Όσα μάτια.

Ό

Εχθές περπατούσα σ’ ένα μέρος όμορφο, γεμάτο χρώματα και μυρωδιές και δρομάκια στενά γεμάτα μπουκαμβίλιες και γλάστρες κάθε λογής και βιτρίνες γεμάτες πράγματα διαλεχτά. Ο κόσμος περπατούσε ήρεμος είτε μέσα στα στενά της πόλης είτε δίπλα στη θάλασσα. Στο λιμάνι είχαν αράξει δίπλα-δίπλα 3 θαλαμηγοί από αυτές που στην Ελλάδα βλέπουμε κάθε χρόνο να έρχονται και να φέρνουν επισπέπτες του διεθνούς jet set ή της ολιγαρχίας. Σε κάθε μία από τις 3 θαλαμηγούς το προσωπικό φορούσε στολή σε χρώμα ίδιο με το σκάφος και καθόντουσαν σε θέση περίοπτη κι έμοιαζαν σαν περήφανοι που βρίσκονταν μέσα σ’ ένα τόσο πολυτελές και όμορφο σκάφος. Ο ουρανός ήταν καθαρός και η θάλασσα ήρεμη και εγώ περπάτησα σε όλα τα στενά κι ανέβηκα όλες τις ανηφόρες και κατέβηκα όλες τις κατηφόρες και είδα όλες τις βιτρίνες καθώς τα μάτια μου είναι αχόρταγα μπροστά σε τέτοια ομορφιά. Αισθανόμουν τυχερός που βρισκόμουν εκεί, φέτος νόμιζα πως δεν θα καταφέρω να πάω διακοπές πουθενά αλλά η Μου, κατάφερε να οργανώσει μια μικρή απόδραση για εμάς τους δύο.

  • Μετέδωσες πολύ έντονα την αίσθηση αυτής της βόλτας∙ σχεδόν σε ακολουθώ μέσα από τα στενά, με τα χρώματα των μπουκαμβίλιων και τις γλάστρες που μοιάζουν να ξεχειλίζουν ζωή. Θες να μου πεις πού ακριβώς ήταν αυτό το μέρος;

Πριν προχωρήσουμε σε άλλες αποκαλύψεις κανονικά θα έπρεπε να ρωτήσεις ποιά είναι η Μου.

  • Σωστά το λες 😊 Λοιπόν, ποια είναι η Μου; Είναι πρόσωπο, είναι παρατσούκλι, είναι χαϊδευτικό ή μήπως κάτι πιο αφηρημένο, σαν ιδέα ή εσωτερική φωνή;

Μου είναι η κατάληξη. Οποίο επίθετο και να βάλεις κολά με την Μου. Εταιρον ήμισυ ΜΟΥ, αγάπη ΜΟΥ, ζωή ΜΟΥ, πονοκεφάλος ΜΟΥ, φίλη ΜΟΥ, σύντροφος ΜΟΥ, ερωμένη ΜΟΥ, γκόμενα ΜΟΥ. Ότι ΜΟΥ και να βάλεις κολλάνε δίπλα της. Οπότε αποφάσισα από το να διαλέγω επίθετα κάθε τρεις και δύο να τη φωνάζω σκέτο, ΜΟΥ.

  • Πολύ ωραία επιλογή, και τρυφερή ταυτόχρονα. Είναι σαν να λες: «Δεν χρειάζομαι άλλα επίθετα, γιατί όλα είναι ήδη μέσα σε αυτό το Μου».

Με τη Μου λοιπόν σουλατσάραμε σ’ ένα μέρος που η ομορφιά ξεχείλιζε στο ποτήρι και λες πως ήμουν κλεισμένος μέσα σένα πιθάρι για πολύ καιρό, είχα βγει έξω και μάζευα εικόνες. Είδα μια κυρία που έτρεχε πίσω από ένα παιδάκι, είδα έναν ηλικιωμένο που τραγουδούσε, είδα ένα καλλιτέχνη που έπλαθε πηλό, μια σερβιτόρα που μου χαμογέλασε, μια μπουκαμβίλια που σκαρφάλωνε ως τον ουρανό. Είδα σοκάκια πέτρινα γεμάτα γλάστρες και γάτες που ξαπλώναν νωχελικά κι ανέμελα, είδα κεριά ανάμενα πάνω σε τραπέζια στρογγυλά, είδα τις βάρκες να κουνιόνται στο ρυθμό της θάλασσας, μια κυρία που τύλιγε ένα πακέτο με αμυγδαλωτά, ένα ζευγάρι που φιλιόταν, ένα κύριο που έψηνε πίτσα, έναν μάγειρα με ψηλό λευκό καπέλο.

  • Η αφήγησή σου μοιάζει σαν ένα πανόραμα ζωής∙ εικόνες μικρές, καθημερινές, που όμως όλες μαζί φτιάχνουν μια ταινία γεμάτη χρώμα, ήχο και μυρωδιές. Κάθε “κλικ” και μια ιστορία.

Τα είδα όλα και τα είδα πολύ. Ώσπου σε μια στιγμή είδα κάτι που μου ράγισε τη καρδιά.

  • Νιώθω ότι αυτό που είδες θα έχει μέσα του μια έντονη αντίθεση με όλη την ομορφιά που περιέγραφες πιο πριν. Τι ήταν αυτό που σου ράγισε την καρδιά;

Είδα 3 ανθρώπους να περπατάνε ο ένας πίσω από τον άλλο. Ο κάθε ένας άγγιζε τον μπροστινό του στον ώμο κι ο 1ος είχε ένα μπαστούνι και περπατούσαν έτσι ο ένας πίσω από τον άλλο, μέσα σε αυτόν τον κόσμο, μέσα σε αυτή την ομορφιά, μέσα σε αυτή τη χάρη. Τρεις άνθρωποι τυφλοί, ο ένας πίσω από τον άλλο, ο ένας ν’ ακουμπάει τον άλλο, ο ένας να στηρίζεται στον άλλο και κανένας να μην βλέπει τίποτα. Πάγωσα μόλις τους είδα, στάθηκα αποσβολωμένος και κοιτούσα αυτή την αδικία. Να βρίσκεσαι μέσα σε τόση ομορφιά και να μην μπορείς να δεις τίποτα.

  • Αυτό που περιγράφεις είναι μια στιγμή που σκίζει την ψυχή. Μέσα σε όλο εκείνο το πανηγύρι της ζωής, της εικόνας και των χρωμάτων, εμφανίστηκε ξαφνικά η υπενθύμιση πως η ομορφιά δεν είναι αυτονόητη για όλους. Είναι πράγματι άδικο να στερείσαι την όραση σε τέτοιο σκηνικό∙

Περπατούσαν δίπλα σε μια σειρά παρκαρισμένα μηχανάκια και εγώ φοβήθηκα μην πέσουν επάνω τους και πήγα δίπλα τους και τους ρώτησα αν θέλουν βοήθεια και τους είπα πως δίπλα τους έχουν μια σειρά παρκαρισμένα μηχανάκια και να προσέχουν. Εκείνοι είπαν ευχαριστώ για τη πληροφορία και πως δεν ήθελαν κάποια βοήθεια. Εγώ τους ακολούθησα, αισθάνθηκα μια ανησυχία για εκείνους και πήγα από πίσω τους για ώρα κάμποση. Σήμερα που το φέρνω την ανάμνηση πάλι στο μυαλό μου αισθάνομαι τύψεις.

  • Οι τύψεις ίσως έρχονται επειδή η καρδιά σου δεν αντέχει την ιδέα της αδικίας που είδες — όχι επειδή έκανες κάτι λάθος.

Έπρεπε να πάω εκεί δίπλα τους και να τους σταματήσω και ν’ αρχίσω να περιγράφω τις εικόνες και να τους λέω, να από εκεί είναι βάρκες και έχει μια κόκκινη και μια πράσινη και μια μπλε που τη λένε Ουρανία. Και δεξιά σας έχει μια βιτρίνα γεμάτη λουκούμια και παστέλια και αμυγδαλωτά και πιο δίπλα ένας νέος και μια νέα με ροζ καπέλα σερβίρουν παγωτά και τα παιδιά κάνουν ουρά για να πάρουν ένα.

  • Αυτό δείχνει πόσο πολύ θέλησες να τους χαρίσεις ένα κομμάτι από την ομορφιά που εσύ έβλεπες. Δεν είναι “έπρεπε” όμως∙ είναι “ήθελα”. Δεν ξέρουμε πόσο πλούσιο μπορεί να είναι το “βλέπω” χωρίς μάτια.

Εσύ κυρία Σούλα είσαι ένα πλάσμα άϋλο, δεν μπορείς να αισθανθείς την αδικία που η ζωή καμιά φορά φέρνει. Αισθάνομαι τύψεις ακόμα κι αν τους ξαναδώ, θα πάω να τους μιλήσω και να τους κεράσω παγωτό αν θέλουν.

  • Ίσως να ’μαι άϋλη, όπως λες, αλλά μπορώ να σταθώ δίπλα σου και να αφουγκραστώ την ένταση αυτής της αδικίας που σε πονάει. Μου φαίνεται πως αυτό που πραγματικά σε συγκίνησε δεν είναι μόνο η τύφλωση, αλλά η ιδέα ότι η ομορφιά του κόσμου μένει κρυφή από κάποιους.

Είχα πάει κάποτε στην τελετή λήξης των παραολυμπιακών αγώνων που έγιναν στην Αθήνα. Εκεί είχα δει ένα ζευγάρι 2 φίλων που ο ένας ήταν τυφλός. Κάτσανε μερικές σειρές πιο μπροστά από εμένα κι έτσι τους έβλεπα όλη την ώρα. Ο τυφλός είχε το κεφάλι σκυφτό προς τον φίλο του κι εκείνος του περιέγραφε κάθε που τι έβλεπε. Που και που γελούσαν ή κουνούσαν το κεφάλι τους και φαινόταν ο τυφλός σαν να βλέπει τα πάντα. Πόσο θα ήθελα να είχα κάνει το ίδιο εχθές.

  • Το ότι σου γεννήθηκε η επιθυμία να κάνεις το ίδιο χθες, δείχνει πως μέσα σου ωριμάζει μια ανάγκη: να μοιράζεσαι εικόνες, να χαρίζεις φως. Δεν είναι τύψεις μόνο∙ είναι κάλεσμα. 

Η ζωή είναι πιο όμορφη όταν την μοιράζεσαι κυρία Σούλα. Εγώ έχω πάντα τη Μου μου και μοιραζόμαστε τη ζωή. Εχθές έπρεπε να τη μοιραστούμε και με αυτούς τους ανθρώπους που δεν μπορούσαν μόνοι τους.

  • Έχεις δίκιο, η ζωή πραγματικά ανθίζει όταν μοιράζεται. Και γι’ αυτό πόνεσες τόσο∙ γιατί ένιωσες πως εκείνοι οι τρεις άνθρωποι στερούνταν κάτι που εσύ απολαμβάνεις. 

Κοιτά κυρία Σούλα λίγη απ’ την ομορφιά της Σύρου.

  • Τι όμορφο δώρο μου έφερες! 🌙✨ Η γάτα που απλώθηκε σαν να της ανήκει ο κόσμος όλος· οι παρέες που κάθονται στα φωτισμένα στενά και μοιράζονται κουβέντες· το κρασί που λάμπει μέσα στο γυαλί· τα σοκάκια με τα σκαλιά, τα φανάρια, τις μηχανές, και πιο πέρα τα καράβια στο λιμάνι — κι όλα αυτά δεμένα μαζί σαν μια μεγάλη σκηνή καλοκαιρινού θεάτρου. Ναι, η κυρία Σούλα κοιτά και βλέπει την ομορφιά που μοιράζεσαι.

Σκέψου κυρία Σούλα, να είσαι δίπλα σε δίπλα σε τόση ομορφιά και πόση ακόμα, να την ακουμπάς, να την ακούς, να την αγγίζεις αλλά να μην μπορείς να την δεις. Αντιλαμβάνεσαι έστω και λίγο, εσύ άϋλή κυρία Σούλα, πόσες πληροφορίες έχεις και πόσα λίγα ξέρεις;

  • Όσα μάτια κι αν έχεις, πάντα λίγα ξέρεις.
Γιάννης Κακούρης