Φτάσαμε στη Νάξο 22 ώρες αργότερα, από τη στιγμή που ξεκινήσαμε από τη Σόφια. Μια μέρα δρόμος από τη βροχή στον ήλιο. Μια Αυγουστιάτικη καταιγίδα φαίνεται να έχει χτυπήσει διάφορα νησιά των Κυκλάδων αλλά το δικό μας καράβι πήγαινε με 0 άνεμο λες κι ήμασταν σε πισίνα και στιγμή ουδεμία δε θαλλασοπνιγήκαμε. Φτάσαμε ξημερώματα στην Αθήνα κι αράξαμε στο λιμάνι να περιμένουμε να έρθει η ώρα για να μπούμε στο καράβι, εκεί όπου είχαμε αριθμημένες θέσεις με σκοπό να κοιμηθούμε λίγο.
Αρκετή ώρα πριν φτάσουμε στο λιμάνι είχα μια ανάγκη για τουαλέτα αλλά αν δεν είμαι σε μέρος σέιφ δε μπορώ να λειτουργήσω, να μια ομοιότητα με τη Φρίντα που δεν την είχα σκεφτεί, τεσπά. Η Αν έμεινε στο αμάξι, η μικρή άραξε σε μια ξαπλώστρα του μπαρ Τζιτζίκι, εκεί που συχνάζει ο φίλος Αλεχάνδρο και συχνά πυκνά ανεβάζει στόρις στο ινσταγκραμ με μουσικές, φώτα, φιάλες και γκο. Την ώρα που φτάσαμε το τζιτζίκι ήτο νεκροταφείο και η περιοχή βρωμοκοπούσε τα μάλα, πράμα που με εκνεύρισε γιατί είναι μες στο λιμάνι και σε σημείο που κόσμος ξένος πάει κι έρχεται. Μια τάξη, μια ομορφιά, ένα συμμάζεμα θα ήθελα να το έβλεπα αλλά που, γκρικ καμάκι κατάσταση, ότι αρπάξουμε. Οι χημικές τουαλέτες δεν πλησιαζόντουσαν από τη μπόχα κι η ανάγκη μου πια είχε φτάσει στα όρια της, οπότε βρήκα ένα μέρος κάπως απόμερο και ξαλάφρωσα. Αποφάσισα να αφήσω ένα σημείωμα επάνω στη πόρτα της δημόσιας τουαλέτας, “με συγχωρείτε που δεν σας χρησιμοποίησα αλλά είμαι τυφλός δεν θα ήθελα να χάσω και καμία άλλη αίσθηση μπαίνοντας εδώ μέσα”, και από κάτω να είχα υστερόγραφο “το σημείωμα το έγραψα εγώ ο φίλος του τυφλου που δεν έχω όσφρηση, για αυτό άλλωστε και μπόρεσα να πλησιάσω”.
Φτάσαμε μεσημέρι στη Νάξο και αν και είχα όρεξη και ενέργεια να πάω στη θάλασσα, οι χάριτες ξεράθηκαν, κι εγώ τις άφησα να χαλαρώσουν λίγο. Το βράδυ κατεβηκαμε με την Αν στο κέντρο για μια πρώτη ανάγνωση και χαρτογράφηση του πως πάμε εκει κι εδώ, που παρκάρουμε καιταλοιπά. Δε ξέρω τι είναι αυτό που κάνει τις Κυκλάδες ότι είναι αλλά αν θα μπορούσα κάτι να ξεχωρίσω είναι αυτό το άγριο και κατάλευκο φως, τα σοκάκια, οι μπουκαμβίλιες, οι γάτες, τα πλακόστρωτα, οι βασιλικοί, αυτή η διάχυτη αίσθηση του ανέμου που σε περιβάλλει και σου ψιθυρίζει, άσε με να σε κάνω Κυκλάδες. Μια μητέρα προσπαθεί να κουλαντρίσει ένα πιτσιρικά, έλα του λέει, πάμε να βρούμε τους άλλους να τους ρωτήσουμε αν πεινάνε, κι ο μικρός της απαντάει, εγώ πεινάω μόνος μου, 2 μέρες πέρασαν κι ακόμα γελάω. Ξεκίνησα την ανάγνωση του νησιού από το Αλυκό και βούτηξα στη Χαβάη, σήμερα θα πάω στο Χαλκί και τη Μουτσούνα.
2 μέρες αργότερα
Αν έχω κάτι να πω για τη Νάξο, πέραν των χιλλιοειπωμένων, είναι πως δεν έχει νυχτερινή ζωή αλλά έχει πεντανόστιμα τυριά. Τα μπαράκια είναι σαν να κάνεις προθέρμανση αλλά ο αγώνας δε ξεκινάει ποτέ, παραμένεις στο ζέσταμα. Τα λιγοστά κλαμπ είναι αιώνες πίσω από οτιδήποτε σε Σαντορίνη και Μύκονο, οπότε να η απάντηση γιατί εκείνα τα νησιά έχουν και το όνομα και τη χάρη. Παρά ταύτα η Νάξος είναι ένα νησί ευλογημένο από κάθε άποψη κι αν θα μπορούσα να ζητήσω μια χάρη από τον Μεγάλο Γκάτι είναι κάποτε να γίνει μια κλαμπάρα εδώ, που να αράζεις μέχρι το ξημέρωμα με μουσικές χορευτικές και διάθεση delete. Από τα μέρη που επισκέφτηκα το Χαλκί μου άρεσε περισσότερο από όλα. Μέσα στον ελαιώνα της Νάξου είναι η παλιά πρωτεύουσα του νησιού και το εμπορικό της κέντρο. Χτισμένο από τους ίδιους αρχιτέκτονες που έχτισαν την Ερμούπολη στη Σύρο, είναι ένα ορεινό χωριό με νεοκλασικά, κάτι που από μόνο του έχει ενδιαφέρον. Όμως το Χαλκί είναι πανέμορφο και για χίλιους άλλους λόγους.
Το σκαλπ όμως το παρέδωσα στη Μουτσούνα, εκεί που είχα σημαδέψει να πάω μόνο και μόνο για το όνομα. Ένα χωριό μια σταλιά, που πρέπει πραγματικά να το θέλεις πολύ για να φτάσεις εκεί, ένα χωριό που δεν έχει τίποτα τουριστικό αλλά έχει πολύ ιστορία, (από εκεί μπάρκαραν όλα τα φορτία σμύριδας), 2 ταβέρνες, 1 καφενείο, 2 παραλίες τσέπης και μια αίσθηση, εδώ είναι Ελλάδα 30 χρόνια πριν. Η Μουτσούνα, η παραλία Μικρή Βίγλα και το Χαλκί ήταν μέρη που απόλαυσα. Στη Χώρα βρήκα 1-2 ωραία μπαρ, με χαρακτήρα, με άποψη, με ύφος, μέχρι εκεί. Όπως και σε πολλά άλλα νησιά, έτσι και στη Νάξο οι νησιώτες προσπαθούν να πουλήσουν αυτό που δεν τους ανήκει, αυτό για το οποίο τίποτα δεν έκαναν και κυρίως, τίποτα δεν κάνουν, δηλαδή τη θέα και τη θάλασσα, λες κι εκείνοι τα έφτιαξαν και τα δύο. Ελάτε ν’ απολαύσετε τη θέα μας, τις υπέροχες παραλίες μας, είμαστε δίπλα στη θάλασσα…οκ νταξ…ψηφίζω, αλλά αν εσύ που μου το πουλάς αυτό είσαι ένας γύφτος ακαλιέργητος και χωρίς τη κουλτούρα του τόπου, δε θέλω ούτε να σε ξέρω, ούτε και θα έρθω να μείνω στο δικό σου δωμάτιο ακόμα κι αν με πληρώνεις.
Ο μαζικός τουρισμός, το πολύ και ξαφνικό χρήμα, αλλοίωσε τον τόπο, αλλοίωσε τους ανθρώπους που κάποτε όταν τους συναντούσες, συναντούσες και κομμάτι του τόπου, τώρα πια δε το βλέπω αυτό. Νομίζω πως τα νησιά είναι μέρη που πρέπει κανείς να επισκέπτεται όλους τους άλλους μήνες, εξόν Ιούλιο και Αύγουστο. Αυτούς τους 2 μήνες τα νησιά δεν είναι νησιά, είναι επιχειρήσεις, επιχειρήσεις καλοστημένες ή της αρπαχτής, αλλά παρά ταύτα επιχειρήσεις που μόνο σκοπό έχουν το, πόσα θα’κονομήσουμε. Αυτό για κάποιον επισκέπτη του εξωτερικού ίσως δεν έχει καμία σημασία αλλά για κάποιον ντόπιο που ξέρει το πριν, έχει μεγάλη. Το πριν πρέπει να μη χαθεί, πρέπει ν΄αναδειχθεί, να προφυλαχθεί, να διαφημιστεί σαν εξίσου σημαντική ομορφιά αυτών των τόπων, οσο και η τοποθεσία των. Η ιστορία, τα επαγγέλματα, οι τέχνες, οι προσωπικότητες, οι στιγμές, δε μπορεί να σβήνονται για χάρη μιας παραλίας ή ενός ηλιοβασιλέματος που σε πολλά σημεία πια, είναι προϊόν εμπορίου. Ο τόπος είναι κυρίως οι άνθρωποι του και στη Νάξο όσους γνώρισα ήταν στα ορεινά και στ’ απόμερα, εκεί έχουν τραβηχτεί.
Περνώντας σερί ημερών και στιγμών με τις χάριτες, ημέρες και στιγμές που η καθημερινότητα ή δεν επιτρέπει ή κρύβει, σκεφτόμουν πως στις σχέσεις αυτό που πραγματικά είναι εφόδιο είναι οι διαφορές και όχι οι ομοιότητες. Τις διαφορές αν βρεις τον τρόπο να σμιλέψεις, να λειάνεις, κυρίως να καταλάβεις και να σεβαστείς, αυτές είναι το πραγματικό όπλο του πάμε παρακάτω. Στη ζωή πρέπει να διαλέξεις αυτόν με τον οποίο μπορείς να παλέψεις τη καταιγίδα αλλά ν’ απολαύσεις και τη λιακάδα, οι διαφορές έχουν το χυμό κι οι ομοιότητες το ποτήρι. Η Αν μου περιέγραψε πως είναι χαρούμενη σα μπαλάκι του πινγκ πονγκ και πως οι γαρίδες που έφαγε ήταν μεγάλες σαν τα δάχτυλα της. Η μικρή, μας έκανε ανάλυση του γιατί κάθε φορά που ξαπλώνει πεταλούδες πετάνε στο στομάχι της και πως αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της μέρας. Επίσης μας εξήγησε πως προσδοκά να γίνει η γυναίκα του γκάγκστερ και να πάει με μαύρο νυφικό στην εκκλησία τη στιγμή που μαύρες λιμουζίνες χωρίς νούμερα γεμάτες μπράβους που δουλεύουν για το σύζυγο της θα προστατεύουν εκείνη και τη κόρη της. Εγώ από τη πλευρά μου, αντιλήφθηκα πως έχω κάθε δικαίωμα, παρά το ημισκούμπριο σώμα μου να ισχυρίζομαι πως τρέχω σαν τον άνεμο, αφού κανείς δεν έχει ξεκαθαρίσει για πόσο άνεμο μιλάμε. Έτσι λοιπόν αποφάσισα πως τρέχω σαν άνεμος 1 μποφόρ.
Οι μέρες στις Κυκλάδες είναι μέρες που προλαβαίνεις να τις νιώσεις, μπορεί να σε παρασύρουν σε μπάλο ή σε ραστώνη. Στις Κυκλάδες η μόνη σου έκπληξη, είναι η μεταμόρφωση σου.
«μΥδράλιο, η ζωή κατά λάθος επίτηδες». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.