ήξερα πως να το κάνω, ήθελα πολύ να το κάνω, μα δε μπορούσα. Απλά δε μπορούσα πια. Έσκυψε το κεφάλι και το στήριξε με τα δυο του χέρια. Εσύ τα ζωγράφισες όλα αυτά; ρώτησα. Εκείνος κοίταξε τριγύρω με ένα ύφος σαν να βλέπει τους γεμάτους με σχέδια και ζωγραφιές τοίχους για πρώτη φορά. Χαμογέλασε και είπε, ναι, από ότι φαίνεται εγώ. Μα πως; πως μπορείς να ζωγραφίζεις τόσο καλά μέσα σε τόσο σκοτάδι; ρώτησα ξανά. Δε ξέρω ανιψιέ, δε το σκέφτηκα ποτέ, ίσως να μην ανήκω σε αυτούς που βλέπουν με τα μάτια. Αλλά με τι; με τι βλέπεις; ξανάρωτησα. Ίσως ανήκω σε αυτούς που βλέπουν με την καρδιά, είπε εκείνος.
Πρέπει να φύγεις τώρα ανιψιέ, δε μπορείς να μείνεις άλλο εδώ, δεν ξέρω καν γιατί ήρθες, σε λυπήθηκα κι άνοιξα το φως, αλλιώς δε θα σου είχα δώσει σημασία, άλλωστε όπως σου είπα όλο μου το ενδιαφέρον είναι στραμμένο αλλού. Θες να πεις πως με έβλεπες όσο καιρό προσπαθούσα να καταλάβω που είμαι; Ναι φυσικά σε έβλεπα. Και δεν έκανες τίποτα; Τίποτα. Γιατί; Γιατί εγώ δεν έχω τίποτα που να θέλω να σου δειξω, εσύ είσαι αυτός που θέλεις να δεις. Εγώ τον κόσμο μου τον φυλάω για μένα, σταμάτησα να τον μοιράζομαι, κατάλαβες ανιψιέ; Γιατί δεν ήρθες να με βρεις όσο ήμουν άρρωστος στο κρεβάτι, κι εσύ και πόσοι άλλοι, πόσα χρόνια δεν σε είδα, 20,30; Γιατί; Κι ήρθες εδώ μέσα απρόσκλητος και ζητάς προσοχή και βοήθεια. Καμία προσοχή, καμία βοήθεια.
Το ύφος του είχε αλλάξει κι ήταν θυμωμένος. Η ζωή ανιψιέ περνά ή με αυτά που ελπίζεις ότι θα συμβούν ή με αυτά που φοβάσαι ότι θα συμβούν. Κάπου εκεί μέσα υπάρχεις κι εσύ και περπατάς αφήνοντας το ένα όνειρο μετά το άλλο, απλώνοντας ένα μίτο για να γυρίσεις κάποτε πίσω. Περνά πολύς καιρός για να καταλάβεις πως δεν θα γυρίσεις ποτέ πίσω, απλά μπαίνεις όλο και πιο μέσα και πως ο μίτος που προσεκτικά νόμιζες πως άπλωνες δεν είναι παρά ένα κουβάρι μες το μπερδεμένο σου μυαλό. Το χειρότερο ανιψιέ δεν είναι το όνειρο που πέθανε, είναι το όνειρο που σκότωσες. Κάθε συμβιβασμός που κάνεις είναι ένας μικρός ακρωτηριασμός. Κόβεις και κόβεις και κόβεις μέχρι που μια μέρα αντιλαμβάνεσαι ότι δεν έχεις τίποτα άλλο να κόψεις, μέχρι που μια μέρα αντιλαμβάνεσαι πως έχεις μεταλλαχθεί. Κι ότι κι είναι αυτό που έχεις γίνει δε μπορείς τίποτα άλλο να το κάνεις από το να το αποδέχεσαι και να το μισείς, κάθε μέρα.
Όση ώρα ο θείος Τάσος μιλούσε με κεραυνούς κι αστραπές, εγώ είχα μικρύνει, χωρούσα ολόκληρος στο μπράτσο της πολυθρόνας, εκείνος είχε γίνει τεράστιος σα φλεγόμενη φιγούρα στο Burning Man. Αυτό το ταξίδι που λέγεται ζωή ανιψιέ δεν είναι για το τι θα πάρεις μαζί σου αλλά για το τι θ’ αφήσεις πίσω σου. Γιατί είσαι εδώ ανιψιέ, αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα. Ψάχνεις απαντήσεις; Δε θα μπορέσεις να τις πάρεις, δε θα μπορέσεις να τις βρεις. Γιατί είσαι εδώ; Σου λείπουν οι νεκροί σου; Ναι, ψέλλισα. Τότε μόνο ένα σου μένει να κάνεις. Τι; ρώτησα. Φρόντισε να μην λείψεις σε κανέναν. Ύστερα τράβηξε βιαστικά την αλυσίδα της λάμπας και το σκοτάδι σκέπασε πάλι τα πάντα.
Δε πρέπει να πέρασαν ούτε λίγα δευτερόλεπτα από τη στιγμή εκείνη και πάνω το κεφάλι μου περνούσαν σα βροχή οι σφαίρες.
«μΥδράλιο, δικέφαλος σκύλος». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.