Πολύ τσάρμινκ.

Π

Ξύπνησα νωρίς, έφυγα νωρίς, τελείωσα νωρίς. Όλα πήγαν καλά στη δουλειά και είχα χρόνο να ξαναπεράσω από την αποθήκη με τις αντίκες. Δώσαμε χέρια για τις νταμιτζάνες, να δω τι θα τις κάνω. Όταν ήμουν μικρός είχα εμμονή με τις τσίχλες ούφο και μετά με τα σπίρτα μετά με τ’ αυγά. Μετά οι εμμονές πήγαν αλλού κι αργότερα οι εμμονές έγιναν κολάζ και γέμισε ο τόπος κάδρα, κι είναι γεμάτος ακόμα εδώ που τα λέμε, και τώρα με έχουν κατακλύσει οι νταμιτζάνες. Το περίεργο με τις εμμονές μου, κατά πως καταλαβαίνω, είναι πως όσο μεγαλώνω εγώ, μεγαλώνουν κι αυτές σε όγκο και τώρα άντε να βρω που θα στριμώξω τις εμμονές μου που αυτή τη περίοδο έχουν τη μορφή νταμιτζάνας.

Έφτασα στο αεροδόμιο της Βουδαπέστης κι αφού έκανα τσεκ απ και τα σχετικά έψαχνα να βρω κάπου ν’ αράξω για τσίμπι τσίμπι και τσεκ στο ίντερνετ. Καθώς περπατούσα μια όμορφη, όσο μπορούσα να δω κάτω απ’ τη μάσκα, με σταμάτησε. Τι κρέμα βάζετε στο πρόσωπο σας με ρωτησε, έχω διάφορες της είπα αλλά όταν ταξιδεύω βάζω Lancôme. Αυτό το είπα για πλάκα γιατί σιγά μην έχω Lancôme, αλλά εκείνη γέλασε. Δεν θ’ αγοράσω κάτι της είπα, δεν πειράζει είπε. Συμφώνησα να μου κάνει την επίδειξη. Έπιασε το δεξί μου χέρι και άπλωσε μια κρέμα που φάνηκε να βγάζει τα νεκρά κύτταρα, μου το έχουν ξανακάνει αυτό και δεν ξαφνιάστηκα. Με κοίταξε στα μάτια, είστε συγγραφέας; με ρώτησε. Αυτή τη φορά ξαφνιάστηκα, ναι της είπα, πως το κατάλαβες; Ποτέ δεν πέφτω έξω, είμαι πολύ έξυπνη διορατική. Συνέχισε να μου τρίβει το χέρι. Έχω πολύ υψηλό iq είπε και μετά κόμπιασε. Ίσως να σκέφτεσαι πως δεν είμαι καθόλου ταπεινή αλλά μήπως ξέρετε ποιός έμαθε τους ανθρώπους να είναι ταπεινοί; με ρώτησε. Όχι, της είπα δε ξέρω. Δεν πειράζει αφήστε το. Σίγουρα δεν έχετε χρόνο για αυτή την ιστορία, είπε. Για αυτή την ιστορία έχω, της απάντησα. Η εκκλησία λέει, ήθελε τους ανθρώπους υπό έλεγχο και έτσι τους έμαθε να είναι ταπεινοί. Γιατί να είμαι ταπεινή; με ρώτησε. Είμαι ένα θαυμάσιο πλάσμα, γιατί να με χαρακτηρίζει η ταπεινότητα; Μπορώ τόσα πολλά… Μετά με ρώτησε για τι πράγμα γράφω κι εγω της είπα για τα ταξίδια και για τις μέρες και για τις αναμνήσεις και για τα όνειρα. Κι εκείνη με κοίταξε πάλι στα μάτια και μου είπε, ξέρετε τι λένε για τους συγγραφείς; Όχι δεν ξερω απάντησα. Αν σ’ ερωτευτεί συγγραφέας, δεν πεθαίνεις ποτέ. 

Πολύ τσάρμινγκ αυτό το τόσο κοντά-τόσο ξαφνικά, το’ χα ξεχάσει.

Γιάννης Κακούρης