Μπες-Βγες.

Μ

Το να μην ξέρεις πως να βγεις από την κατάσταση που είσαι είναι κάτι σύνηθες, το να μην θυμάσαι όμως πως μπήκες είναι κάτι στο οποίο έχω ένα κάτι τις ταλάντ. Πολλάκις βρήκα τον εαυτό μου στριμωγμένο σε σχέσεις, οικονομικές ασφυξίες, σημεία στο χάρτη και γραμμές στον ορίζοντα, σπίτια, ασανσέρ και εργοστάσια κι αναρωτήθηκα, άσε το πως φεύγουμε, πως διάολο φτάσαμε εδώ;

Κάπως έτσι λοιπόν βρέθηκα προ ολίγων ημερών σε ένα πάλαι ποτέ γεμάτο ζωή κτίριο τρίπατο που τώρα πια δεν είχε ζωή μέσα του παρά μόνο πράγματα. Ο Βαγγέλης που το διαχειρίζεται μού είπε, μπορείς να το αδειάσεις, Βαγγέλη πλάκα κάνεις, εννοείται πως μπορώ, αυτή η κουβέντα έγινε πριν 1,5 χρόνο. Πήγαμε ψιλόαπόγευμα και ρεύμα δεν είχε, έριξα μια βιαστική και πρόχειρη ματιά (τσάμπιον) και κανόνισα τα οικονομικά γιατί ο Βαγγέλης το κτήριο πιο πολύ ήθελε κι όχι το μέσα του, Μου’ μεινε η υποχρέωση να πάω να πάρω ότι είχε μέσα. Η εταιρεία είχε φαλίρει, οι άνθρωποι που δούλευαν εκεί, άφησαν τα πάντα άθικτα κι έφυγαν κι εγώ επί 1.5 χρόνο τρενάρω το άδειασμα. Το κτήριο πουλήθηκε όμως κι άλλη καθυστέρηση δεν έπαιρνε κι η ώρα της αλήθειας ήρθε. Γιάννη σίγουρα μπορείς να τα βγάλεις όλα αυτά από ‘κει μέσα, ξανάρωτησε ο Βαγγέλης, ε, καλά τώρα εννοείται, καλά Γιάννη εσύ ξέρεις.

Εδώ να σημειώσω ότι το κτήριο βρίσκεται στο Νέο Κόσμο, σε ένα πεζόδρομο που νταλίκα δε φτάνει, δεν έχει ρεύμα πια και μόνο με σκάλες πας στο υπόγειο ή στον 1ο όροφο, είναι δίπλα σε πολυκατοικίες οπότε η φασαρία δεν είναι ελεύθερη, το υπόγειο πρέπει να έχει μέσα 1.000.000 παλιά φωτοτυπικά μηχανήματα διαλυμένα και σπασμένα, έχει σπάσει η σωλήνα της αποχέτευσης και τα λύματα έχουν βγει μέσα στο χώρο, τα ρολά σηκώνονται με τα χέρια μόνο αν είσαι ο Σβαρτζενέγκερ, όλα τα γραφεία είναι γεμάτα προσωπικά πράγματα των ανθρώπων που εργάζονταν εκεί και όλα αυτά που πρέπει να βγουν απο εκεί μέσα θέλουν παλετοποίηση και συσκευασία και αφού το κάνεις αυτό, πρέπει να βρεις πως θα τα βγάλεις έξω και που θα παρκάρεις τη νταλίκα και πως θα φτάσουν οι παλέτες εκεί και τα λοιπά Χ άγνωστο.

Η πρώτη σκέψη που έκανα όταν μπήκα μέσα Τρίτη πρωί με σκοπό να τα φορτώσω όλα τη Παρασκευή ήταν “καλή μαλακία έκανα”. Οι μέρες μου πέρασαν με κουβάλημα διαρκείας και ξήλωμα κάθε είδους. Ένα συνεργείο να ξεμοντάρει τα καλά, ένα συνεργείο να φόρτωνει τρίκλυκλα Μπαγκλαντεσιανών αχθοφόρων που τα πηγαίναν για σκραπ. Ο Αχμέτ, ο Μαμμούν, ο Αλί, ο Ιβάν κι ο Γιάννης (βλ. εγώ), δέκα χέρια, τρεις μέρες, πόλεμος. Τις στιγμές που δούλευεις δίπλα δίπλα με κάποιον ή κάποιους, που μοχθείς να σκάψεις ή να κουβαλήσεις ή να σπρώξεις, αυτές τις στιγμές τις αγαπώ πολύ και τις απολαμβάνω. Ο μόχθος που τον μοιράζεσαι σε φέρνει πιο κοντά. Οι μέρες πέρασαν με κουβάλημα, πολύ κουβάλημα και παγωμένα νερά. Ο φούρνος δίπλα σε έμας έψηνε κουλούρια που μοσχομύριζαν κι ο ήσυχος πεζόδρομος της γειτονιάς γέμισε τρίκυκλα και αχθοφόρους που παρά τη ταλαιπωρία τους και τη βαριά δουλειά δεν έπαψαν να χαμογελάνε. Κάθε φορά που τους έπαιρνα ένα νερό ή  κάτι να πιούνε να δροσιστούν έλεγαν κάτι ευχαριστώ τόσο γεμάτα που μ’ έκαναν να καταλάβω πως δεν έχουν συνηθίσει κάποιος να τους προσφέρει κάτι. Ο Μαμούν είναι 12 χρόνια στην Ελλάδα, πως είναι τα πράγματα τον ρώτησα, που είναι πιο καλά, εδώ ή εκεί; Μπαγκλαντές αν δεν έχει λεφτά πεθάνεις, δεν είσαι τίποτα, δε θα σε ψάξει κανείς, εδώ αν δεν έχει λεφτά θα πεινάσεις λίγο, μετά θα βρεις μια δουλειά, θα πάρεις μερικά λεφτά και δε πεθάνεις. Μπαγκλαντές δεν έχει δουλειά και δεν έχει λεφτά και πεθάνεις, έτσι είναι… Ξεπατώθηκε ο Μαμούν όπως κι όλοι μας δηλαδή και κάναμε λίγη δουλειά και προχώρησε κάπως η ζωή μας, ας υποθέσουμε.

Τα βράδια την έβγαζα με σουβλάκια και ερτ και ξεκούραζα τα πόδια μου που είχαν ολίγες φουσκάλες. Είδα ένα ντοκιμαντέρ που μιλούσε για τη πλεονεξία και την ανάγκη πολλών ανθρώπων να συγκεντρώσουν αγαθά και πλούτη και πως αυτό εξηγείται. Η απάντηση ήτο διαφωτιστική και την έδωσε ένας μοναχός, θιβετιανός μου φάνηκε, έφερνε και λίγο του Μαμούν, ίσως κάποιος μακρινός ξάδελφος, τεσπά. Οι άνθρωποι, λέει, συγκεντρώνουν αγαθά και πλούτη γιατί έτσι μέσα τους επεκτείνουν τον χρόνο ζωής τους. Αποκτούν μια ψευδαίσθηση ότι θα έχουν αρκετό χρόνο να χαρούν όλα αυτά που απέκτησαν. Μασουλώντας ένα φανταστικό σουβλάκι μου φάνηκε ολόσωστη η άποψη αυτή. Σκέφτηκα τον εαυτό μου γυμνό από ρούχα και πράγματα, μην έχοντας τίποτα άλλο παρά μόνο τα εντελώς απαραίτητα, σκέφτηκα αυτή την κουλτούρα ζωής που λέει να έχεις μέχρι 100 πράγματα. Εγώ αν τα μετρήσω σήμερα όλα όσα έχω συγκεντρώσει, αντικείμενα, εργαλεία, διακοσμητικά, ρούχα, έπιπλα, κορνίζες, τραπέζια κλπ πρέπει να ξεπερνάω τις 5.000 πράγματα. Σκέφτηκα τον εαυτό μου χωρίς τίποτα, μου φάνηκα πολύ ευάλωτος.

Τα πράγματα ή ο πλούτος που έχουμε ή που θέλουμε να αποκτήσουμε, μας δίνει μια άλλη υπόσταση μέσα μας και ίσως και στους γύρω, αλλά νομίζω πιο πολύ μέσα μας. Ο θιβετιανός Μαμούν είχε δίκιο. Ο Ιπποκράτης έλεγε “Θέλω να ζήσω τη ζωή μου χωρίς άγχος και έγνοιες. Δε θέλω να είμαι πλούσιος. Θέλω απλά να είμαι ευτυχισμένος.” Σκέψου ο άνθρωπος τότε δεν ήθελε άγχος και έγνοιες, τότε που η ζωή ήταν τόσο αλλιώς. Σκέψου να έφερνες τον Ιπποκράτη στο σήμερα και να του έδινες, κινητό τηλέφωνο, αριθμούς ΡΙΝ, κάρτες τραπεζικές, ιντερνετ να βλέπει τι γίνεται στη Βενεζουέλα λες και μπορεί να κάνει κάτι, αυτοκίνητο, φορολογικές δηλώσεις, συσκευασμένο και προμαγειρεμένο φαγητό,. φάρμακα γεμάτα χημεία, πάστες, γαριδάκια, τσιγάρα, ουίσκι, παγωτά, μια διαρκής εσωτερική ανάγκη για περισσότερα που επιδεικτικά αγνοεί το Όλο μέσα στο οποίο ζούμε. Νομίζω αν έφερνες τον Ιπποκράτη μέσα σε μια τέτοια ζωή θα πηδούσε τρέχοντας απο το πιο ψηλό κτήριο που θα έβρισκε. Με τα λεφτά λέει δεν αγοράζεις την ευτυχία, αγοράζεις όμως όποια δυστυχία θέλεις, τεσπά.

Κουβαλώντας στις σκάλες με τον μπαγκλαντεσιανό Μαμούν γραφεία καρέκλες και λοιπέ συσκευέ, αναρωτήθηκα αν μπορεί κανείς πραγματικά ν’ αλλάξει. Κάποιος χρόνια παχύς να γίνει αδύνατος και να παραμεινει, κάποιος αδύναμος να γίνει δυνατός, κάποιος αμαθής να μάθει, κάποιος αγενής να γίνει ευγενής και κάποιος κακός να γίνει καλός. Η αλλαγή πάνω στην οποία εστίασα τη σκέψη μου όμως ήταν στο αν κάποιος καλός μπορεί να γίνει κακός. Κάποιος που είναι εκ φύσεως καλός αν μπορεί να γίνει συνειδητά και σκόπιμα κακός, αυτό με απασχόλησε ανάμεσα στα κουβαλήματα και τα φορτώματα. Ημέρα Παρασκευή και ώρα 12 μεσημβρινή πάρκαρα επί της οδού Λαγουμτζή στο Νέο Κόσμο μια νταλίκα 14 μέτρα κι άκουσα το μπινελίκι της πόλης να κάνει ηχώ ανάμεσα στους βράχους του Λυκαβητού, του Υμητού και της Πεντέλης. Φόρεσα το συμπαθητικό μου καπέλο και βγήκα στη μέση της Λαγουμτζή να σταματήσω τα αυτοκίνητα μέχρι να πάρει η νταλίκα θέση, αγνοώντας τις κόρνες, τα δε γαμιέσαι ρε μεγάλε και τα λοιπά κλαμπατσιμπανα των 2τροχων και 4τροχων εκδικητών. Γελούσα με τον εαυτό μου που βρέθηκα σε αυτή τη θέση και σύρθηκα πρηνηδόν για μέρες ανάμεσα σε Μαμούνες, Βαγγέλες, νταλίκες, παλέτες, φορτηγά τραβώντας και σπρώχνωντας πράγματα σκεπτόμενος τον Θιβετιανό μοναχό και τον Ιπποκράτη στο σήμερα.

Είπα να τα γράψω όλα αυτά γιατί αυτή τη φορά ακόμα θυμάμαι και πως μπήκα και πως βγήκα από ένα ακόμα προσφιλές στον ακαθόριστο χαρακτήρα μου, στρίμωγμα. Ιδρώτας και αμπελοφιλοσοφία, φιλιά και φίλοι, υγεία και κέφι και αφού μπήκες κάπως θα βγεις, άντε το πολύ πολύ να γκρεμίσεις κανένα τοίχο, γύρω σου, πλάι σου, μέσα σου…

Γιάννης Κακούρης