Το στιγμιαίο πάντα.

Τ

Είναι μια μέρα δύσκολη, του χωρισμού η μέρα. Η ώρα να χωριστώ από την μητέρα Αθήνα που λατρεύω και να επιστρέψω στη θεία Σόφια έφτασε. Μετά από σχεδόν δέκα μέρες αθηναϊκής ταλαιπωρίας και βάλε, θα πάρω πάλι τον δρόμο για τα σύνορα. Λαμία, Λάρισα, Κατερίνη, Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Προμαχώνας χιλιάδες φορές. Μου την σπάει που θα φύγω αλλά είτε μ’ αρέσει είτε όχι η ζωή είναι εκεί δομημένη και αυτό ακόμα δε μπορώ να το αλλάξω. Και αυτό μου τη σπάει, τεσπά. Πόσες φορές έχω οδηγήσει την Αθηνών-Θεσσαλονίκης; Μια πρώτη απάντηση θα ήταν άπειρες αλλά αυτό θα ήξερα πως δεν είναι αλήθεια.

Το άπειρο είναι αόριστο και γι’ αυτό, σε ότι αφορά τα ενδότερα μου, μη αρεστό. Μ’ αρέσουν τα συγκεκριμένα λόγια, τα ακριβή στοιχεία. Οπότε σε ότι αφορά την Αθηνών-Θεσσαλονίκης & Σια, ας πούμε πως την έχω οδηγήσει 7.673 φορές. Όταν ακόμα η εθνική οδός ήταν 2 λωρίδες πάνω και 2 κάτω και χωρίς διάζωμα στη μέση, διάλεγα να ταξιδεύω νύχτα. Δεν είχε κίνηση, είχα δυνάμεις, το’ κανα. Καμιά φορά, για σασπένς, αν είχε φεγγάρι, μου άρεσε να κλείνω τα φώτα και να οδηγώ στο σκοτάδι. Το’ κανα κι αυτό αλλά φοβόμουν κι έτσι μετά από λίγο τα άνοιγα. Μ’ άρεσε ν’ ακούω ραδιόφωνο, ότι έπιανε κι αν έπιανε. Μια δόση χαράματα, οδηγούσα κι ο δρόμος ήταν ως συνήθως άδειος. Έπιασα ένα σταθμό Αθηνών που εξέπεμπε από τη Μεσογείων. Έπαιζε ωραία τραγούδια και το άφησα, δεν μίλαγε και κανείς, ακόμα καλύτερα σκέφτηκα.

Κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνή γυναικεία, φωνή γλυκιά κι απαλή. Η εκφωνήτρια περιέγραφε τι βλέπει από το παράθυρο στη Μεσογείων. “Λίγη κίνηση, ο ήλιος δεν έχει εμφανιστεί ακόμα αλλά το χάραμα αρχίζει και φαίνεται. Στο στούντιο δεν είναι κανένας κι εγώ διαλέγω τη μουσική κι αναρωτιέμαι αν ακούει κανείς, αλλά δεν το ξέρω. Αν ακούει κανείς και θέλει να μου μιλήσει μπορεί να με καλέσει σε αυτό το νούμερο… Νομίζω πως δεν ακούει κανείς, νομίζω πως είμαι μόνη…”. Έδωσε το νούμερο τηλεφώνου του στούντιο.  Έλεγε κι άλλα τέτοια δεν τα θυμάμαι όλα, πάντως ήταν κάπως η φωνή της, το χρώμα της. Μόνη αυτή στο στούντιο να βλέπει το χάραμα, μόνος εγω να βλέπω τις νταλίκες, αποφάσισα και την πήρα τηλέφωνο. Το σήκωσε, μιλήσαμε, χάρηκε πολύ, χάρηκα κι εγώ. Τελείωσε το τραγούδι κι επανήλθε η φωνή στο ραδιόφωνο κι είχε τόση χαρά και τόση λαχτάρα να μιλήσει. Έλεγε πως θέλει να περιγράψει τι της συνέβη όση ώρα έπαιζε το τραγούδι που είχε διαλέξει κι εγώ συνέχισα ν’ ακούω.

“Με πήρε τηλέφωνο ο Γιάννης που οδηγεί κάπου στην Εθνική οδό! Και μου είπε πως με ακούει και να μην στεναχωριέμαι, και πως τα τραγούδια που διαλέγω του κάνουν καλή παρέα και πως κι εκεί είναι χάραμα και πως δεν είμαι μόνη. Σ’ ευχαριστώ πολύ Γιάννη!”. Εγώ σκέφτηκα πως κάνει μεγάλο θέμα για το τίποτα, αλλά εκείνη συνέχισε. “Και μόλις έκλεισα το τηλέφωνο με τον Γιάννη χτύπησε πάλι το τηλέφωνο κι ήταν ο Κώστας, καπετάνιος σε εμπορικό που περναει την διώρυγα του Παναμά αυτή την ώρα! Με κάλεσε να μου πει πως με ακούει και να μην στεναχωριέμαι και πως δεν είμαι μόνη και σας κάνω καλή παρέα! Είμαι τόσο χαρούμενη, μα τόσο χαρούμενη!!! Σας ευχαριστώ πολύ Γιάννη & Παναγιώτη που με καλέσατε να μου πείτε πως με ακούτε, πως δεν είμαι μόνη!”. 

Εγώ σκέφτηκα τον Κώστα τον καπετάνιο στη γέφυρα που οδηγούσε το εμπορικό ανάμεσα στην διώρυγα, σκέφτηκα την φωνή που αναρωτιόταν αν ήταν μόνη ατενίζοντας το χάραμα από ένα κτήριο στη Μεσογείων, σκέφτηκα κι έμενα που έπαιζα με τα φώτα του αυτοκινήτου και του φεγγαριού. Τρεις φωνές, τρεις άγνωστοι, που δε θα βρεθούν ποτέ στο ίδιο σημείο, την ίδια στιγμή, ακόμα κι αυτό το σημείο είναι στα ερτζιανά κύματα. Ένιωσα τόσο όμορφα εκείνη τη στιγμή, όχι για την χαρά που άθελα μου έδωσα στην εκφωνήτρια, όσο για την αίσθηση που ένιωθα. Αισθανόμουν κοντά με ανθρώπους που κοντά δεν ήμουν, που δεν θα ήμουν ποτέ ξανά. Δεν ξέρω ποιός άλλος άκουσε όλα αυτά, ίσως κανείς, ίσως εσύ. Στιγμιαία μαζί, για πάντα χώρια. Αλλά αυτό το στιγμιαίο κρατάει για πάντα, δεν το ξέχασα ποτέ.

 

 

Γιάννης Κακούρης