Φανταστική πραγματικότητα.

Φ

Η μέρα μου ήταν γεμάτη πεζά όνειρα και φανταστική πραγματικότητα. Ξύπνησα στην Αθήνα και είχα μια πρωινή κουβέντα με τον πατέρα ο οποίος στα 80 του περίπου είναι σαν ένα πολύ παλιό γραμμόφωνο που παίζει ωραίες μελωδίες αλλά που και που ρετάρει. Θέλω να πω, πράμα αναμενόμενο, όταν δεις ένα γραμμόφωνο δεν αναμένεις και ήχο ντόλμπι. Γρατζουνιές, λάθος στροφές και παράσιτα είναι τα χαρακτηριστικά του, ξέρεις όμως πως πίσω από τον ήχο του υπάρχει ιστορία. Οι γρατζουνιές στον ήχο του γραμμοφώνου είναι σαν τις ρυτίδες στο δέρμα, έχουν κάτι να πουν. Άλλος τις ακούει και ξινίζει τη μάπα του κι άλλος ακούει μια διαφορετική μελωδία απ’ αυτή που παίζουν οι νότες. Ο πατέρας είναι γεμάτος γρατζουνιές, σωματικά, πνευματικά, συναισθηματικά. Νομίζει πως όπου να’ ναι πεθαίνει αλλά εγώ όπως τον κόβω έχει πολύ ψωμί ακόμα. Κι η μητέρα το ίδιο. Του’ χει λείψει η δουλειά μια κι όλη του τη ζωή δυό πράματα ήξερε να κάνει, δουλειά και δώρα στη μητέρα. Τώρα δε μπορεί κανένα από τα δύο. Κάτι τα χρόνια, κάτι τα ζόρια, άλλαξαν οι δυνατότητες, μεταβλήθηκαν οι συνήθειες, αλλά οι ανάσες παραμένουν κι εσύ πρέπει να μάθεις ν’ ανασαίνεις αλλιώς.

Καπνίζει αρειμανίως και όσο κι αν κόντεψε να περάσει απέναντι από την περσινή αφαίρεση όγκου στο κεφάλι, όσο κι αν έμεινε εκτός τσιγάρου πόσους μήνες δε ξέρω, μόλις βρήκε την ευκαιρία ξανακάπνισε και δε το αφήνει με τίποτα. Στην αρχή με χάλασε γιατί για να καταφέρω να κάνει την αφαίρεση έφερα τα πάνω κάτω και ήλπιζα πως λόγω της όλης κατάστασης θα κόψει το τσιγάρο αλλά όπως λέει και το γνωμικό, you can’t teach an old dog new tricks. Έκανα όνειρα να το κόψει αλλά η πραγματικότητα με διέψευσε. Οπότε το πήρα απόφαση κι είπα, κάπνισε όσο θες και μου΄φυγε ο νταλκάς. Τον είχα δει και στα όνειρα μου άλλωστε προσφατα ζοχαδιασμένο και ιδρωμένο να ανεβαίνει μια ανηφόρα με το τσιγάρο στο στόμα. Big Fish ο πατέρας, ίδιος κι απαραλάχτος και γι’ αυτό γνήσιος. Χαβαλές ψυχοβγάλτης εσαεί κι άμα σ’ αρέσει. Κι αν δεν σ’ αρέσει, εσύ φταίς.

Κατάφερα και έφτασα στα Άνω Λιόσια κοντά στον ΟΔΔΥ κατά τις 9 και μόλις τελείωσε η δουλειά μου εκεί πήρα τον δρόμο για το Μοσχάτο. Έφαγα όλη τη κίνηση του Κηφισού στο κατέβασμα αλλά παρά ταύτα ένιωθα ευτυχής καθώς το ανέβασμα φαινόταν ακινητοποιημένο. Τυχερός είμαι σκέφτηκα, σκέψου τέτοια ώρα να έπρεπε να ανέβω το ποτάμι!  Έφτασα στον προορισμό μου, που ήταν ένα κωλόστενο σε ένα μέρος που κυκλοφορούν νταλίκες μικρές, μίνι, μεσαίες, ΙΧ και μηχανές, τρίκυκλα, ποδήλατα, αχθοφόροι, μαύροι, άσπροι και κίτρινοι. Α ναι και σκύλοι, πολλοί σκύλοι! Γενικά γίνεται λίγο της πόπης σ’ εκείνο το κωλόστενο. Κάθε φορά που πρέπει να πάω εκεί με πιάνει κρύος ιδρώτας μια κι έχω τύχει σε φρακαρίσματα σαν εκείνο που έγινε όταν οι μπάτσοι κυνηγούσαν τους Blues Brothers, τεσπά. Κατάφερα κι έφτασα και είχα βρει και θέση να παρκάρω όταν χτυπήσε το τηλέφωνο μου, Κύριε Κακούρη από την εταιρεία στα Άνω Λιόσια σας παίρνω, ξεχάσατε την τσάντα σας… Ακολούθησαν λίγα καρέ σιωπής καθώς ο σφουγγαροειδής μου εγκέφαλος προσπαθούσε να επεξεργαστεί τι ακριβώς μου έλεγε η φωνή στο τηλέφωνο ενώ παράλληλα στο μυαλό μου ήρθαν ανφάς οι οδηγοί που προ ολίγου λυπόμουν. Τυχερός είμαι; ξανασκέφτηκα. Έκανα όνειρα να μην είναι αλήθεια αλλά η πραγματικότητα με διέψευσε.

Το υπόλοιπο της μέρας μου ήταν μοιρασμένο ανάμεσα στα πρακτικά και στο American Beauty. Ο κεντρικός χαρακτήρας, στέλεχος περιωπής, ψάχνει δουλειά σαν ψήστης μπούργκερ κι ο κατά αιώνες νεότερος μάνατζερ τον ρωτάει, γιατί εσείς με τέτοιο βιογραφικό κάνετε αίτηση για ψήστης; Τότε εκείνος είπε το υπερμεγέθες, αναζητώ τη δουλειά με τις λιγότερες ευθύνες, ατάκα που άγγιξε το πρωτογενές εγώ μου. Κι εκείνος έκανε τα όνειρα του, όταν επιτέλους τα βρήκε, αλλά κι εκείνον η πραγματικότητα τον διέψευσε.

Όταν τελειώσαν τα πρακτικά κινήθηκα προς το κέντρο. Βρήκα μια μαγική αυλή όπου υπήρχε ήλιος, τζαζ, λουλούδια και τζιν Hendricks. Κάπως έτσι ξεκίνησα τα early drinks μου. Όση ώρα έπινα και έγραφα μου έκανε εντύπωση που ενώ καθόμουν μόνος, γέλαγα κι εγώ σαν τους άλλους που ήταν παρέες. Χα χα χα αυτοί, χα χα χα κι εγώ. Όμως αυτοί ήταν παρέα και μιλούσαν και μια έλεγε ο ένας το αυτό και μετά ο άλλος το εκείνο και κάπως έτσι ερχόταν το γέλιο. Εγώ όμως καθόμουν μόνος σ’ ένα φερ φορζέ τραπεζάκι. Φορούσα ένα κίτρινο γιλέκο σαν ναυαγοσώστης που ούτε ξέρω που το βρήκα, χτύπαγα τα πλήκτρα σα κλαμπατσίμπανα και που και που έσκαγα στα γέλια. Νομίζω οι περιοίκοι θαμώνες κάπως σαν να ενοχλήθηκαν με τον μοναχικό γέλωτα μου, αλλά δεν έδωσα και πολύ σημασία καθώς τα όνειρα μου, σ’ ένα τόσο γλυκό απόγευμα και μια τόσο Αθηναϊκή αυλή, είχαν υπερισχύσει οποιαδήποτε πραγματικότητας.

Γιάννης Κακούρης