Απόγευμα Κυριακής. Πήγα σε μνημόσυνο σήμερα, έξι μήνες από τη μέρα που έφυγε ο μόνος μου φίλος εδώ στα ξένα. Στις 2 λέει θα ξεκινούσε αλλά μέχρι τις 3 και βάλε ήταν άλλες τελετές. Μου έκανε εντύπωση ο παπάς, ένας νέος άντρας με καθαρή ματιά κι απαλή φωνή. Αναλόγως το κόνσεπτ άλλαζε έκφραση στο πρόσωπο του και τόνο στη φωνή του. Στη βάφτιση χαρούμενος και γελαστός, στο γάμο θετικός και συμβουλευτικός, στο μνημόσυνο λυπημένος και σκυφτός. Εκτελούσε τα καθήκοντα του ψυχή τε και σώματι και κατάφερε να προκαλέσει χαμόγελα αλλά και δάκρυα στους περισσότερους παρευρισκόμενους. Εδώ είμαι πάλι, σκέφτηκα, στον οίκο σου. Εδώ μέσα ένιωσα την ανάγκη ν’ αρχίσω να γράφω, εδώ μέσα είπα τελείωσα με το γράψιμο. Όμως ακόμα συνεχίζω να γράφω, ακόμα πιστεύω σε μένα επειδή πιστεύεις κι εσύ.
Συνέχισα να συλλογίζομαι τα του Θεού και το αν η επιρροή είναι αμφίδρομη ή όχι. Αναρωτήθηκα, ποια άραγε να είναι η θέση του Θεού σ’ έναν κόσμο χωρίς ανθρώπους; Ο Πάπας Φραγκίσκος δήλωσε πρόσφατα, “δεν πρέπει να δοξάζουμε τον εαυτό μας, διότι ακριβώς σε αυτή την διάσταση την οποία ζούμε σαν να είναι αποκλειστική, παρεισφύει ο διάβολος”, μου φάνηκε σωστό. Ας αφήσω τα του Θεού στο Θεό, τα του Διάβολου στο Διάβολο κι ας επικεντρωθώ στα δικά μου, σκέφτηκα. Αναρωτήθηκα αν είναι αλήθεια πως μέσα απ’ τα χέρια μας έφυγε ένας τόσο καλός και τόσο νέος άνθρωπος.
Η απώλεια του είναι από αυτές που κάνουν τη ζωή σου λιγότερο όμορφη και τον χαρακτήρα σου πιο δυνατό. Αν μπορούσες να διαλέξεις δεν θα διάλεγες τη δύναμη που απέκτησες, μα την ομορφιά που είχες. Την ομορφιά του να έχεις δίπλα σου ανθρώπους φωτεινούς σαν κι αυτόν που χάσαμε. Κοιτούσα τη φωτογραφία του, τραβηγμένη μέσα στο αυτοκίνητο, ήταν συνοδηγός, κοιτούσε προς τ’ αριστερά, προς τη πλευρά του οδηγού. Χαμογελαστός, τσαχπίνης, έτοιμος για σκανταλιά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως δεν άφηνε κανέναν να νιώθει μόνος. Πριν ακόμα πεις τι μπορεί να χρειαζόσουν, τι ήθελες, είχε κιόλας απαντήσει, μην ανησυχείς θα γίνει, μην ανησυχείς εγώ θα σε βοηθήσω, θα το φτιάξουμε, θα έρθω, όλα θα πάνε καλά, ησύχασε, εγώ είμαι εδώ. Ακόμα και να μην μπορούσε τελικά να κάνει αυτό που είχε υποσχεθεί, ακόμα κι αν καμιά φορά το ξεχνούσε, εκείνη την πρώτη στιγμή που χρειαζόσουν ν’ ακούσεις κάτι για να πάρεις θάρρος και δύναμη και μετά βλέπουμε, δεν θα σε άφηνε ποτέ να αισθανθείς μόνος, μα ποτέ. Κοίταξα τη φωτογραφία του, που είσαι; Σκέφτηκα πως οι νεκροί έχουν ένα πλεονέκτημα, μας βλέπουν αλλά εμείς δεν το ξέρουμε κι λιώνουμε κι αναζητούμε ένα σημάδι. Είναι πράγμα περίεργο να φεύγει ξαφνικά κάποιος, νομίζεις πως σου κάνουν πλάκα. Νομίζεις πως κάπου τον έκρυψαν κι όπου να’ ναι θα’ ρθει. Μα δεν θα’ ρθει, μα έφυγε, μα πάει. Στη μία τελετή οι άνθρωποι γελάνε κι αγκαλιάζονται, στην άλλη κλαίνε και δαγκώνουν τα χείλη. Τα δικά μου σήμερα, τα μάτωσα.
Φεύγοντας δήλωσα σέβας προς τον Μεγάλο Γκάτι και του ζήτησα να συνεχίσει να πιστεύει σε μένα. Τα χείλη του χαμογέλασαν διακριτικά και μου’ κλεισε το μάτι. Η σχέση με τον Θεό είναι υπόθεση προσωπική, άλλος τον βρίσκει στην προσευχή, άλλος στη σιωπή, άλλος στην εκκλησία. Εγώ τον Θεό τον συνάντησα ανάμεσα στα γράμματα, εκεί μόνο μπορώ να του μιλήσω, εκεί μόνο τον ακούω.
«μΥδράλιο, η ζωή κατά λάθος επίτηδες». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.