Πήρα το μετρό για το κέντρο. Όση ώρα ταρακουνιόμουν στο βαγόνι παρατηρούσα τους λοιπούς επιβάτες. Οι περισσότεροι κολλημένοι στα κινητά τους, έδειχναν πολύ σοβαροί ή ήθελαν να δούμε εμείς οι υπόλοιποι πως κάνουνε κάτι πολύ σοβαρό. Αναρωτιέμαι τι θα έκαναν όλοι αυτοί αν τους έπαιρνα το τηλέφωνο, προσπάθησα να θυμηθώ τι έκαναν οι άνθρωποι πριν προσκολληθούν στα σμαρτ τηλέφωνα και στη συνεχή χρήση του ίντερνετ. Δεν θυμήθηκα. Θυμήθηκα μόνο πως τα πρόσωπα των ανθρώπων στο μετρό και στον ηλεκτρικό είναι παρά σάγγας διαφορετικά από τα πρόσωπα των ανθρώπων στα τρένα που ταξιδεύουν έξω από τον αστικό ιστό. Τα πρόσωπα των ανθρώπων στο μετρό και στον ηλεκτρικού φαίνονται θλιμμένα, αποκομμένα από το όλοι μαζί σ’ ένα βαγόνι που μας πάει στο διάολο και ενωμένα με μια οθόνη που κάθε ένας νομίζει πως τον πάει κάπου καλύτερα. Αυτό, μέχρι να φτάσουν στον σύντομο προορισμό τους. Ίσως η απόσταση του προορισμού να είναι αυτή που αλλάζει τη διάθεση, εξόν κι η ταμπέλα γράφει Νταχάου.
Κάποτε στη Κίνα είχα πάθει μεγάλη έκπληξη όταν μέτρησα σ’ έναν καναπέ 17 καθίμενους που όλοι, έπαιζαν με το κινητό τους, και οι 17. Σήμερα και 1.000 να έβλεπα δεν θα μου έκανε εντύπωση. Αποφάσισα πως οι άνθρωποι δείχνουν πολύ πιο έξυπνοι αν κρατούν ένα κινητό σμαρτ στα χέρια τους, πιο ενδιαφέροντες. Κάνουν μορφασμούς, φαίνεται κάτι να διαβάζουν ή να ακούν. Αν τους αφαιρέσει κανείς αυτή τη δραστηριότητα χάνουν πολύ από το σμαρτ λουκ τους και μπορεί να μοιάζουν σαν εμένα, πίθηκος που χαζέυει τους άλλους. Κοιτάχτηκα στο τζάμι, αξύριστος μέρες, αδιάφορος, ίσως ίδιος κι εγώ με όλους όσους παρατηρώ. Όταν περπατάω με τη Φρίντα βλέπω πολλούς ανθρώπους που την κοιτούν από μακριά και χαμογελούν. Μετά σηκώνουν το κεφάλι να ανταμώσουν τα δικά μου μάτια και ν’ ανταλλάξουν ενδεχομένως και με τον ιδιοκτήτη του πανέμορφου αυτού σκυλιού ένα χαμόγελο, αλλά μόλις αντικρίζουν εμένα, το χαμόγελο που πριν είχαν σχηματίσει, εξαφανίζεται. Είμαι συνήθως αξύριστος, αχτένιστος, βλοσυρός, η όψη μου δεν προκαλεί κανένα χαμόγελο παρά μόνο στον εαυτό μου, όταν βλέπω των άλλων να σβήνει. Σιχαίνομαι τις αβρότητες, τα καθώς πρέπει, τον Πορτοσάλτε σα να λέμε, χαχα, καλό αυτό. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων, αδιάφορος μεταξύ διαφόρων, περιπλανιέμαι κι αναρωτιέμαι αν όλες αυτές οι φάτσες έχουν μέσα τους τόσο όνειρα, όσα εγώ.
«μΥδράλιο, η ζωή κατά λάθος επίτηδες». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.