Καθώς το λεωφορείο κινούνταν η νοσοκόμα Σάντρα παρατηρούσε τους ανθρώπους που περπατούσαν ή στέκονταν ή βρίσκονταν μέσα στα αυτοκίνητα τους ή μέσα σε άλλα λεωφορεία. Παρατηρούσε τις βιτρίνες και πως αυτές άλλαζαν αναλόγως της εποχής ή της περιόδου των εκπτώσεων. Το δρομολόγιο που έκανε το λεωφορείο ήταν πάντα ίδιο αλλά οι ώρες και οι μέρες που η νοσοκόμα Σάντρα βρίσκονταν μέσα σε αυτό ήταν διαφορετικές.
Αν τυχόν δούλευε πολύ νωρίς το πρωί, τα καταστήματα ήταν κλειστά και πολλές από τις βιτρίνες ήταν σκοτεινές. Οι άνθρωποι λίγοι, οι στάσεις των λεωφορείων ήταν το σημείο που έβλεπες τον μεγαλύτερο συνωστισμό ή ώρα 5 το πρωί. Στη διαδρομή που ακολουθούσε το λεωφορείο τα οπτικά ερεθίσματα και οι εικόνες ήταν πολύ διαφορετικές αναλόγως της ώρας, της μέρας και της εποχής. Οι άνθρωποι περπατούσαν πιο γρήγορα από το μεσημέρι και μετά, τα καταστήματα είχαν μέσα όλο και κάποιον πελάτη, ο θόρυβος ήταν ξεκάθαρα ευδιάκριτος σε αντίθεση με τις πολύ πρωινές ώρες που τα πάντα έμοιαζαν να σιωπούν ή να ψυθιρίζουν, ακόμα και τα καταστήματα.
Μέσα Οκτώβρη κι ο καιρός ήταν ανοιξιάτικος, ο χειμώνας όμως ήταν μπροστά κι η περίοδος από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη, ήταν η καλύτερη της. Τρία χρόνια τώρα είχε παρατηρήσει τα πάντα στην Αίγινα κι ας είχε μιλήσει με ελάχιστους, αν μπορούσε δεν θα είχε μιλήσει με κανέναν. Της έφτανε αυτός ο Παράδεισος που ένιωθε πως τον είχε ανακαλύψει και ικανοποιούσε πλήρως όλες της τις αισθήσεις, δεν αισθανόταν πως χρειάζεται κάτι παραπάνω, τουλάχιστον για την ώρα.
Μετά από σχεδόν 12 χρόνια μοναστικής ζωής είχε πάψει να φοβάται πως ένα πρωί θ’ αλλάξουν όλα ξαφνικά, όπως εκείνο το πρωί που όλη η προηγούμενη ζωή της κι οι αποδείξεις της ύπαρξης της κάηκαν μαζί με κάθε τι που την συνέδεε στη γη. Περιπλανήθηκε όπως και όπου μπορούσε μην αφήνοντας στίγμα, μην αφήνοντας αποτύπωμα, μην δημιουργώντας σύνδεσμο με κανέναν και τίποτα. Επρεπε να είναι έτοιμη να κάνει οτιδήποτε χρειάζεται να κάνει και να τρέξει όσο πιο γρήγορα κι όσο πιο μακριά μπορεί για να μην την πιάσουν, για να μην την αιχμαλωτίσουν, για να μην αφανιστεί κι εκείνη όπως όλοι οι άλλοι.
Στο μυαλό της ερχόταν καθημερινά ο Αμπντουλάχ κι ο μόχθος του να περάσει “απέναντι” προς αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης, μιας δουλειάς, μια ευκαιρίας ουσιαστικά και κατόπιν να φέρει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Τον Αμπντουλάχ τον κατάπιε η θάλασσα και κανείς δεν προσπάθησε καν να να τον σώσει, απλά χάθηκε, κουράστηκε, έπεσε, πάει. Η γυναίκα του και τα παιδιά του ποιός ξέρει τι ν’ απόγιναν, ίσως κανείς, ίσως να χάθηκαν κι αυτοί.
Από τότε που έφτασε στην Αθήνα το μόνο που ήλπιζε κάθε μέρα είναι να υπάρχει και μια μέρα επόμενη. Παρέμεινε στη σιωπή και στη σκιά σαν κάποιον που κρύβεται, έκανε ακριβώς ότι της έλεγαν, υπέγραφε ότι της έδιναν και ποτέ δε ρώτησε τίποτα για τα χρήματα. Τα πρώτα δύο χρόνια δεν ήξερε καν τι να τα κάνει. Την βοήθησαν από το νοσοκομείο να βρει κάπου να μείνει κι από τότε δεν έχει αλλάξει σπίτι. Δεν αγόρασε ποτέ τηλεόραση, ούτε και ψυγείο. Το διαμέρισμα που έμενε είχε κεντρική θέρμανση και λιγοστά έπιπλα που τα είχε αφήσει εκεί ο προηγούμενος από ότι της είπαν. Αν και υπήρχε ένα μικρό κρεβάτι, η νοσοκόμα Σάντρα κοιμόταν στο πάτωμα, σ’ ένα χαλί, προτιμούσε εκεί.
Μια συνάδελφος τη βοήθησε να αγοράσει μερικά ρούχα, ένα κουβά, μια σκούπα, ένα πιάτο. Λίγες μέρες αργότερα η νοσοκόμα Σάντρα πήγε μόνη της κι αγόρασε ένα πιάτο ακόμα, αυτό ήταν το μόνο πράγμα που είχε αγοράσει μόνη της για 12 ολόκληρα χρόνια, αυτό και το εισιτήριο για την Αίγινα εκείνο το Σάββατο πρωί που αποφάσισε να συναντήσει δειλά τη ζωή. Το μικρό διαμέρισμα που έμενε ήταν πάντα πεντακάθαρο σαν νοσοκομείο. Το φαγητό ήταν πάντα λιτό και ποτέ δεν έπινε τίποτα άλλο εκτός από νερό ή καφέ. Τα ρούχα της ήταν κι αυτά λιγοστά και ένιωθε μεγάλη ανακούφιση από τότε που σταμάτησαν να της δίνουν το μισθό της σε μετρητά. Η κα. προϊσταμένη τη βοήθησε να ανοίξει τραπεζικό λογαριασμό και ο κύριος Κώστας που εργαζόταν στη τράπεζα της έδωσε μια κάρτα και την έμαθε πως μπορεί να τη χρησιμοποιεί.
Από εκείνο το 1ο σαββατοκύριακο που βρέθηκε στην Αίγινα τυχαία, ξεκίνησε να δοκιμάζει που και που κάτι καινούργιο, ένα παγωτό, ένα ραβανί, ένα σουβλάκι. Σε κάθε ένα ταξίδι που έκανε στην Αίγινα έδινε στον εαυτό της κι απο μία ευκαιρία να δοκιμάσει κάτι από όλα αυτά που προσφέρονταν τόσο απλόχερα παντού και ποτέ δεν είχε φανταστεί πως υπάρχουν. Μια φορά δοκίμασε τοστ με ζαμπόν και τυρί αλλά δεν την άρεσε, το μαντολάτο κόλησε τα δόντια της από τη πρώτη κιόλας μπουκιά και δεν ήθελε να φάει άλλο όμως δε μπορούσε να πετάξει ούτε ψίχουλο φαγητού κι έτσι αποφάσισε να το φάει όλο. Παρά το ότι στη τελευταία μπουκιά έβαλε τα κλάματα, τα κατάφερε.
Μια φορά δοκίμασε ψητό καλαμπόκι και πολύ της άρεσε και μια φορά έφαγε ποπ κορν ζεστό με αλάτι και βούτυρο και νόμιζε πως κάπως έτσι μυρίζει ο Παράδεισος. Οι επισκέψεις στην Αίγινα και η εξερεύνηση των γεύσεων, τουλάχιστον αυτών που οι πλανόδιοι πωλητές προσφέρουν δεν ήταν για τη νοσοκόμα Σάντρα ένα διάλειμμα από τη πραγματικότητα. Ήταν ένα ταξίδι στη φαντασία. Τα είχε μια χαρά με τη πραγματικότητα η νοσοκόμα Σάντρα αλλά δεν είχε ιδιαίτερους δεσμούς με τη φαντασία. Το μόνο πράγμα που συνεχώς φανταζόταν ήταν να υπάρχει και αύριο.
Δεν είχε κάτσει ποτέ σε εστιατόριο, ούτε ταβέρνα, ούτε ζαχαροπλαστείο. Δεν είχε ανέβει ποτέ σε ένα από εκείνα τα αμαξίδια με τα αλογάκια, ούτε σε καμία βάρκα από αυτές που πάνε στη Μονή, ούτε είχε κολυμπήσει ποτέ στη θάλασσα. Δεν είχε φάει ποτέ γαρίδες, ούτε μπακαλιάρο, ούτε γαύρο τηγανητό. Μόνο καθόταν σ’ ένα παγκάκι στο λιμάνι της Αίγινας ή περπατούσε στα σοκάκια ή πήγαινε με το λεωφορείο στην Πέρδικα ή στον Άγιο Νεκτάριο. Δεν ήθελε τίποτα άλλο από το να μπορεί να περπατά, να αφουγκράζεται, να κοιτά και που και που να δοκιμάζει καμιά νοστιμιά, αρκεί να μην ήταν κάτι σαν εκείνο το μαντολάτο.
Τα πρώτα τρία σαββατοκύριακα που πήγε στην Αίγινα, κοιμήθηκε σε ένα παγκάκι. Το τέταρτο όμως ένας αστυνομικός ζήτησε τα στοιχεία της κι εκείνη τα έδωσε κι όταν τη ρώτησε γιατί κοιμάται εκεί ενώ και ταυτότητα και άδεια και χρήματα έχει, η νοσοκόμα Σάντρα απάντησε ότι το σπίτι της είναι στην Αθήνα. Ο αστυνόμος λεγόταν Παναγιώτης κι είχε ένα παιδί άρρωστο με λευχαιμία και όταν έμαθε λίγα πράγματα για εκείνη και πως ήταν νοσοκόμα την ρώτησε αν θέλει να κοιμάται στο σπίτι τους όταν πηγαίνει εκεί και που και που να βοηθά αν είχαν καμία ανάγκη.
Στο σπίτι που έμενε ο αστυνόμος Παναγιώτης με την οικογένεια του υπήρχε ένα μικρό δωμάτιο και μέσα εκεί στρώθηκε ένα χαλί για να κοιμάται η νοσοκόμα Σάντρα, μόνο αυτό ζήτησε. Κάθε φορά που πήγαινε όλο και κάποια βοήθεια θα χρειάζονταν κι εκείνη με χαρά τη προσέφερε γιατί αλήθεια είναι πως το ξημέρωμα η υγρασία είχε τρυπήσει τα πνευμόνια της εκείνες τις πρώτες φορές που έμεινε στο παγκάκι μέχρι να ξημερώσει. Δεν είχε κάτσει ποτέ στο τραπέζι με τον αστυνόμο Παναγιώτη ή τη γυναίκα του ή το άρρωστο παιδί τους και κάθε φορά που το κοίταζε αναρωτιόταν ποιος Θεός έφερε τέτοια Κόλαση κοντά σε τέτοιο Παράδεισο.
Παράδεισος ήταν η Αίγινα για τη νοσοκόμα Σάντρα, Παράδεισος που δεν ήθελε να τελειώσει και που κάθε φορά ο Φοίβος πλησίαζε το νησί εκείνη κρατιόταν με αγωνία στη κουπαστή και προσεύχοταν το νησί να είναι ακόμα εκεί όταν φτάσουν.
Άκουγε πολλές φορές τους περαστικούς ή τις παρέες που καθόντουσαν εδώ κι εκεί να παραπονιούνται για τις δυσκολίες και για το πως η ζωή άλλαξε και πως η κρίση έφερε το ένα ή το άλλο κακό, μα δε μπορούσε και κυρίως δεν ήθελε να πει τίποτα. Κρατούσε στο χέρι της ένα φυλαχτό της Αγίας Ιφιγένειας που η μητέρα της κάποτε της είχε περάσει στο λαιμό κι ήταν ότι της είχε απομείνει από εκείνη, από εκείνους, από τότε κι έλεγε μέσα της, Θεέ μου συγχώρεσε τους, δεν ξέρουν.
«μΥδράλιο, δικέφαλος σκύλος». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.