Παράδεισος στιφάδο.

Π

Το φτάσαμε έχει σχεδόν την ίδια δύναμη με το φύγαμε, δηλαδή καμία. Το μόνο φτάσαμε που αναγνωρίζω είναι αυτό που δεν έχει παραπέρα και το μόνο φύγαμε είναι αυτό που δεν έχει επιστροφή. Μερικές φορές το ότι μπορώ ν’ ακούω τον εαυτό μου ν’ αναπνέει είναι μεγάλη παρηγοριά. Ο γάιδαρος στεκόταν ακίνητος, εγώ πίσω από αυτόν και μπροστά μας ο κόλπος της Γιάλοβα, ασπρόμαυρος. Γιατί είναι ασπρόμαυρος;, ρώτησα, γιατί έχει πεθάνει, απάντησε.

Κοιτούσα και ξανά κοιτούσα, ανάμνηση καμιά, ήξερα πως κάτι από τη ρίζα μου βαστούσε από τον τόπο αυτό, αλλά λεπτομέρειες γιοκ. Γιοκ, λέξη τουρκική, Γιάλοβα, λέξη που σχηματίζεται από την ελληνική αιγιαλός και τη τουρκική όβα. Όβα σημαίνει ομαλός, Γιάλοβα σημαίνει ομαλός αιγιαλός. Γάιδαρε, εγώ τι είμαι; Έλληνας ή Τούρκος; ρώτησα, απάντηση καμία. Πολύ μαλάκας αυτός ο γάιδαρος, σκέφτηκα, περιμένοντας κάποια αντίδραση, αντίδραση καμιά. Κοιτούσα και ξανακοίτουσα τον κόλπο της Γιάλοβα, λιγοστά σπίτια, λιγοστά μαγαζιά, καθόλου άνθρωποι, όλα ασπρόμαυρα σαν φωτογραφία από αυτές που μάζευα στα παζάρια και στη Μπιτάκα κάθε Κυριακή πρωί. Πεταμένες στο οδόστρωμα ή πάνω σε σεντόνια βρώμικα ή κάθε λογής πανέρια και δίσκους σερβιρίσματος, δεκάδες, εκατοντάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες είχαν κλείσει μέσα τους κάθε πιθανή και απίθανη στιγμή ενός παρελθόντος που το παρόν αδυνατούσε να συλλάβει και το μέλλον αδιαφορούσε.

Έπαιρνα αυτές τις φωτογραφίες στα χέρια μου, φωτογραφίες που είχαν φτάσει εκεί από σπίτια διαλυμένα που κανείς δεν ήθελε πια το περιεχόμενο τους, τις κοιτούσα και προσπαθούσα να φανταστώ τα χρώματα, το τι η στιγμή απεικόνιζε και κυρίως το τι συνέβη μετά. Αυτό το τι συνέβη μετά, με απασχολούσε πάντα. Παρατηρούσα τα ρούχα των ανθρώπων, το βλέμμα τους, τη στάση του σώματος τους, προσπαθούσα να καταλάβω τι ώρα είναι και στις φωτογραφίες που ήταν πολλοί μαζί προσπαθούσα να καταλάβω ή τουλάχιστον να φανταστώ ποιά ήταν τα ζευγάρια ή οι φίλοι. Στις φωτογραφίες, συνήθως, δε βλέπεις εχθρούς και έτσι υπέθετα πως όλοι όσοι ήταν κλεισμένοι στη στιγμή εκείνη, ήταν φίλοι.

Οι καλύτερες φωτογραφίες ήταν αυτές που κάτι έγραφαν στη μία ή στην άλλη πλευρά, μια αφιέρωση, μια ημερομηνία, μια λέξη έστω. Νομίζω πως οι άνθρωποι του παρελθόντος αν θα είχαν κάτι να ζηλέψουν από αυτούς τους μέλλοντος θα ήταν η δυνατότητα του να βγάζεις τόσο εύκολα φωτογραφίες τον εαυτό σου και τους γύρω σου, τα γύρω σου. Αναρωτιέμαι αν θα υπάρξει ποτέ φωτογραφική μηχανή που θα μπορείς να απεικονιζει τα μέσα σου, όποια κι αν είναι αυτά. Τα δικά μου σήμερα θα είναι μαύρα, κατάμαυρα, πιο μαύρα κι από την ασπρόμαυρη Γιάλοβα.

Γάιδαρε τι κάνουμε εδώ; ρώτησα. Εσύ αποφασίζεις, είπε, σκατά. Δεν έχω ιδέα τι ν’ αποφασίσω, δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι κάπου χωρίς να ξέρω γιατί και πως. Αν θα υπήρχε πρωτάθλημα ασυναρτησίας θα ήμουν σίγουρα πρώτος και με διαφορά αλλά στη Γιάλοβα; Τι σκατά να κάνω στην ασπρόμαυρη Γιάλοβα; Θυμάμαι είχα έρθει πριν χρόνια εδώ, ναι είχα έρθει, γιατί να είχα έρθει άραγε; Θυμάμαι έκανα μπάνιο και πλατσούριζα δίπλα σε κάτι κυρίες που φορούσαν καπέλα θαλάσσης πλαστικά με λουλούδια, σαν αυτά που φορούσε η Βλαχοπούλου κι εγώ τους είχα πιάσει τη κουβέντα σαν μεσόκοπος τέντι μπόις και κάτι λέγαμε, τι λέγαμε; α ναι, για τα σπίτια τα πολυτελείας και τα διάφορα που χτίζει εκεί ο Αποστολόπουλος και τα πουλάει για εκατομμύρια ευρώ. Εκατομμύρια ευρώ στη Γιάλοβα κι όλα έχουν ξεπουλήσει, έτσι μου είπαν οι κυρίες με τα λουλουδάτα καπέλα και μου έχει κάνει πολύ εντύπωση.

Θυμάμαι πως η γιαγιά μου η Ζωή είχε κάποτε ταβέρνα στη Γιάλοβα, ωπς… γι’ αυτό είμαι άραγε εδώ; Η γιαγιά μου η Ζωή είχε ταβέρνα στη Γιάλοβα, ναι, θυμάμαι. Κοιτάζω ξανακοιτάζω τον κόλπο, τη παραλία, τα λιγοστά μαγαζιά, είσαι στη δεκαετία του 1930, είπε ο Γάιδαρος, γι’ αυτό είναι όλα έτσι φτωχικά και λίγα. Και τι κάνω εδώ; ρώτησα. Δεν έχω ιδέα, είπε, εσύ ζήτησες να έρθουμε. Περπάτησα μέσα στο νερό και βγήκα στη παραλία, ο γάιδαρος έμεινε πίσω να κοιτάζει. Δυο σπίτια, μια βάρκα, μια ταβέρνα, όλα ασπρόμαυρα, άνθρωπος κανείς. Πιο κάτω ένα πιο μεγάλο σπίτι με παράθυρα μεγάλα κι όλα ανοικτά κι οι κουρτίνες τραβηγμένες στο πλάι. Μια ταμπέλα πάνω πάνω γράφει, “Πανδοχείο η Ζωή”. Ζωή λέγανε τη γιαγιά μου, κοιτάζω μπας και δω κανέναν, ένας κύριος γεροδεμένος και μουστακαλής κρατώντας ένα ταβά στο χέρι βγαίνει από τη πόρτα και μόλις με βλέπει κοντοστέκεται και μετά παγώνει. Μένουμε εκεί να κοιτάζομαστε σαν πρώτη συνάντηση ερυθρόδερμου με καουμπόι.

Κοιτάζω πιο καλά, ο άνθρωπος αυτός πρέπει να είναι 40-45 χρόνων, ίσως μεγάλος κιόλας για την εποχή του. Ώστε ήρθες, είπε. Με περίμενες; ρώτησα. Ναι σε περίμενα, με ειδοποιήσαν πως κάποιος θα έρθει αλλά δεν ήξερα ποιός. Ποιός είσαι; με ρώτησε, δεν έχω ιδέα, απάντησα, εσύ ποιός είσαι; ρώτησα με τη σειρά μου. Εμένα με λένε Γιώργο και έχω το πανδοχείο και κόρη μου είναι η Ζωή. Αν κόρη σου είναι η Ζωή τότε εσύ είσαι προπάππους μου κι εγώ δισέγγονος σου. Τι κάνεις εδώ; με ρώτησε. Γύρισα κοίταξα τον γάιδαρο, αυτός με έφερε, είπα. Γιατί; ρώτησε, γιατί λέει εγώ του είπα. Αλήθεια είναι;, με ρώτησε ξανά, δεν ξέρω, απάντησα.

Έχεις πεθάνεις εσύ, έτσι δεν είναι; είπα, νομίζω ναι, είπε, έχω πεθάνει. Πρώτη φορά συναντώ νεκρό, πως είναι; Δεν είναι για όλους το ίδιο, κι εσύ πάντως δε φαίνεσαι και πολύ ζωντανός για να είσαι εδώ. Δεν είχα τίποτα να πω, τι έχει μέσα ο ταβάς; ρώτησα. Κουνέλι στιφάδο, είπε, πάω ν΄ανάψω τη φωτιά και να το ψήσω, θα έρθουν πελάτες όπου να’ ναι, κάνω το καλύτερο στιφάδο της περιοχής! Η γιαγιά η Ζωή που είναι; ρώτησα, δε θα τη βρεις εδώ, πρέπει να πας σε άλλο μέρος, με μένα δε τα πάει καλά. Τσακώνονται οι νεκροί; ρώτησα. Ότι κάνεις στη ζωή, το κουβαλάς όπου κι αν πας είπε. Μα η ζωή τελείωσε για σένα, έτσι δεν είναι; ρώτησα πάλι. Η ζωή δε τελειώνει ποτέ, είπε κι άναψε φωτιά.

Η θάλασσα ήταν λάδι και εντύπωση πολύ μου έκανε πως ήμασταν μόνοι μας, μακάρι να μπορούσα να δω τα χρώματα, θα πρέπει όλα να είναι πολύ όμορφα σκέφτηκα, είναι είπε ο γάιδαρος. Εσύ τι κάνεις εδώ; ρώτησα, εδώ είναι η Παράδεισος μου, είπε, εδώ στη Γιάλοβα. Εδώ γλέντησα και ήπια και αγάπησα και κολύμπησα. Εδώ έχασα τη πρώτη μου σύζυγο και βρήκα τη δεύτερη, εδώ έγινα πατέρας, εδώ έκανα φίλους, έδω άφησα τη τελευταία μου πνοή. Είχες καλή ζωή; ρώτησα. Κοίτα γύρω σου, εσύ τι λες; Είχα την καλύτερη! Μα στην εποχή που έζησες η ζωή πρέπει να ήταν πολύ δύσκολη, ξανα είπα. Φτώχεια, μεσοπόλεμος, δικτατορία. Κοίτα, είπε, και στη δικτατορία είχε κουνέλια και στο πόλεμο είχε κουνέλια κι η θάλασσα ήταν πάντα εδώ. Κρασί έχουμε, ήλιο έχουμε, φίλους έχουμε, δε ξέρω τι άλλο είναι η ζωή, πάντως εμένα αυτό μου έφτανε. Δεν ήθελες τίποτα άλλο; ρώτησα, τίποτα άλλο, είπε.

Αυτό το μέρος, αυτό το πανδοχείο, ήταν η ζωή μου όλη, αυτό μου άρεσε, αυτό έκανα, καλή σύντροφο είχα, δε ξέρω άλλη ευτυχία από αυτή, δε χρειάστηκε να ψάξω άλλη. Ναι αλλά αν είχες ταξιδέψει μπορεί να είχες βρει κάτι άλλο, είπα. Καμιά φορά, είπε, ταξιδεύεις πολύ μακριά ακόμα κι αν μείνεις στον ίδιο τόπο. Την ευτυχία άμα τη βρεις πρέπει να τη φυλάς πολύ κοντά σου και τα ταξίδια είναι επικίνδυνα, μπορεί να μη γυρίσεις ποτέ κι εγώ πάλι δεν θέλησα ποτέ να φύγω. Πλησίασε κοντά μου και με κοίταξε στα μάτια βαθιά και έντονα. Πως σε λένε; ρώτησε. Εκείνη τη στιγμή είπα με λένε Γιάννη κι ο γάιδαρος χλιμιντρίσε κι εγώ σκέφτηκα, με λένε Γιάννη!

Άκου Γιάννη, εδώ δεν έχει τίποτα για σένα, δε ξέρω από που έρχεσαι, υποθέτω απο πολύ μακριά, μα ότι κι αν ψάχνεις δεν είναι εδώ. Κι εσύ πως το ξέρεις; ρώτησα. Βλέπεις τους ανθρώπους γύρω μου, ρώτησε, όχι είπα. Βλέπεις τα άλογα, τα σκυλιά, ακούς τον άνεμο; όχι είπα ξανά. Τη μουσική την ακούς, τα χρώματα τα βλέπεις, όχι είπα, τίποτα από αυτά δεν υπάρχει. Εδώ είμαστε εγώ κι εσύ κι όλα είναι ασπρόμαυρα, είπα. Κατάλαβες τώρα γιατί εδώ δεν υπάρχει τίποτα για σένα; γιατί τίποτα δε βλέπεις και τίποτα δεν αισθάνεσαι, άλλο είναι το μέρος σου. Θέλεις να πεις πως άλλα βλέπω εγώ κι άλλα εσύ; Βέβαια, είπε, οι φίλοι μου όλοι είναι εδώ, σε λίγο θα ξεκινήσουν τα όργανα, θα κάνουμε βουτιές και θα πιούμε κρασί κι αργότερα θα φάμε το ωραιότερο στιφάδο του κόσμου. Μα εσύ μου φαίνεσαι μόνος σου, ξάνα είπα. Το τι έχει ο κάθε ένας μέσα του δε μπορεί να το δει ο άλλος, είπε και βούτηξε με φόρα στη θάλασσα.

Δε μπορεί να είναι αυτό η Παράδεισος σκέφτηκα. Παράδεισος και Κόλαση είναι μέσα σου είπε ο γάιδαρος, πάντα τα κουβαλούσες και πάντα θα τα κουβαλάς. Και τώρα που είμαι; ρώτησα. Κάπου στη μέση είπε ο γάιδαρος. Παππού Γιώργο, που θα βρω τη γιαγιά τη Ζωή ρώτησα, ψάξε να βρεις το κτήμα είπε, ίσως εκεί να είναι. Ποιό κτήμα;, φώναξα, που είναι; Το κτήμα Χότζα είπε και κολύμπησε ακόμα πιο μέσα στη θάλασσα. Έμεινα να κοιτάζω την άδεια Γιάλοβα και να φαντάζομαι πως κάπου γύρω μου άνθρωποι νεκροί γλεντούν.

Περίεργο πράγμα η ζωή αλλά ακόμα πιο περίεργο ο θάνατος, σκέφτηκα. Πρώτη φορά βλέπω νεκρό και μάλιστα με ατομική Παράδεισο κι έπειτα αναρωτήθηκα άραγε ποια θα ήταν η δικιά μου; Δε χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ καθώς μια ανάμνηση ήρθε τόσο έντονη που μ΄έκανε να φωνάξω δυνατά, ε παππού, αν αποφασίσεις ποτέ να φύγεις από εδώ έλα να με βρεις στη δική μου Παράδεισο. Που θα είσαι; ρώτησε αυτός. Στην Απείρανθο με κεφτέδες και παγωμένη ρακί. Εκείνος με κοίταξε με ύφος σοβαρό και είπε, όντως είσαι εγγονός μου. Ίσως τα ξαναπούμε εκεί κάποτε, αν και δε νομίζω πως θα φύγω ποτέ από εδώ.

Αναρωτήθηκα αν το να εισαι στο ίδιο μέρος για πάντα είναι Κόλαση ή Παράδεισος ή αν αυτά τα δύο εναλλάσσονται σαν τη μέρα και τη νύχτα και μένουν πάντα μαζί εξαρτώμενα το ένα απόλυτα από το άλλο.

Γιάννης Κακούρης