Τα μαμούνια.

Τ

Στην Ελλάδα μας αρέσει να λέμε πως φταίνε οι πολιτικοί για τα αδιέξοδα χρόνια, για τις ατέρμονες προσπάθειες ανασύστασης του κράτους, επαναχάραξης κοινωνικής πολιτικής, επανασύνταξης και ορθογραφικού ελέγχου του συμβολαίου με το λαό. Χρησιμοποιώντας τα χρώματα των 2 κατά βάση προσφιλέστερων κομμάτων της τελευταίας 40κονταετίας έχω να πω το αυτό, πράσινα άλογα και πούτσες μπλε. Η κοινωνία είναι που εκλέγει τους πολιτικούς και όχι οι πολιτικοί την κοινωνία. Οι πολιτικοί απλά μπορούν να την αναγνώσουν καλύτερα και να την εκμεταλλευτούν, ειδικά αν έχουν το ταλέντο της πλάνης. Μια κοινωνία ανθρώπων με γνώσεις και ικανότητες, με άποψη και κουλτούρα δε θα μπορούσε να γελαστεί πάνω από μία φορά. Όμως τα μέλη της δικής μας κοινωνίας, που μέλος της είμαι κι εγώ, σε συντριπτικό βαθμό επιθυμούν το δικό τους ατομικό καλό ακόμα κι αν αυτό δρα εις βάρος του συνόλου.

Ακούω συχνά ραδιοφωνικές πολιτικές εκπομπές και είναι μόνο τραγικό το πως ο καθείς προσπαθεί να λανσάρει τον εαυτό ως πιο Έλληνα από τον άλλο, ως πιο πατριώτη, ως πιο κοντά στο λαό. Αν αφήσεις το σπίτι σου να γεμίσει μαμούνια, καλό είναι να θυμάσαι πως δε φταίνε τα μαμούνια. Επανήλθε στην επιφάνεια ο σκελετός του πράσινου ήλιου με σκοπό τι;, να προσελκύσει χάρβαλους του παρελθόντος που ξέχασαν και εραστές του μέλλοντος που δεν γνωρίζουν, πόσο τοξικός ήταν αυτός ο ήλιος. Σε λίγο ίσως να δούμε ξανά τον πυρσό της Νέας Δημοκρατίας ή τα σφυροδρέπανα. Όσο το μέλλον φοβίζει, το παρελθόν επιστρέφει, σαν τη Μάρα Ζαχαρέα που λέει τις ειδήσεις 300 χρόνια τώρα. Αν δεν αλλάξουμε εμείς δεν θ’ αλλάξει τίποτα, αλλά και πάλι είναι γκαραντί ότι εμείς δεν θ’ αλλάξουμε ποτέ. Ο μύθος της σπηλιάς είναι η μοίρα του ανθρώπου.

Η Ελλάδα έχει υποθηκεύσει τα πάντα για τα επόμενα 100 χρόνια, το πτωχευμένο κατάστημα ξανάπτώχευσε και ξαναδανείστηκε γιατί απλά δε μπορεί να κλείσει. Η χώρα υποδουλήθηκε με δούρειο ίππο το ανεξέλεγκτο άφθονο χρήμα που επέτρεψαν να μπει μέσα τα σάπια μαμούνια και που με περίσσια χαρά κατανάλωσαν οι ιθαγενείς που επιτέλους ντυμένοι πεντοχίλιαρα μπορούσαν να κοιτάζουν τους λοιπούς Ευρωπαίους στα μάτια. Οι χαροκαμένοι των τελευταίων 200 χρόνων και βάλε, που πέρασαν μέσα από την επανάσταση και την αναγέννηση τους, μέσα από βαλκανικούς και παγκόσμιους πολέμους, μέσα από εμφύλιο, χούντα και διχόνοια, είχαν επιτέλους λεφτά να πάνε διακοπές. Θυμάμαι ακόμα τις εποχές που περπάταγες στο δρόμο και σε κάθε γωνία σε παρακάλαγαν να σου δώσουν λεφτά, εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, ιατροδάνεια μέχρι που καταλήξαμε στα δανειοδάνεια. Πάρε δανεικά για να πληρώσεις τα δανεικά.

Ατομική μου ενέργεια
κι ανάσα μου στα χείλη,
την πρώτη ουσία, την αρχή
σηκώστε με να δω,
όχι από περιέργεια
μα δε χωράω στην ύλη
και τούτη η ψεύτρα η εποχή
την έχει για Θεό.

Δυό γενιές γαλουγήθηκαν έτσι, δέκα θα πρέπει να πληρώσουν. Είμαι υπέρ ψήφου και κατά άγνοιας. Το παρελθόν έχει μόνο σφάλματα να μας θυμίσει, δεν είναι καλό να επιστρέφουμε εκεί για λόγους ασφάλειας και οικειότητας. Γραφίστες ξέρω πως υπάρχουν πολλοί, ένας να σχεδιάσει ένα άλλο λογότυπο δε βρέθηκε; Στον πράσινο ήλιο έπρεπε να γυρίσουμε; Γιατί; Μας κάνει περήφανους; Όλα τα εν δυνάμει όνειρα της Ελλάδος έγιναν εφιάλτες οπότε, προτείνω να ξεκινήσουμε με έναν εν δυνάμει εφιάλτη που ίσως γίνει όνειρο. Ας βάλουμε όλα τα κόμματα σ’ ένα ψηφοδέλτιο και σ’ ένα λογότυπο. Ένας λευκός αγνός μονόκερος με μπλε κέρατο, τρεις κόκκινους αναβάτες σε σχηματισμό ακροβατών και ενδυμασία σωματοφυλάκων. καλπάζουν αγέρωχα προς τον πράσινο ήλιο έχοντας ως σύνθημα πανελλήνιο το, “όλοι για ένας και ένας για όλους”. Μάλλον κάτι τέτοιο δεν πρόκειται ποτέ να γίνει καθώς το δαιμόνιο της φυλής είναι κι η κατάρα της, όπως αναδεικνύει και η ιστορία με το τζίνι που έταξε σ’ έναν Έλληνα ότι του ζητήσει με την προϋπόθεση ότι αφού εκτελέσει την επιθυμία του, τα ίδια ακριβώς και εις διπλούν θα δώσει στον γείτονα του. Εκείνος, μετά από λίγα λεπτά σκέψης είπε, κόψε μου το χέρι. 

Γιάννης Κακούρης