Η πρωινή κατάβαση από το χοτέλ προς τη βιομηχανική περιοχή Σίνδου ήταν μια ρουτίνα τις τελευταίες αυτές ημέρες. Σήμερα επιστροφή στη βάση σκέφτηκα, χωρίς να σκεφτώ ότι η βάση είμαι πάντα εγώ κι οι προορισμοί περιστρέφονται. Πόσες ημέρες δεν έχω γράψει; ξανασκέφτηκα Πολλές, απάντησα.
Από εκείνη την ημέρα που με έπιασε νευρικό γέλιο μέσα στον αξονικό γιατί η γιατρέσα μου είπε, “ήπιατε το σκιαγραφικό;”, “μάλιστα”, απάντησα. “Α, ωραία, τώρα όπου να’ ναι θα νιώσετε κάτι σαν κάψα” μου ξανάπε. “Σαν τις κάψες της εμμηνόπαυσης;” ρώτησα, κι εκείνη κοκίνησε και είπε ελαφρώς προσβεβλημένη, “έλεος κύριε, που να ξέρω πως είναι οι κάψες της εμμηνόπαυσης; Εγώ είμαι νέα.” Εγώ όμως στο μυαλό είχα την Αζ που σε μια στιγμή κάψας, χειμώνα καιρό, τη βρήκα στο γραφείο να δουλεύει μες το μπούζι, εγώ τουρτούριζα, “γιατί δεν ανάβεις air condition;” την ρώτησα. Εκείνη με κοίταξε αναψοκοκκινισμένη & αναμαλλιασμένη και είπε, “τι air conditon; εγώ έχω σκάσει” και ξαναγύρισε στα χαρτιά της χωρίς να καταλαβαίνει ότι έξω είχε μείον. Τεσπά, μετά με πιάσανε τα γέλια κι ο αξονικός κόμπλαρε κι εγώ καθυστέρησα τον επόμενο ασθενή μέχρι να σταματήσω να γελάω. Αυτό όμως που είχε ιδιαίτερη αξία ήταν η έκπληξη του ασθενούς που περίμενε στο διάδρομο να εξεταστεί μετά από εμένα. Όταν άνοιξα τη πόρτα και βγήκα το ύφος στα μάτια του έλεγε, “έτσι θα γελάσω κι εγώ;”.
Μετά τη Σίνδο κατέβηκα προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ημέρα έξτρα χοτ κι ο κόσμος όχι πολύς. Ανεβαίνω την Αριστοτέλους από Τσιμισκή προς Εγνατία και μπροστά μου κατεβαίνει μία νεαρή κυρία με εμφανές κινητικό πρόβλημα. Κουνάει τα χέρια και τα πόδια σαν να σχηματίζει οχτάρια, δυσκολεύεται αλλά προφανώς έχει μάθει να κινείται όπως κινείται, δεν κοιτάζω αλλά βλέπω. Κάπου στο πλάι επί του πεζόδρομου στέκεται ένας κύριος, μεσήλιξ σαν έμε, αλλά πιο σινιέ, παντελονάκι λινό, κόκκινο polo, χτενισμένος. Εγώ ανεβαίνω, η κυρία που κάνει τα οχτάρια με πόδια και χέρια κατεβαίνει κι ο σινιέ μεσίληξ με το κόκκινο polo ανάμεσα μας στο πλάι.
Περνάει εκείνη απο μπροστά του και συνεχίζει την κάθοδο της, δευτερόλεπτα αργότερα ο κύριος στρίβει προς το μέρος της κι αρχίζει να περπατάει πίσω από αυτήν. Stop, κάτι δε πάει καλά. Σταματώ και τώρα κοιτάζω για να καταλάβω τι γίνεται. Αυτός τόση ώρα ήταν ακίνητος και μόλις πέρασε αυτή μπροστά του, ξεκίνησε να περπατάει με το ίδιο και χειρότερο πρόβλημα ξοπίσω της. Τώρα βλέπω αυτήν που αγωνίζεται να κάνει πέντε βήματα κουνώντας αλλοπρόσαλα πόδια & χέρια και πίσω της τον κύριο με το κόκκινο polo που περπατάει ανοίγοντας και περιστρέφοντας σε κάθε βήμα τα χέρια λες και κάνει κινήσεις kung fu και περπατώντας σχηματίζοντας κουτσά ημικύκλια.
Μπροστά αυτή κουνώντας όπως να’ναι πόδια & χέρια και ξοπίσω της αυτός λες και τη κυνηγάει. Σκηνή απο ταινία, σκέφτηκα. Αυτή δεν τον έχει δει και συνεχίζει, αυτός την ακολουθεί σαν κακοτράχαλο τέρας που θέλει να την καταβροχθίσει. Η πρώτη μου σκέψη είναι, Monty Pythons φάση, και θέλω να σκάσω στα γέλια βλέποντας πως αυτό ο σοβαρός κύριος κοροϊδεύει την άτυχη κυρία, αντιγράφοντας και πολλαπλασιάζοντας το κινητικό της πρόβλημα με τόσο άψογες κινήσεις. Θέλω να γελάσω αλλά κρατιέμαι. Λέω μέσα μου, ντροπή του.
Δε μου πήρε πολύ να καταλάβω πως ο κύριος δε μιμούνταν κανέναν αλλά είχε παρόμοιο και χειρότερο πρόβλημα από εκείνη. Τώρα θέλω να γελάσω δυο φορές γιατί, τέτοιο χορευτικό συγχρονισμό αναπηρίας που να τον πετύχεις ρε φίλε Σάββατο πρωί στην Αριστοτέλους Ιούλη μήνα με 40 πλας; Πάλι κρατιέμαι και λέω μέσα μου, ντροπή σου. Φτάνω Εγνατία, στρίβω δεξιά, δε κρατιέμαι σκάω στα γέλια, Θεέ μου σγχώρα με. Ο Θεός μου έριξε μια σφαλιάρα βέβαια γιατί η απαλή επιστροφή στη βάση όπως τη φανταζόμουν εξελίχθηκε σε περιπέτεια σε βουνά και λαγκάδια και αναμονή κάτι ώρες να περάσω τα σύνορα, χωρίς κλιματισμό.
Ας είναι, έβαλα ελληνικά στο full όση ώρα περίμενα και με τη κόκκινη βεντάλια μου, δροσίστηκα οργανικώς.
«μΥδράλιο, ρώσικη σάλατα». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.