Το ήσυχο και κάπως ζεστό απόγευμα του Σαββάτου κυλούσε με ραδιόφωνο κι αναζητήσεις στο ίντερνετ. Άκουγα Ελληνικά και έψαχνα χριστουγεννιάτικες εικόνες ενώ παράλληλα χάζευα τους περαστικούς και πως αυτοί – ενοχικά πάντα – πετάνε τις σακούλες με τα σκουπίδια στους κάδους. Προς στιγμήν σκέφτηκα πως υπήρχε μια ανισορροπία σε αυτή τη σύνθεση καθώς το ν’ αναζητά κανείς Χριστουγεννιάτικες εικόνες στις 21 Ιουνίου, ν’ ακούει Αλεξίου και να ασχολείται με τα σκουπίδια των άλλων δεν είναι και πολύ chique αλλά μετά ξανασκέφτηκα, μια χαρά είναι.
Σάββατο κι απόβραδο και ασετυλίνη
στην Αριστοτέλους που γερνάς
έβγαζα απ’ τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι
σου ‘ριχνα στα μάτια να πονάς.
Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους
κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ
και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους
τ’ Άη Γιάννη θα ‘τανε θαρρώ.
Η Αργυρώ ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ζούσε στη πλατεία Κυριακού, σημερινή πλατεία Βικτωρίας. Η γειτονιά την φώναζε κακγκουρό γιατί ήταν άσχημη, τσακώνονταν συνεχώς, έκλεβε ότι έβρισκε, φορούσε κοντά παντελονάκια κι έβριζε θεούς και δαίμονες. Ο αδελφός της λεγόταν Σπύρος κι η Αργυρώ τον φώναζε Μανιαμούνια. Κι οι δυό τριγυρνάγανε στο καφενείο της Κυρά Μελέταινας της μάνας τους που βρισκόταν επί της οδού Αριστοτέλους κι είχε ειδικότητα στο να ψήνει καφέδες σε μεροκαματιάρηδες κι άνεργους.
Ο Σπύρος δε μέτραγε μία μπροστά στην Αργυρώ και κάθε λίγο και λιγάκι εκείνη τον πλάκωνε στις φάπες και του έλεγε, “μούγκα μανιαμούνια”, έκφραση που παγιώθηκε, υιοθετήκε και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στη μεταπολεμική slang γλώσσα των Αθηνών. Στην κατοχή η Αργυρώ είχε κασελάκι και γυάλιζε παπούτσια, κυρίως Ιταλών που θέλανε να είναι κομψοί. Μια μέρα πέρασε τη Δεριγνύ απρόσεκτα κι ένα Γερμανικό καμιόνι που οδηγούσε Αυστριακός λοχίας την παρέσυρε. Η Αργυρώ, το καγκουρό, με σπασμένα πόδια και χέρια δεν είχε ελπίδες στην κατοχική Αθήνα, είχε όμως τύχη. Ο Αυστριακός οδηγός όχι μόνο την μάζεψε, την πήγε στα χέρια στο νοσοκομείο και μετά τον πόλεμο της έστελνε χρήματα για να τελειώσει το Γυμνάσιο. Η Αργυρώ είχε τύχη εκείνη την άτυχη μέρα αλλά η ημερήσια δόση ήταν λιγοστή, δεν έφτανε για μια ζωή. Η μοίρα την έστειλε στο τρελάδικο κι εκεί μέσα πέθανε.
Βιζυηνός, Φιλύρας, Βώκος, Κρυστάλλης, Δραγούμης, Μητσάκης, Ίλβες και πολλοί άλλοι πέρασαν την πόρτα του τρελοκομείου και μερικοί από αυτούς δεν βγήκαν ποτέ. Το στρίψιμο της βίδας μπορεί να είναι αργό αλλά μπορεί και σύντομο. Μπορεί να είναι διαδικασία, μπορεί και στιγμιότυπο. Ο Χαλεπάς πρόλαβε να πεθάνει πριν την κατοχή και δεν είχε την τύχη της Αργυρώς, είχε τη δική του. Η τρέλα της επιβίωσης της Αργυρώς και η τρέλα της δημιουργίας του Χαλεπά τους έστειλαν και τους δύο στο τρελάδικο μόνο που ο Χαλεπάς βγήκε. Επέστρεψε στη Τήνο εκεί που η μάνα του κατέστρεφε κάθε γλυπτό ή κάθε τι που εκείνος έκανε, θεωρώντας πως η τέχνη του τον τρέλανε. Ο Χαλεπάς πέρασε μια 15ετία βόσκοντας πρόβατα, κάνοντας θελήματα, κουβαλώντας νερά από τον Πάνορμο και μαζεύοντας αποτσίγαρα. Όταν όμως η μάνα απεβίωσε κι έπαψε να προστατεύει το παιδί της από τη μανία του, ο Χαλεπάς ξανάπιασε τη τέχνη του και δεν την άφησε ποτέ. Θεραπεύθηκε πλήρως, τιμήθηκε από την ακαδημία καλών τεχνών και δεν έπαψε να δημιουργεί μέχρι το τέλος της ζωής του.
Κάποτε μου είχαν πει ένα ανέκδοτο για έναν επιβάτη που στεκόταν όρθιος μέσα στο λεωφορείο και ρωτούσε επιτακτικά όλους τους άλλους που έμπαιναν κι έβγαιναν, “μήπως είσαι φρυγανιά;-μήπως είσαι φρυγανιά;”. Όχι απαντούσαν όλοι κι εκείνος συνέχιζε να μένει όρθιος και να ρωτάει, “μήπως είσαι φρυγανιά-μήπως είσαι φρυγανιά;”, μέχρι που κάποιος επιβάτης που τον είχε ακούσει να ρωτάει πολλές φορές, του είπε, “ναι είμαι φρυγανιά”. Ο ερωτών τότε με μάτια γεμάτα έξαψη, ανακούφιση και χαρά είπε, “είμαι μαρμελάδα, μπορώ να ξαπλώσω λίγο πάνω σου;”
Τρελάθηκε λέει αυτός, άστον, μη του δίνεις σημασία, μην τον ακούς. Ποιος ξέρει η έρμη Αργυρώ τι έπαθε και πήγε στο τρελάδικο και δεν έφυγε ποτέ από εκεί που δεν έχουν φύγει και πολλοί άλλοι. Όσο πιο αγνός είσαι τόσο πιο εύκολα τρελαίνεσαι ή φουντάρεις. Η ζωή καμιά φορά γίνεται αβάστακτη, τα γεγονότα, οι συνθήκες, οι σκέψεις. Μελετώντας έναν ακόμα παχουλό κύριο που πέταξε από μακριά τη σακούλα με τα απορρίμματα, σαν να ξεφορτώνεται με μιας όλες τις κακές του σκέψεις, αναρωτήθηκα ποιο να είναι άραγε πιο βλαβερό, το να αισθάνεσαι μόνος ενώ δεν είσαι ή να είσαι μόνος και να μην το αισθάνεσαι;
Παρά ταύτα το ερώτημα της ημέρας, δηλαδή αν τον Χαλεπά τον τρέλανε η γλυπτική ή η μάνα του, θα μείνει αναπάντητο.
«μΥδράλιο, ρώσικη σάλατα». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.