Χαμένη ταυτότητα.

Χ

Είναι παράξενο πράγμα η ευτυχία, ακαθόριστο, υποκειμενικό. Για άλλον ευτυχία είναι να τραγουδά και για άλλον να ιππεύει ένα άλογο στην άγρια φύση. Για άλλον είναι να παρατηρεί το διάστημα, για άλλον να μαγειρεύει, για άλλον είναι τα παιδιά του, ο σύντροφος της ζωής, ο δειπνοσοφισμός, η εξερεύνηση, η ανάγνωση, η γραφή… Η ευτυχία έπεται της επιβίωσης. Δεν έχω γνωρίσει κανέναν πεθαμένο, πολύ θα ήθελα όμως να ξέρω αν υπάρχει κανείς ευτυχισμένος εκεί στον άλλο κόσμο, όπου κι αν είναι αυτό. Αναρωτιέμαι αν οι πεθαμένοι μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, αν ακούν, αν βλέπουν, αν επιστρέφουν ποτέ. Που πήγανε όλοι οι πριν; Ποιοί θα έρθουν μετά;

Το δευτερόλεπτο του χρόνου που μας αναλογεί πόσο δύσκολο είναι να το αξιοποιήσουμε σωστά, πόσο δύσκολο είναι να κινήσεις προς τον δρόμο της ευτυχίας όταν γαλουχείσαι για τη καταξίωση και ποια καταξίωση μετρά πιο πολύ αν όχι αυτή που αισθάνεσαι για εσένα; Περίεργο πράγμα η ευτυχία, υποκειμενικό όπως και η άποψη για τη ζωή που μπορεί ο κάθε ένας μας να έχει. Νομίζω πως αυτό που μας διαφεύγει δεν είναι η άποψη που έχουμε εμείς για τη ζωή αλλά η άποψη που η ζωή έχει για εμάς.

Θέλω να πω, πιστεύω και πάντα πίστευα πως ο κάθε άνθρωπος έχει μια κλίση σε κάτι, ακόμα κι αν αυτό το κάτι είναι ακραίο ή περιθωριακό, ακόμα κι αν δεν ακολουθεί τη πεπατημένη, ακόμα κι αν διαφέρει. Φοβόμαστε όμως να το δούμε και πιο πολύ από όλα φοβόμαστε να το ακολουθήσουμε και να το εμπιστευτούμε. Γεννήθηκα το 1970 και κάνωντας απολογισμό τώρα, 50 χρόνια μετά, νομίζω πως τίποτα καλύτερο δεν θα μπορούσα να ελπίζω να μου συμβεί από το να παραμείνω ζωντανός σε μια κοινωνία που δεν πρόλαβε να αφομοιώσει αλλαγές, που νόμιζε πως όλα ίδια είναι ακόμα, όταν τίποτα δεν είναι ίδιο.

Δικτατορία με έντονα τα σημάδια της εμφύλιας τραγωδίας, αριστεροί, δεξιοί, μεταπολίτευση, Καραμανλής, Δεληκάρης, ΕΟΚ, καχυποψία, πανουργία, αφελείς πολίτες που πιστεύουν πως επιτέλους σώθηκαν. Πλαστικές σημαίες, συγκεντρώσεις, jax donuts, κίτρινα ταξί, Πασόκ, 120 ενωμένα εργοστάσια επίπλου. Αναρωτιέμαι αλήθεια υπήρχαν ποτέ στην Ελλάδα 120 εργοστάσια επίπλου; Κι απο εκεί πιο κάτω, ελεύθερη τηλεόραση, Ράμπο το πρώτο αίμα, τουρίστριες, μπιλιαρδάδικα, έβερεστ, sui generis, Ράλλυ Ακρόπολης, να η ευκαιρία, ρόδα τσάντα και κοπάνα. Κολωνάκι, πόρσε, ροκ εν ρολ, περιοδικά, εφημερίδες, κλικ, τζάμπα μάγκες, πούρα, σωτήρες, τίμπερλαντ, βίλες, δάνεια, δάνεια, δάνεια.

Θυμάμαι πως κάποτε περπατούσα στο δρόμο και κάθε πενήντα μέτρα υπήρχαν πάγκοι με μπροσούρες και σχεδόν έτοιμες αιτήσεις για δάνεια κάθε είδους. Διακοποδάνεια, εορτοδάνεια, ιατροδάνεια, δανειοδάνεια. Χρηματιστήριο, εκατομμύρια, Κοσκωτάς, Κόκκαλης, Γιακούμπ, Τρίτσης, συμβόλαια με το λαό, πίτα γύρος, Ντέταρι, ιθαγενείς αρχαίοι χορεύουν τσάμικο οδεύοντας προς το γκρεμό του Ζαλόγκου χαχανίζοντας, σίγουροι πως κάποιος απο μηχανής θεός θα τους σώσει γιατί άλλωστε τους το χρωστάει. Ελπίδες φρούδες αυτάρεσκες πως το ένδοξο παρελθόν θα εξασφαλίσει το πλούσιο μέλλον. Αγοράστε, αγοράστε, αγοράστε. 

Αποκόμματα ονείρων μοιράζουν
περιοδικά σε σχοινιά κρεμασμένα
κι από κάτω για λεζάντα βάζουν
“ισχύει με κουπόνια αριθμημένα”

“Σχεδόν δωρεάν” ευκαιρίες
πάρε κόσμε “άνευ χρημάτων”
τι σε νοιάζει αν τα θέλεις ή όχι
η αφοσίωση σου, το τίμημα των.

Στη τηλεόραση ακούω ιστορίες
μου πουλάνε σκατά για χρυσάφι
αγοράζω χωρίς να διαλέγω
από του super market το ράφι.

Freddo Espresso, delivery, ευρώ, κινητά τηλέφωνα, Πάναφον, φωτιές, καταστροφές, σεισμοί, κεφτεδάκια στην άμμο, κρίση στο Αιγαίο, Βαλκανιζατέρ, laptop, Γκάλης, Γιαννάκης, Πατουλίδου, για την Ελλάδα ρε γαμώτο. Πέσαμε από το γκρεμό του Ζαλόγου αλλά όντως ο Φούχουρ από το παραμύθι δίχως τέλος μας έπιασε λίγο πριν συντριβούμε και μας οδήγησε θριαμβευτικά στο you are the one και στο δε περιγράφω άλλο. Ηδονή, Ολυμπιακοί αγώνες, καμάρι, αυτό ήταν σωθήκαμε, μυρωδιά καμμένου, κορόιδα σωθήκαμε.

Κρίση, αδιέξοδο, δε μπορώ να δανειστώ άλλο σώστε με, δε σε σώζει κανείς τώρα κανείς ψεύτικο αρχίδι που υπέγραφες τη μία υποσχετική μετά την άλλη, αυτοκτόνα στο Σύνταγμα με μια σφαίρα στο κεφάλι 80 χρονών άνθρωπος. Νομίζεις θα νοιαστεί κανείς; Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται, κι αυτή πέθανε πριν απο σένα και δεν είδε τα χάλια σου. Ξεπούλημα, οπισθοχώρηση, μνημόνια, κινέζοι, εβραίοι, μετανάστες, ναρκωτικά, βία, φτωχοποίηση, ευτελισμός, Ψαρού, σαμπάνιες, Ρέμος, υποθήκες ονείρων, αποθήκες ψυχών, σούσι, κοινωνικά παντοπωλεία, χαμένος δρόμος, χαμένη ταυτότητα. 

Πατρίδα μαραμένη
σ’ άγνωστους τόπους και καιρούς χαμένη
εικόνα που αργοσβήνεις
μέσα στο ψέμα της ειρήνης.
Πατρίδα λαβωμένη
με χίλιους κόμπους και σχοινιά δεμένη
φλόγα που τρεμοπαίζεις
από τους στίχους της Πρεβέζης

Απ’ το καιρό εκείνο
το τραύμα σου το δένω και το λύνω
και το αίμα που αναβλύζει
ρέει για λίγο κι επειτα σαπίζει.
Φθηνές σημαίες,
σα νεκροθάφτες μοιάζουνε οι μαίες
Βαβυλωνία, επί σαρκός κρεμάμενη
μεστή η κοινωνία. 

Οι ελπίδες σου όλες
ήσαν περαστικές και γίναν φυλλοβόλες
και το κελάηδισμα του Απρίλη
έγινε πίκρα και χαραγματιά στα χείλη.
Οι τόσες νίκες γίναν κι αυτές
αντίξοες συνθήκες
και αναλάβαν χτίστες
να σε μοσχοπουλήσουν σε τουρίστες.

Περίεργο πράγμα η ευτυχία, υποκειμενικό, πως μπορείς να τη βρεις αν δεν ξέρεις ποιός είσαι; Και πως να ξέρεις ποιος είσαι αν δεν ξέρεις από που έρχεσαι; Η ευτυχία, αν μπορείς να τη βρεις, πρέπει να είναι το σημείο που συναντιέται η καθημερινότητα με το πεπρωμένο. Αλλιώς η καθημερινότητα κοιμάται την ώρα που το πεπρωμένο σε ψάχνει και κάπως έτσι το ένα ποτέ δε συναντά το άλλο. Κάπως έτσι γίνεσαι κι εσύ ένα κομμάτι μιας τεράστιας ουράς που περιμένει να πληρωθεί, να πληρώσει και να πάει για ύπνο. Κάπως έτσι, σιγά σιγά, τίποτα δε βγάζει νόημα, κανείς δε μιλάει για το πριν, κανείς δεν καταλαβαίνει το τώρα κι όλοι ελπίζουν στο μετά, ένα μετά χλωμό και καλωδιωμένο σαν ασθενή με μηχανική υποστήριξη. 

Άραγε ακούς τώρα αυτό που ακούω; Άραγε διαβάζεις τι γράφω; Άραγε ψάχνεις κι εσύ να με βρεις; Δυο που αγαπιούνται πρέπει να πεθαίνουν μαζί, όχι χώρια. Βρήκα την ευτυχία σε σένα, στο απαλό σου γέλιο και στο πλατύ σου χαμόγελο, στα μαλλιά που ανεμίζουν και στα μάτια που ξέρουν να μοιράζονται. Ήσουν το πεπρωμένο μου και τώρα πια έμεινα μόνο με τη καθημερινότητα μου. Μέσα σε όλο το χάος μιας ζωής που ποτέ δε κατάφερα να ισορροπήσω, έφερες τη πιο αγνή αρετή, την αγάπη και το πιο ανέλπιστο δώρο, την ελπίδα. Και τώρα πέθανες κι η αγάπη νομίζω πέθανε κι αυτή κι όλα τα πριν πνίγουν το κάθε μετά αφήνοντας το τώρα κενό. Κάθομαι στο παγκάκι μας, ακούω τη καρδιά μου, ακόμα χτυπάει, χωρίς ελπίδα πια, νομίζω θα πάψει. Γενάρης 2019.

Η νοσοκόμα Σάντρα έκλεισε γρήγορα το σημειωματαριο και σχεδόν το πέταξε μέσα στο σακίδιο της. Αναρωτήθηκε αν επιθυμούσε να διαβάσει κι άλλο ή να σταματήσει. Είχε μάθει να επιβιώνει μην έχοντας σχέση με κανέναν, είχε μάθει να φυλάσσεται από τα πάντα κι από τους πάντες. Δεν επιθυμούσε τίποτα να την αγγίξει.

Γιάννης Κακούρης