Απόγευμα, ζέστη, καλοκαίρι στη πόλη, στον κόσμo. Κολλάνε τα ρούχα στο σώμα, ένας αδέσποτος μούργος έχει αράξει έξω από την πόρτα και περιμένει να του βάλω νερό να δροσιστεί. Το κάνω, κουνά την ουρά του. Έχω δουλειά ακόμα, παίζει Dido στο ραδιόφωνο, μόλις τσίμπησα κάτι.
Με την άκρη του ματιού μου κοιτάζω προς τα πίσω, είμαι 8-9 χρονών, λιώνω στη μπάλα. Μια πορτοκαλάδα παγωμένη, μια μουριά που ανέβαινα πάνω της κι έτρωγα όλα τα μούρα μέχρι που μαύριζε το στόμα μου, ένα σορτσάκι πορτοκαλί που δεν έλεγα να με τίποτα αποχωριστώ. Το σώμα μεγάλωνε γρήγορα. το σορτσάκι καθόλου, στο τέλος δεν έβγαινε από πάνω μου, σφήνωσε στα πόδια μου κι έγινε ένα μαζί μου. Αγανάκτησε η οικογένεια, φώναζαν οι μεγάλοι, εγώ τίποτα. Το πορτοκαλί σορτσάκι είχε δυνάμεις μαγικές, κανείς δεν επιτρεπόταν να μου το βγάλει, ξυπνούσα, κοιμόμουν, κολυμόύσα και έπαιζα φορώντας το πορτοκαλί -μαγικό μου- σορτσάκι. Ένα μοιραίο πρωί η θεία αναγκάστηκε να πάρει «μέτρα». Με σφήνωσαν σε μια γωνιά και χρούτσου-χρούτσου με το ψαλίδι το κάνανε κορδέλες το πορτοκαλί μου σορτσάκι. Κλάμα εγώ, φωνές, λες και με σφάζανε ή μου βγάζανε το δέρμα. Πάει πέταξε…
Είχα ένα ποδήλατο με κόντρα για φρένο, μόνο κόντρα. Σούζες, σφήνες και κολιές, φρεναρίσματα στο χώμα να γίνεται σούσουρο και να κοιτάζουνε τα κορίτσια. Ήταν το φόρτε μου, μ’ άρεσαν αυτά. Ο παππούς κάπνιζε κασετίνα Καρέλια. Έκλεβα το κουτί, έκοβα το τετράγωνο χαρτόνι από την επάνω πλευρά της κασετίνας, ξάφριζα και μερικά μανταλάκια από τη μπουγάδα της γιαγιάς μου της Μαρίκας και κάρφωνα το Καρέλια στις ακτίνες του ποδηλάτου χρησιμοποιώντας ένα μανταλάκι. Πολύ φασαρία και γκρίνια. Φασαρία στη γειτονιά επειδή ο ήχος τους ενοχλούσε, φασαρία ο παππούς που του έπαιρνε ο αέρας τα τσιγάρα γιατί του είχα σακατέψει το κουτί, φασαρία και η γιαγιά. Η γιαγιά έκανε φασαρία χωρίς λόγο, είχε άπειρα μανταλάκια, αλλά της άρεσαν οι φασαρίες.
Στο δημοτικό, στις πρώτες τάξεις, αγαπούσα πολύ τη Νικολέτα. Μαυρομάλλα η Νικολέτα, ντροπαλή. Πάντα ερχόταν με τη μαμά της στο σχολείο. Η δικιά μου ερχόταν μόνο όταν της έφερνα ραβασάκι από το δάσκαλο και δεν ήταν πρόσκληση για τσάι. Απέναντι-απέναντι τα μπαλκόνια μας με τη Νικολέτα, την έβλεπα να βγαίνει και να μπαίνει και σημασία καμία να μη μου δίνει. Αυτό ήταν αβάστακτο για μένα. Ήθελα να κερδίσω τη προσοχή της με κάθε τρόπο κι ο καλύτερος που ήξερα ήταν το φυσοκάλαμο. Έφτιαχνα φυσοκάλαμα με πλαστικές σωλήνες που έκλεβα από τις οικοδομές, μάζευα και μπιρμπιλόνια από τις πλατείες και τις τάραζα το παράθυρο. Μπινκγ και μπονγκ όλη μέρα στα παράθυρα της κι εκείνη σημασία καμιά. Όταν βαριόμουνα να της πετάω μπιρμπιλόνια, μια κι αποτέλεσμα κανένα δεν είχε, πήγαινα να στη γειτονιά παίξω απογοητευμένος, κι ερωτοχτυπημένος.
Μετά την ειδίκευση στα φυσοκάλαμα, έκανα doctora στις σφεντόνες. Με τον Αλέκο φτιάχναμε τις καλύτερες σφεντόνες σε όλο το Δημοτικό, παίρναμε παραγγελίες. Από εκεί βγάζαμε το χαρτζιλίκι μας που πήγαινε αυτούσιο στο ηλεκτρονικό με το γοριλάκι και στο pacman. Η Νικολέτα όσα μπιρμπιλόνια κι αν της πέταγα δεν έδειχνε να συγκινείται, αποφάσισα λοιπόν να κερδίσω τη προσοχή της χρησιμοποιώντας σφεντόνα. Για αρχή της έσπασα το τζάμι. Από τότε νομίζω πως δεν τη ξανά είδα ποτέ.
Το μόνο που είδα είναι πως εμφανίστηκε στο παράθυρο της ο Bjion Borg σε χάρτινη φιγούρα αλλά σε φυσικό μέγεθος. Είδωλο της εποχής ο Bjion, μου έριχνε απειλητικές ματιές όλο το 24ώρο, φορώντας τη κορδέλα, κρατώντας τη ρακέτα και έχοντας και το σορτσάκι του! Το δικό μου το σορτσάκι, το αγωνιστικό μου, είχε γίνει κρόσσια στα γούστα της θείας μου, ρακέτα δεν είχα, πιο κοντός ήμουν κι ο μπαγάσας ο Bjion ήταν και μέσα στο δωμάτιο της, φύλακας-άγγελος, ρακετοφόρος. Κάπου εκεί έχασα τις ελπίδες μου κι έπαψα να την ενοχλώ, ξεφούσκωσε η Νικολέττα.
Έπαιζα μπάλα, πολύ μπάλα, έκανα ποδήλατο. Μάζευα θησαυρούς, ξύλα με περίεργο σχήμα, ψαροκόκαλα με μαγικές δυνάμεις, πέτρες που έλαμπαν στον ήλιο, ένα κομμάτι δέρμα, ένα παπούτσι. Μ άρεσε να κόβω φρούτα από τα δέντρα, κορόμηλα, μούσμουλα, βερίκοκα, τα τσάκιζα, έτρωγα όσα μπορούσα παραπάνω μέχρι που μια φορά έπαθα οξεία γαστρίτιδα και πήγαν στο νοσοκομείο.
Όσο αδειάζανε τα δέντρα της γειτονιάς ξεμάκραινα και πήγαινα να βρω άλλα, σαν τις μαϊμούδες, δεν μ απασχολούσε τίποτα άλλο παρά να βρω να φάω από τα δέντρα. Ξέχναγα που ήμουν και ο προορισμός ήταν στο βλέμμα. Έβλεπα τηλεόραση, το High Saparal, το Hawai 5-0, τη Λάσυ, το Μπόλεκ και Λόλεκ, τη Πίπυ τη Φακιδομύτη. Όλα μ άρεσαν αλλά πιο πολύ απ όλα μ άρεσε ο Λοχίας Σόντερς και η «Μάχη» του. Του Λοχία Σόντερς οι περιπέτειες ήταν οι πιο καλές απ όλες.
Στη πλατεία της γειτονιάς είχα εφεύρει ένα παιχνίδι με μπάλα, το «συνέχειο». Έπρεπε να χτυπάς τη μπάλα συνέχεια, μια ο ένας παίκτης και μια ο άλλος, για τέρμα είχαμε το κάτω μέρος από το παγκάκια. Τρέξιμο πάνω-κάτω, φωνές, αγωνία, σπρωξίματα και μια κολώνα στη μέση της πλατείας που όλοι μας την είχαμε «αγκαλιάσει» πολλές φορές. Θυμάμαι μια παραλία στο Διακόφτο, μια βάρκα στο καρνάγιο που στο σάπιο ξύλο της είχαν κάνει φωλιά οι μέλισσες και ακουμπώντας εγώ τα πόδια μου κατά λάθος την έσπασαν και βγήκαν έξω σμήνος οι μελισες και με κυνηγούσαν, κάμποσες με τσίμπησαν. Νομίζω όλες.
Μια φορά είχα πάρει ξυραφάκια Astor, δοκίμασα να κάνω το κόλπο που έβλεπα στην τηλεόραση, με τον μάγο που τα κατάπινε. Κατακόπηκα, δεν είπα τίποτα σε κανέναν μόνο που άνοιξα το φαρμακείο και βρήκα ένα μπουκάλι οξυζενέ. Άνοιξα το στόμα μου και έριξα μέσα μπόλικο. Πόνεσε, πολύ… Μια μέρα με την αδελφή μου, ο παππούς ο Γιάννης μας ανέβασε σε έναν ελέφαντα. Είχε κάτι τρίχες σαν πρόκες, μας βγάλανε και φωτογραφία, την έχω ακόμα κάπου, δεν θυμάμαι που.
Το θυμάμαι όμως καλά γιατί φορούσα το πορτοκαλί μου σορτσάκι, αυτό που η θεία ξήλωσε ένα πρωί από πάνω μου γιατί πια δεν έβγαινε. Είχα μεγαλώσει βλέπεις.
«μΥδράλιο, ρώσικη σάλατα». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.