Αμυγδαλιές.

Α

Η νοσοκόμα Σάντρα, αφού έλεγξε τις ενδείξεις των μηχανημάτων και κατέγραψε πως οι παλμοί της καρδιάς παραμένουν σταθερά κάτω από τους 30, έκανε το σταυρό της κι αναφώνησε, καλέ πως μπορείς;  Έλεγξε και σταθεροποίησε κάπως καλύτερα τους ορούς καθώς όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι που ήρθαν τις τελευταίες ημέρες να αποχαιρετήσουν τον σύντομα νεκρό, σκούντηξαν κάπως τη σχεδόν νεκρή σορό του, τσαλάκωσαν τα σεντόνια κι όλο και κάποιο σκουπιδάκι άφησαν στο πάτωμα. Ο κος. καθηγητής είχε δώσει ρητή εντολή, να είναι όλα πεντακάθαρα και τακτοποιημένα.

Η πιστοποίηση του εγκεφαλικού θανάτου είναι μια διαδικασία για άλλους βαρετή και για άλλους δυσάρεστη, όμως όλα πρέπει να είναι καθαρά. Με ένα βρεγμένο πανάκι καθάρισε λίγο το μέτωπο του ασθενούς, έκοψε τα νύχια του, τακτοποίησε λίγο τα μαλλιά του. Η βάρδια της σύντομα τέλειωνε, η Παρασκευή είχε φτάσει και είχε σκοπό το Σαββατοκύριακο να επισκεφθεί μια φίλη της στην Αίγινα. Στον όροφο είχε κι άλλους ασθενείς να φροντίσει αλλά αυτός ο ασθενής σύντομα θα έσβηνε, θα τον έσβηναν δηλαδή κι έτσι δικαιούνταν μιας παραπάνω προσοχής. Δυο χρόνια τώρα όλοι ήλπιζαν πως θα επανέλθει αλλά οι ελπίδες εξανεμίστηκαν. Εγκεφαλική δραστηριότητα μηδέν, αντίδραση σε νευρικά ή οπτικά ερεθίσματα μηδέν, κίνηση οφθαλμών μηδέν. Μηδέν από μηδέν μηδέν και έτσι αποφασίστηκε να γίνει η διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου και ύστερα να αποσυνδεθεί ο ασθενής από την υποστήριξη και τη διατήρηση του στη ζωή.

Ήταν ένα απόγευμα γλυκό και ο ήλιος είχε αρχίσει τη καθοδική του πορεία, από ένα σχολείο που ήταν εκεί κοντά μπορούσε κανείς ν’ ακούσει τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν στο προαύλιο. Το φως ήταν τόσο έντονο όσο να βλέπεις καθαρά χωρίς να σ’ ενοχλεί στα μάτια, η ατμόσφαιρα καθαρή κι η κίνηση των οχημάτων στη μεγάλη λεωφόρο ομαλή χωρίς μποτιλιαρίσματα ή κόρνες. Ήταν ένα απόγευμα που ο κόσμος φαινόταν να είναι σε τάξη, ένα απόγευμα που δεν θα έπρεπε κανείς να πεθάνει. Η νοσοκόμα Σάντρα έβαλε σε τάξη τα του εν δυνάμει νεκρού, τακτοποίησε τα πράγματα και τα αναμνηστικά που είχαν αφήσει συγγενείς και φίλοι και σε ένα τραπέζι με ρόδες έβαλε όλες τις φωτογραφίες και ένα λουλούδι. Κοίτα, γύρισε και είπε στον ασθενή, σου έφτιαξα κάτι σαν επιτάφιο. Ύστερα κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στον ασθενή και πήρε ένα από τα σημειωματάρια που βρισκόντουσαν εκεί από την αρχή.

Εκείνο το πρωί που τον έφεραν χωρίς αισθήσεις είχε τα σημειωματάρια στην αγκαλιά του και τα χέρια του ήταν σφιχτά δεμένα πάνω στον κορμό σαν ν’ αγκάλιαζε τον εαυτό του. Νεκρική ακαμψία είχε διαγνώσει τότε ο νοσοκόμος, συνήθως το παθαίνουν οι νεκροί είπε, αυτός όμως ακόμα ζούσε, ζούσε χωρίς αισθήσεις, αισθήσεις που έχασε και δε ξαναβρήκε. Του ξεκλείδωσαν τα χέρια με τα χίλια βάσανα κι εκεί μέσα βρήκαν αυτά τα σημειωματάρια που έκτοτε βρίσκονται στο κομοδίνο δίπλα του. Που και που αν είχε καμια επίσκεψη τα ξεφύλλιζε κανείς, μια φορά μια νοσοκόμα πήρε ένα σπίτι της αλλά το έφερε την ερχόμενη μέρα. Σκάσαμε στα γέλια είπε με τον άντρα μου, αυτός θα έπρεπε να έχει πεθάνει από χρόνια, μάλλον τρελός είναι. Δε φτάνει που έγραφε ένα κάρο ασυναρτησίες, έγραφε και στιχάκια, άκου άκου. Ύστερα, με το δεξί χέρι σηκωμένο και κρατώντας το σημειωματάριο και το αριστερό περασμένο πίσω από τη πλάτη σαν τον Λόρδο Βύρωνα, ξεκίνησε να περπατάει στο διάδρομο και ν’ απαγγέλει:

Ξυπνάω αργά δίχως κέφι
μοιάζω μ’ αρκούδα που
της χτυπούν το ντέφι.
Πίνω καφέ, κάνω τσιγάρα
μοιάζω βαρκούλα στο Νιαγάρα.

Πάω στη στάση παίρνω εισιτήριο
μοιάζω τρελός, θέλω εξιτήριο.
Μάτια κλειστά, νεύρα κορδέλες
μοιάζω κονσέρβα με σαρδέλες.

Χαχα, άκου άκου, μοιάζει λέει με κονσέρβα με σαρδέλες, έχει κι άλλο, άκου.

Ανοίγω πόρτες λέω καλημέρα
θυμίζω φούσκα γεμάτη αέρα.
Ώρες βουβές πλέω στη πλήξη
μοιάζω μ’ ευθεία που ‘χει στρίψει.

Χαχα, άκου, ευθεία που έχει στρίψει, καλέ αυτός είναι τρελός κανονικός, χαχα! Την επόμενη ημέρα η προϊσταμένη έμαθε για το περιστατικό κι αμέσως κάλεσε τη νοσοκόμα. Την επέπληξε επισταμένως, αυτά  είναι προσωπικά του είδη είπε, να μην ξαναφύγουν ποτέ από το δωμάτιο, και όντως δεν ξαναέφυγαν. Καμιά φορά κανένας επισκέπτης ή νοσηλευτής τα διάβαζε. Μερικοί διάβαζαν και φωναχτά, λες κι αυτός άκουγε ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζαν. Η νοσοκόμα Σάντρα πήρε ένα από τα τρία σημειωματάρια, στο εξώφυλλο έγραφε “Ημερολόγιο επιβίωσης”. Κάθισε δίπλα στον ασθενή και άνοιξε τυχαία σε μια σελίδα. Πάνω πάνω έγραφε, Απρίλης, 12.

Μερικές φορές νομίζω πως βρίσκομαι μέσα σ’ ένα διάφανο κουτί, ερμητικά κλειστό, κανείς δε μπορεί να μπει, δε μπορώ να βγω. Το οξυγόνο δεν περισσεύει και οι ακτίνες του ήλιου διαθλώνται και δεν τις αισθάνομαι πάνω μου σαν κάτι που με ζεσταίνει αλλά σαν κάτι που με καίει. Όταν ανοίγω τα μάτια βλέπω τον ουρανό κάποτε ήταν γαλάζιος, γεμάτος σύννεφα κι ελπίδες, τώρα είναι γεμάτος τρύπες και έχει ξεθωριάσει, κρέμεται από πάνω μου σαν κάποιος που ξεψυχάει. Το τηλέφωνο χτύπησε, το τηλέφωνο δε χτυπάει ποτέ εκτός κι αν κάποιος έχει πεθάνει. Δε μπορώ να το σηκώσω, δε ξέρω που είναι, μόνο το ακούω που χτυπάει και χτυπάει και χτυπάει μέχρι κάποια στιγμή που σταματά. Όταν κοιτάζω προς τα έξω δε βλέπω καθαρά πια, μόνο προς τα μέσα μπορώ να δω καθαρά αλλά δε θέλω. Τα χέρια μου κοιτάζω μόνο, μόνο αυτά μπορώ να δω, τα χέρια μου. Το δέρμα τους έχει γεμίσει ραγάδες και σημάδια, πόσα χρόνια πέρασαν…

Το τηλέφωνο χτύπησε, που είναι το τηλέφωνο δε ξέρω, δε μπόρεσα να το βρω, μόνο τα χέρια μου κι αυτός ο ήλιος που με καίει και πόσο θα ήθελα να με ζεστάνει μια μέρα, πόσο πολύ θα το ήθελα αυτό…το τηλέφωνο χτύπησε…ο ουρανός κρέμεται…μερικές φορές νομίζω πως είμαι κλεισμένος σε κουτί. Φωνάζω και ξαναφωνάζω αλλά δεν ακούει κανείς ή κανείς δεν απαντά. Μερικές φορές αισθάνομαι πως κάποιος ακούει αλλά κανείς δεν απαντά. Σηκώθηκα, ξανακάθισα. Το φως είναι πάντα ίδιο, κανείς δεν απαντά, που πήγες; Δυσκολεύομαι ν’ αναπνεύσω σήμερα, ίσως έξω έχει πολύ υγρασία, γιατί άραγε το τηλέφωνο χτυπάει αφού ποτέ δεν το σηκώνω, τι εποχή είναι; Νομίζω χειμώνας, ίσως έχει περάσει κιόλας δεν είμαι σίγουρος, μπορεί αργότερα να κοιτάξω προς τα έξω. Αν μπορέσω να διακρίνω ανθισμένες αμυγδαλιές, αυτό θα με κάνει να καταλάβω. Τα χέρια μου πως έγιναν έτσι Θεέ μου, Θεέ μου τι ειρωνεία ακόμα να σε προσφωνώ… ο χρόνος…γιατί δε κυλά ο χρόνος. Που είσαι τώρα;

Kαμιά φορά θυμάμαι το χιόνι, πόσο μου’ χει λείψει το χιόνι που πάγωνε το πρόσωπο μου και τ΄άφηνα να λιώσει και το ακουμπούσα στα χείλη σου και εσύ στα δικά μου και παίζαμε, ο χρόνος…που να’ναι ο χρόνος…το τηλέφωνο…ο ουρανός…όλα τόσο γνώριμα κι αγνώριστα. Τα χέρια σου έγιναν άραγε σαν τα δικά μου; Ζάρωσαν έτσι και τα χείλη σου, σαν τα δικά μου; Ποτέ δε κατάλαβα πως μπορεί να σ’ αγγίξει κάτι για τόσο λίγο και να φτάσει τόσο μέσα ενώ κάτι άλλο που σ’ αγγίζει κάθε μέρα να μην περάσει ποτέ την επιφάνεια, κάθε μέρα στην επιφάνεια, κάθε μέρα στην αφάνεια. Το τηλέφωνο, πόσο θα’ θελα σήμερα να σταματήσει να χτυπάει το τηλέφωνο ή να το βρω και να απαντήσω, αλλά και πάλι δε ξέρω τι να πω…πόσο θα’ θελα να’ χα μια σοκολάτα…πόσο θα’ θελα είχα τα πάντα για πάντα…πόσο θα’ θελα να είχα το ένα για λίγο…

Πρέπει ν’ αλλάξω θέση μ’ ενοχλεί εδώ ο ήλιος, μ’ ενοχλεί η σκιά που ρίχνει στο πάτωμα που με θυμίζει, δε θέλω τίποτα να με θυμίζει, μερικές φορές νομίζω πως είμαι κλεισμένος σε κουτί, σε διάφανο κουτί, βλέπω τα πάντα μα δε με βλέπει κανείς, ακούω τα πάντα μα δε μ’ ακούει κανείς, που να’σαι; Μερικές φορές νομίζω πως μόνο εσύ ήξερες από την αρχή τι θα συμβεί στο τέλος. Say something I’m giving up on you, θυμάσαι; Πες μου θυμάσαι; Θυμάσαι τόσο πολύ και τόσο έντονα που ότι κι αν θυμάσαι το νιώθεις; Αισθάνεσαι ποτέ την ανάμνηση στο δέρμα σου; Αισθάνεσαι ποτέ το τίποτα; Μερικές φορές νομίζω πως είμαι κλεισμένος μέσα σε κουτί. Πόσο θα’θελα να’χα μια σοκολάτα, να’χα τα πάντα για πάντα, να΄χα το ένα για λίγο. Το τηλέφωνο…δε σταματά να χτυπά το τηλέφωνο…που να’σαι…που είμαι; Σήμερα δε θέλω ν’ ανοίξω τα μάτια, θα δω πως τίποτα δεν έχει αλλάξει, θα δω πως είμαι ο ίδιος, προτιμώ να τα κρατήσω κλειστά. Με μάτια κλειστά μπορώ να δω ότι θέλω.

Φινιστρίνια, τα λάτρευα τα φινιστρίνια, σε κάθε ένα έβλεπα μια ελπίδα, άφηνα ένα σημάδι. Κάθε ένα ήταν ένα σήμα που προσευχόμουν κάποτε να γυρίσει σε μένα, να γυρίσει σε μένα σαν να γυρνούσες κι εσύ. Το τηλέφωνο πάλι χτυπάει, το τηλέφωνο δε ξέρω που είναι, πόσο θα ήθελα να μην το ακούσω ξανά ποτέ το τηλέφωνο. Θα μπορούσα ίσως να προσευχηθώ γι΄αυτό αλλά πια ξέρω πως η προσευχή έχει αξία μόνο αν πιστεύεις, δε μπορώ να πιστέψω, πόσο θα’ θελα να μπορούσα να φτιάξω σήμερα ένα φινιστρίνι. Κλεισμένος σε κουτί, τυλιγμένος σε χαρτί, χαμένος στο τίποτα χαράσω στο δέρμα μου τ΄όνομα μου για μην το ξεχάσω κι αυτό. Ύστερα το διαβάζω κι αναρωτιέμαι, ποιός; Προσπαθώ να θυμηθώ κρατώντας τα μάτια μου κλειστά, τ’ ανοίγω και χάνομαι, που;

Κανονικός τρελός είσαι εσύ σκέφτηκε η νοσοκόμα Σάντρα, δίκιο είχε η άλλη, και συνέχισε να διαβάζει.

Η αγαπημένη μου ασχολία ήταν να φτιάχνω φινιστρίνια, στο είπα; νομίζω στο είπα. Η λέξη φινιστρίνι είναι Ιταλική και σημαίνει παράθυρο, συνήθως παράθυρο σε πλοίο. Εισαι στο πλοίο και ταξιδεύεις και κάπου πας, που πας; και ταξιδεύεις και πας και δε ξέρεις αν θα φτάσεις, έφτασες; Είσαι στο πλοίο και ταξιδεύεις και δε ξέρεις αν θα φτάσεις και δε ξέρεις που πας και το μόνο που μπορεί να σου δώσει μια ελπίδα είναι το φινιστρίνι. Γι΄αυτό τα λάτρεψα τα φινιστρίνια, γιατί μέσα σε κάθε ένα, έκρυβα μια ελπίδα κι έβλεπα μια ανάμνηση. Δούλευα με ξύλα και με γυαλί και μερικές φορές έκανα συνθέσεις με ξύλα από σπασμένες πόρτες ή παλιά έπιπλα που έβρισκα στους δρόμους, δε μπορείς να φανταστείς τι πετάνε οι άνθρωποι στους δρόμους. Δε μπορείς να φανταστείς τι πετάνε οι άνθρωποι.

Λέω να σηκωθώ μα να πάω που; Πόσο βαριέμαι να μην κάνω τίποτα, τα χέρια μου είναι γεμάτα σκόνες και μπογιές και πρέπει να κόψω τα νύχια μου κάποτε, ίσως κάποτε εδώ μέσα υπήρχε ένας σκύλος, δε θυμάμαι, δεν είμαι σίγουρος. Σέρνω τα βήματα μου, κοιτάζω προς τα έξω, στους δικούς μου τοίχους ούτε ένα φινιστρίνι, τα έδωσα όλα, μπορεί και να μου τα πήρανε, δε θυμάμαι, εύχομαι να έχεις εσύ ένα τουλάχιστον, εύχομαι να έχει μείνει σε σένα κάτι χειροπιαστό γιατί εδώ μέσα όλα ανάμνηση έγιναν, ανάμνηση χωρίς ελπίδα. Μια φορά είχα βρει ένα γαλάζιο ξύλο, τι όμορφο γαλάζιο ξύλο σκέφτηκα μόλις το είδα, ίσως να είναι κομμάτι από έπιπλο ή ίσως να έντυνε κάποιον τοίχο ή ίσως ακόμα να ήταν κι από καράβι, ποιός ξέρει.

Ήταν γυαλιστερό μα δεν έμοιαζε καινούργιο, έμοιαζε σαν κάτι παλιό που δεν έχει χάσει γράδο από την αίγλη του, που δεν έχει ξεθυμάνει το χρώμα του μέσα στο χρόνο, που δεν έχει αλλοιωθει η ταυτότητα του. Ταυτότητα, που είναι η ταυτότητα; Ίσως αυτό να με βοηθήσει, ίσως πρέπει να ψάξω στα συρτάρια να βρω τη ταυτότητα, ίσως αύριο, δε θέλω σήμερα να σηκωθώ, δε θέλω σήμερα ν’ αντικρύσω πως όλα είναι ίδια, όπως εχθές, όπως προχθές, όπως πάντα. Σήμερα θέλω να κρατήσω τα μάτια κλειστά και να νιώσω το γαλάζιο ξύλο στα χέρια μου, να φτιάξω ξανά το φινιστρίνι εκείνο και μέσα στο γυαλί να κλάψω, μα δε μπορώ να κλάψω.

Τις προάλλες νόμιζα πως είχε έρθει κάποιος εδώ μέσα, μα δεν ήσουν εσύ, μα δε νομίζω πως ήταν κανείς, δε νομίζω πως έχει έρθει κανείς εδώ μέσα για πολύ καιρό, ίσως ποτέ, μα κάτι αισθάνθηκα, σαν κάτι να άκουσα κιόλας, σίγουρα δεν ήσουν εσύ. Τα χέρια μου είναι γεμάτα σκόνες και χρώματα, πρέπει να κόψω τα νύχια μου κάποτε, λατρεύω τα φινιστρίνια, στο είπα; νομίζω στο είπα. Σε κάθε ένα έκρυβα μια ανάμνηση κι έβλεπα μια ελπίδα. Δε θέλω να σηκωθώ σήμερα, προτιμώ να μείνω έτσι ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστά και να βλέπω τα πάντα. Μια φορά είχα βρει ένα γαλάζιο ξύλο στο είπα; νομίζω στο είπα. Ήταν ένα θυμωμένο υπέροχο γαλάζιο ξύλο, ήθελε να ξαναγίνει κάτι, δεν ήθελε να είναι πεταμένο, είχε ζωή μέσα του μα κανείς δεν το έβλεπε. Ήταν όνειρο, το βρήκα πεταμένο. Δε μπορείς να φανταστείς τι όνειρα πετάνε οι άνθρωποι.

Η νοσοκόμα Σάντρα άκουσε βήματα και βιαστικά πέταξε μέσα στη τσάντα της το σημειωματάριο. Η πόρτα του δωματίου 666 άνοιξε και μπήκε η προϊσταμένη, Νοσοκόμα Σάντρα, τι κάνετε εδώ; ρώτησε. Λίγη παρέα στον φίλο μας και φεύγω κα. Προϊσταμένη, άλλωστε όλοι οι δικοί του πέρασαν και χαιρέτησαν, σκέφτηκα να κάτσω κι εγώ για λίγο, για τελευταία φορά. Είμαστε έτοιμοι; ρώτησε και πάλι η προϊσταμένη. Ναι κα. Προϊσταμένη, είμαστε καθόλα έτοιμοι, έχουν γίνει όλα σύμφωνα με τον κανονισμό και τις οδηγίες του κου. Καθηγητή. Μάλιστα, πολύ καλά λοιπόν, λυπηρό αλλά…ναι κα. Προϊσταμένη, λυπηρό. Τι ώρα σας είπε ο κος. καθηγητής ότι θα ξεκινήσει η διαδικασία, ρώτησε η νοσοκόμα Σάντρα. Στις 10 το πρωί, είπε η προϊσταμένη. Την Δευτερα στις 10 το πρωί.

Έμειναν και οι δύο να κοιτάζουν την ακίνητη σωρό, ίσως να υπάρχει κάτι ακόμα εκεί μέσα, αλλά που να το βρεις, είπε χαμηλόφωνα η προϊσταμένη. Εγώ κα. Προϊσταμένη νομίζω, αν μου επιτρέπετε δηλαδή, πως δεν υπάρχει τίποτα. Αυτός είναι ένα άδειο πράμα, ένα κουφάρι. Ότι κι αν υπήρχε μέσα του, έχει πεθάνει πριν από αυτόν. 

Γιάννης Κακούρης