Με μίνους μάνους τα κύματα 2.5 μέτρα και αέρα 5 μποφόρ και κάτι ψιλά μαζεύαμε τα παραγάδια χαράματα. Το καΐκι πήγαινε κι ερχόταν σαν τσόφλι κι ο Θόδωρος μου φώναζε συνεχώς να είμαι κόντρα στον καιρό γιατί αλλιώς μπλέκουν οι πετονιές και η κατάσταση είναι τζάστα βράστα. Όση ώρα με τιμονιές και πρόσω/ κράτη τη μηχανή έκανα τα δέοντα για να μείνω κόντρα στον καιρό, παρατηρούσα τον Θόδωρο. Τραβούσε το παραγάδι με μανία και νεύρα κι αναθεμάτιζε τις συνθήκες που αλήθεια είναι πως δεν μας βοηθούσαν. Καταμεσής της φουσκοθαλασσιάς, ενδιαμέσως των κυμάτων και των χορευτικών κινήσεων του Θόδωρου, ξεκίνησα να αναρωτιέμαι αν θα υπήρχε άραγε ποτέ περίπτωση να δω μαέστρο συμφωνικής να διευθύνει την ορχήστρα κρατώντας στο χέρι του ένα πιγκάλ. Το οριματίστηκα λίγο και σκέφτηκα, αυτό θα είχε πολύ πλάκα αλλά οι σκέψεις μου διεκόπηκαν από τις αγριοφωνάρες του Θόδωρου, χωρίς να το καταλάβω πήγαινα με την όπισθεν και αυτό δεν του άρεσε. Αποφάσισα προς αποφυγή ενός πιθανού ναυαγίου να συντονιστώ με τις ανάγκες της στιγμής και να πάψω να σκέφτομαι πιγκάλ.
Η έξοδος μου από το καΐκι είχε τη χάρη του εκκρεμούς, με το στυλ του οποίου περπάτησα για κάμποση ώρα χαζεύοντας εδώ κι εκεί μέχρι να έρθει η ώρα ν’ αναχωρήσουμε από το λιμάνι. Μια οικογένεια με ένα κοριτσάκι με ειδικές ανάγκες πέρασε μπροστά μου κι ένας από τους ψαράδες μου ανέλυσε για κάμποση ώρα την κοσμοθεωρία του, ότι αυτές οι γυναίκες είναι πιο ασφαλής επιλογή για κάποιον που θέλει να κάνει σπίτι γιατί “ξέρεις από την αρχή τι θα σου βγει”. Μες τη ζαλάδα μου προσπάθησα να καταλάβω αν κι αυτός έχει κάποια ειδική ανάγκη και ποιά αλλά δεν τα κατάφερα. Φεύγωντας είδα γραμμένα με σπρέι μαύρο επάνω στο λιμενοβραχίονα τα εξής 3 συνθήματα, “ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΕΠΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΓΗΣ ΜΑΣ”, “Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΛΑΣΗ-ΣΠΑΣΕ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ”, “Η ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΝΟΙΑ ΓΕΝΝΑ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ”. Το ύφος αλλά και η σειρά ήταν πολύ σουρεάλ κι αποφάσισα να τραβήξω φωτογραφίες για να μην τα ξεχάσω. Φτάσαμε στο σπίτι κι άραξα κάτω από μια μουριά και κοιμήθηκα αφήνωνας το αεράκι και τη δροσερή σκιά να με ξεκουράσουν. Όταν σηκώθηκα περπάτησα σαν κανονικός άνθρωπος αφού η θάλασσα μέσα μου είχε καταλαγιάσει και το μυαλό μου είχε πάψει να κουνιέται.
Οι μέρες περνούν, οι νύχτες βαραίνουν, τα κουνούπια λόγω εποχής ίπτανται. Είχα διαβάσει κάποτε πως ενώ κάθε χρόνο πεθαίνουν 6 άνθρωποι πουχου από καρχαρία, 12 από κροκόδειλο, 20 από ιπποπόταμο και 60 από κλωτσιά γαϊδάρου ο αριθμός των ανθρώπων που ετησίως αποχαιρετά τον μάταιο τούτο κόσμο από κουνούπι είναι 1 μύριο και βάλε. Εντυπωσιακό σκέφτηκα, ο μεγάλος κίνδυνος είναι από αυτά που σχεδόν δε βλέπεις. Όσο μικρότερη η απειλή τόσο πιο θανατηφόρα, ενδεχομένως. Πάντως λαμβάνοντας υπόψη ότι πέραν από τους ιούς και τις πυρκαγιές, μας την έχουν πέσει οι λαγοκέφαλοι, οι μπλε μέδουσες, τα κόκκινα μυρμήγκια, τα αγριογούρουνα και ίσως σε λίγο τα πετροκέρασα, κάτι σάπιο πρέπει να υπάρχει στο σύστημα μας. Όμως νταξ όσο υπάρχουν ανοιχτά super market κι έχουμε ευρά στο παντελόνι μας, ας μην έχουμε κάτι να φοβόμαστε, ε; Μπα.
Τα super market, οι τράπεζες, το χρήμα, οι αιχμές του δόρατος της ανθρώπινης μαλθακότητας, της νωθρότητας, της σύγχρονης ευκολίας. Όση ώρα παλεύαμε, με τα πραγματικά κύματα και με τα φανταστικά πιγκάλ, για να πιάσουμε ψάρια, μια δραστηριότητα τίμια, καθαρή και πανάρχαια σκεφτόμουν πόσο πιο εύκολο είναι αντί να θαλασσοπνίγεσαι χαράματα, να πας απλά να τα ψωνίσεις, όπως όλα βέβαια. Το χρήμα σ’ αφήνει να πιστεύεις πως μπορείς να έχεις δικαιωματικά όλα όσα θες, αλλά αυτή δεν είναι η αλήθεια. Η αλήθεια είναι πως σήμερα πήρες 1 κιλό φέτα γιατί είχες τα χρήματα να πάρεις 1 κιλό φέτα, χρήματα που κανείς δεν ξέρει πως απέκτησες. Κι αν σε ρωτήσουν αν ξέρεις να φτιάχνεις φέτα ή αν ξέρεις τουλάχιστον πως φτιάχνεται η φέτα, θεωρώ πως 9 στους 10 θα έχουν άγνοια. Και κάπου εδώ σκέφτομαι, άραγε είναι η άγνοια που σε σώζει ή είναι η άγνοια που σε σκοτώνει;
Κανόνισα σε λίγες μέρες να πάω ν’ αγοράσω μερικά κιλά γαύρο και κολιό. Τον γαύρο θα τον βάλω στο χοντρό αλάτι και στο ξύδι κι όταν μαριναριστεί θα τον βάλω με ηλιέλαιο σε βάζα για το χειμώνα. Τον κολιό θα τον παστώσω και θα τον ξεράνω στον ήλιο για να φτιάξω τσίρο. Θα βάλω μπρος να μάθω να φτιάχνω και τυρί άσπρο και κίτρινο κι ο επόμενος στόχος είναι να παστώσω κρέας. Στα παλαιότερα χρόνια αυτά και πόσα πολλά ακόμα ήταν πράγματα που κάθε σπίτι ήξερε να ετοιμάζει και νομίζω πως όση γνώση είχα αποκομίσει στο παρελθόν και όσο μπορώ να κατακτήσω τώρα, θα είναι πολύ χρήσιμη για τα χρόνια που έρχονται. Είχα διαβάσει κάποτε πως από τη στάχτη των ξύλων φτιάχνεις αλισίβα κι από την αλισίβα μπορείς να φτιάξεις ένα σωρό πράγματα, μέχρι και σαπούνι και δε θυμάμαι πόσα άλλα. Θα ξεψαχνίσω τις αναμνήσεις και τις πληροφορίες μου μία προς μία και θα αρχίσω να φτιάχνω τρόφιμα που μπορούν ν’ αποθηκευτούν. Τις ερχόμενες εβδομάδες εκτός του γαύρου και του κολιού θα ξεράνω στον ήλιο ντομάτες, μπανάνες, βερύκοκα, δαμάσκηνα και σύκα. Για να μην τα φάνε τα πουλιά κι οι μύγες κι επειδή σκεύη ειδικά δεν έχω αποφάσισα να χρησιμοποιήσω 2 τελάρα μεταξοτυπίας, το ένα πάνω στο άλλο και στη μέση οι καρποί ή τα λαχανικά ή τα φρούτα. Θα επιστρατεύσω ότι έχω και θα χρησιμοποιήσω ότι μου έρθει προκειμένω να πετύχω τον σκοπό μου που δεν είναι άλλος από τον περιορισμό της εξάρτησης στο μέτρο που μπορώ, από το βλαβερό για την υγεία του εγκεφάλου μου super market. Νταξ, δω που τα λέμε πιγκάλ δε μπορώ να φτιάξω.
«μΥδράλιο, η ζωή κατά λάθος επίτηδες». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.