Μέρες.

Μ

Στον κόσμο τούτο υπάρχουν λογής λογής άνθρωποι. Άνθρωποι καλοί, κακοί, έξυπνοι, βλάκες, τίμιοι, άτιμοι, ταλαντούχοι, ατάλαντοι και πάει λέγοντας. Στο ζωικό βασίλειο επικρατεί συνήθως η ισχύς και η ταχύτητα, στο ανθρώπινο η εξυπνάδα ή η πονηρία ή το ταλέντο ή απλά η σκληρή και επίμονη εργασία. Οι άνθρωποι που πιστεύουν και εμπιστεύονται, οι καλοί δηλαδή άνθρωποι, οι καλοπροαίρετοι και οι καλόκαρδοι, όταν προδίδονται σοκάρονται δυο φορές. Μια για αυτόν που τους πρόδωσε και μια για τον εαυτό τους. Κατόπιν χάνουν την εμπιστοσύνη τους και σταδιακά μετατρέπονται απο αφελείς, σε καχύποπτοι κι απο καλοπροαίρετοι, σε δύσπιστοι. Αυτός ο ένας που θα σε πίστευε δε σε πιστεύει γιατί κάποιος πονηρός τον γέλασε, τον πρόδωσε κι έτσι ένας άνθρωπος αγνός και καθαρός βάζει στο μυαλό του την αμφιβολία κι αλλάζει τον χαρακτήρα του και το πηγαίο του ναι με ένα σκεπτικό ίσως, μ’ ένα θα δούμε.

Στις αδικίες αυτού του κόσμου αναζητάς τον Θεό να εμφανιστεί σαν τιμωρός ή σαν σωτήρας και στα όμορφα του τον βλέπεις σαν δημιουργό και σαν Όλο. Μα ο Θεός έχει τις δικές του δουλειές και δεν ασχολείται με τις βρωμιές των ανθρώπων. Πιστεύω περισσότερο στη θεία Ευδοκία παρά στα Θεία Δίκη. Θα ήθελα να πιστέψω ολόψυχα κι ολόσωμα στον Θεό που τιμωρεί την ατιμία ακαριαία, αλλά αυτός ο Θεός δε φαίνεται να υπάρχει κι έτσι προσδοκούμε όλοι δικαίωση μετά θάνατον, χωρίς καν να ξέρουμε αν υπάρχει κάτι και τι, όταν περάσεις απέναντι. Αυτός που σκόπιμα λέει ψέματα σ’ αυτόν που πιστεύει πηγαία, θα έπρεπε να χάνει τη γλώσσα και τα δάχτυλα του έτσι ώστε να μην μπορεί να ξαναγράψει και να ξαναμιλήσει ποτέ. Έναν τέτοιο Θεό θα ήθελα να γνωρίσω και να υπηρετήσω.

Αυτή η εβδομάδα κύλησε σαν καλειδοσκόπιο. Κάπου σε μια ταπεινή παραλία στους Αγίους Θεόδωρους η Παρασκευή έφερε ένα αθερινόδιχτο και ένα μέτρο από τη παραλία με δυο διχτυές έβγαλε 2 κιλά αθερίνα στο 5λεπτο που λίγη ώρα αργότερα την απολαύσαμε με παγωμένη μπύρα  και κους κους. Μια άλλη εκ των ημερών βρέθηκα με τον Φρεντ Πλύμουθ και τα παιδιά του σε παιδική χαρά να τα κάνουμε κούνιες και να πίνουμε μπύρες. Σε μια δόση το ένα από τα δύο παραλίγο να καρφωθεί με το κεφάλι αλλά ευτυχώς άφησα τη μπύρα να πέσει και το πρόλαβα. Μετά τις κούνιες πήγαμε στο μπαρ για μια μαργαρίτα, ήταν μεσημέρι κι είχαμε μαζί μας δυο αγρίμια 3 και 4 ετών. Των 4 το απασχολήσαμε λίγο με μια “μαργαρίτα” ανανά ενώ των 3 το κάρφωσα στην αγκαλιά μου μ’ ένα κουβά ποπ κορν, που δε σταμάτησε να μασουλάει. Η μία μαργαρίτα έγιναν δύο, οι δύο τέσσερις, οι τέσσερις οχτώ κι οι οχτώ σε μία επίδειξη πολλαπλασιασμού υπό την επήρεια, έγιναν δώδεκα, κάπου εκεί σταματήσαμε νομίζω. Μάθε τέχνη κι άστηνε, μια φάση…Οι σερβιτόροι μας χάζευαν, οι περαστικοί μας χάζευαν, αυτό που βάσταγα εγώ στην αγκαλιά μου είχε γίνει μια μάζα σάλιου, ποπ κορν. μαργαρίτας και νερού, ενώ το άλλο αλλωνιζε στη κουζίνα του καταστήματος. Αυτή η μέρα της εβδομάδος είχε πλάκα και με τον Φρεντ Πλύμουθ θυμηθήκαμε πως είναι να περνάς καλά με ότι έχεις και κατά τύχη.

Σε αντίθεση με τη μέρα της μαργαρίτας που είχε την τσαχπινιά της, μια άλλη μέρας της εβδομάδος τούτης ήταν η μέρα της βελόνας. Βρέθηκα στο Παίδων να δώσω αίμα αλλά η νοσοκόμα δεν έβρισκε φλέβα και έφερε τη πιο χάι νοσοκόμα που ήτο ντεμέκ ειδική στις φλέβες. Ούτε όμως η ειδική τα κατάφερε και έφερε την προϊσταμένη. Αφού με ξεκώλιασαν στις τρύπες και αφού με ρώτησαν καμιά 10άρια φορές, “μήπως θέλετε να φύγετε κύριε επειδή σας ταλαιπωρήσαμε”, κατάφεραν τελικά και βρήκαν τον δρόμο προς το αίμα μου. Εγώ δεν έφευγα από εκεί ότι και να γινόταν, ακόμα κι έπρεπε να βγάλω αίμα ξύνοντας τη μύτη μου. Είχε κι άλλες μέρες αυτή η εβδομάδα όπως όλες, αλλά μερικές μένουν κι άλλες εξαφανίζονται. Οι μέρες της κάθε εβδομάδος νομίζω γίνονται πεταλούδες ή σαλιγκάρια. Μερικές τις θυμάσαι και σε διασκεδάζουν και μερικές δε ξέρεις που πήγαν. Ποιά ήταν η καλύτερη μέρα της ζωής μου δεν το έχω απαντήσει ακόμα αλλά ποιά ήταν η χειρότερη το θυμάμαι και καθαρά. Όμορφο πράμα οι μέρες, η πεμπτουσία της ζωής κρύβεται μέσα τους. Στις 24 ώρες πρέπει να βρεις το νόημα γιατί, όπως μας έδειξε κι ο Spike Lee, η 25η δεν υπάρχει.

Γιάννης Κακούρης