Βρέχει λες και είναι φθινόπωρο, σπάσιμο από τη μία αλλά απ’ την άλλη ο καιρός δε μου θυμίζει διαρκώς πως είναι καλοκαίρι και πως η πιο κοντινή θάλασσα είναι κάτι ώρες δρόμος, οπότε αυτό πιστώνεται στα πλας της βροχής. Εξόν αυτού μία από τις πιο αγαπημένες μου μυρωδιές είναι το βρεγμένο γρασίδι, ψιλοκλισέ νομίζω καθώς σε όλους πρέπει να αρέσει. Το βρεγμένο γρασίδι στα χορταρικά πρέπει να είναι κάτι σα τα δελφίνια στα θηλαστικά. αρέσει σχεδόν σε όλους. Από το μεγάλο παράθυρο της κουζίνας παρατηρώ τους περαστικούς και πίνω ζεστό καφέ. Μια που χειμώνα-καλοκαίρι είμαι με σορτς και τα πόδια μου κρυώνουν, έχω ανάψει το αερόθερμο για να δημιουργεί μια ευχάριστη ατμόσφαιρα στις γάμπες. Τώρα που είπα γάμπες σκέφτηκα τον Καρυωτάκη. Ο Κώστας Καρυωτάκης θεωρείται πως ήταν ένας πολύ μελαγχολικός ποιητής και άνθρωπος. Όλοι εστιάζουν στα ποιήματα τύπου “ιδανικοί αυτόχειρες”, “εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο”, “δικαίωσης” και στο μοιραίο έρωτα του με την επίσης πεθανεματζίδικη Πολυδούρη. Παρά ταύτα εξ απανέκαθεν είχα άλλη άποψη.
Το μαύρο του χιούμορ κι ο βαθύς σαρκασμός είναι εμφανέστατα ακόμα και στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα του. Ο άνθρωπος ο οποίος θαλασσοπνίγεται για ώρες προσπαθώντας να περάσει απέναντι αλλά δεν τα καταφέρνει, σέρνεται στη στεριά κατάκοπος, καταταλαίπωρος κι ακόμα ζωντανός κι αποφασίζει για πιο σέιφ πέρασμα ν’ αυτοπυροβοληθεί. Ξέρει πως σε λίγο θα περάσει απέναντι ιδιοχείρως αλλά γράφει στο σημείωμα του “δοθήσεις ευκαιρίας θα γράψω τις εντυπώσεις ενός θαλασσοπνιγμένου”. Αν αυτό δεν είναι βαθιά κωμικό, τι είναι; Η κωμωδία με την τραγωδία είναι άρρηκτα δεμένες, όπως το φως με το σκοτάδι και το μηδέν με το ένα. Ο Καρυωτάκης εν έτι 1919 και επί δικτατορίας Μεταξά εξέδωσε μαζί με τον Άγι Λεβέντη το εβδομαδιαίο “φιλολογικόσατυρικό περιοδικό” με τον τίτλο “Η γάμπα”. Για λόγους προστασίας χρησιμοποίησαν τα ψευδώνυμα Μίμης Χλαπάτσας και Νίκος Τσαπατσούλιας. Η γάμπα ενόχλησε, κρίθηκε άσεμνη και μόλις 6 τεύχη μετά ο τίτλος κατασχέθηκε και η κυκλοφορία της διεκόπη. Η ανακοίνωση της διακοπής κυκλοφορίας του εβδομαδάιου περιοδικού ήταν ως εξής
Είμαστε υποχρεωμένοι, από την στήλην αυτή να εκφράσωμεν τας θερμάς μας ευχαριστίας προς το κοινόν, το οποίον με τόσον ενθουσιασμό υπεδέχθη τη Γάμπα. Όσον αφορά δια την ακαταστασίαν ήτις παρετηρήθη στο πρώτον φύλλον και εν μέρει στο δεύτερον, ιδίως στο ζήτημα της αποστολής των φύλλων στας επαρχίας και στους συνδρομητάς, ζητούμεν συγγνώμην. Παρενεβλήθησαν λόγοι ανώτεροι της θελήσεώς μας. Ποτέ δεν εφανταζόμεθα ότι η κυκλοφορία μας θα ανήρχετο εις 20.000 από του πρώτου φύλλου. Φαντασθήτε 20 χιλιάδες γάμπες. Αναγκασθήκαμεν το πρώτο φύλλο να το τυπώσωμε δύο φορές. Και όσοι ξεύρουν απ’ αυτές τις δουλειές, μπορούν να καταλάβουν τα τρεχάματα, τους διαπληκτισμούς και τις φασαρίες, να μας λυπηθούν και να μας συγχωρήσουν. Προσωρινώς, γραφεία μας έχομε οδός Φαβιέρου, 54 αριθμός, στο σπίτι κάποιου γέρου. Μας βρίσκουνε τα άτομα εις το μεσαίον πάτωμα 5 με 7 το εσπέρας καθ’ όλας τας ημέρας. Λίαν δεχόμεθα ευγενώς, παξιμαδοκλέπτριας, μοδίστες, κοριτσόπουλα και σοβαρά κυρίας. Εισέρχεσθε διά μιας καταπακτής κρατώντες φανόν ανημμένον. Θα ιδήτε μίαν επιγραφήν “ο κώδων δεν κτυπά”.
Δεν είνε ανάγκη λοιπόν να κτυπήσετε το κουδούνι, το οποίον άλλως τε, δεν υπάρχει. Μη ζητήσετε να βγάλετε το καπέλλο, διότι δεν θα σας δοθή καιρός· πρέπει και με τα δυο σας χέρια να προασπίζετε την τσέπη του πορτοφολιού σας διά πολλούς λόγους. Θα τρέξη αμέσως να τεθή υπό τας διαταγάς σας ο προσωπάρχης του επί των τελετών και δεξιώσεων τμήματος, του επιστατικού προσωπικού των γραφείων της “Γάμπας”. Θα φέρη πρασίνην χρυσοποίκιλτον λιβρέαν με το έμβλημα της “Γάμπας” εις το αριστερόν περιβραχιόνιον. Με τον αφελέστερον τρόπον του κόσμου θα σας ζητήση το μπαστούνι και το παλτό σας. Αν δεν τα έχετε βαρεθή, μην τα δώσετε επ’ ουδενί λόγω. Αφού σας κάνη τας κεκανονισμένας δέκα υποκλίσεις και εις το τέλος σας παίξη την σχετικήν καρπαζιάν θα σας εισαγάγη με μίαν κλωτσιά εις τα οπίσθια εις το δωμάτιον των διευθυντών. Ο κ. Χλαπάτσας θα προθυμοποιηθή να σας υποδείξη σε ποιες σανίδες του πατώματος θα μπορούσατε να πατήσετε για να φθάσετε ακινδύνως μέχρις αυτού. Ως εκ συνθήματος λεγεών ποντικών διαφόρων μεγεθών θα εφορμήση εναντίον σας. μη φοβηθήτε. Είνε τα κατοικίδια ζώα της “Γάμπας”. Είνε κακομαθημένα. Κατά βάθος όμως έχουν πολύ καλήν ψυχήν. Χαϊδέψτε τα λίγο. Δεν θα σας πειράξουν. Ο κ. Τσαπατσούλιας θα καταγίνεται από πολλού να στερώση με διάφορα τεχνητά μέσα ένα κάθισμα για να σας το προσφέρη. Επί τέλους θα καθήσετε.
Για όποιον ξέρει έστω και στοιχειωδώς πως τυπώνεται ένα περιοδικό, και δη εβδομαδιαίο, είναι εύκολο να καταλάβει πως στην τότε εποχή με τα τότε μέσα, η παραγωγή ήταν ένας άθλος. Μέσα στην δικτατορία, μέσα στις κακουχίες και στα πενιχρά μέσα ο Χλαπάτσας κι ο Τσαπατσούλιας συνέλαβαν την ιδέα, η οποία μόνο από την ανάγκη της έκφρασης μπορεί να γεννήθηκε, τόλμησαν και κατόρθωσαν να υλοποιήσουν κάτι φωτεινό σε εποχές σκοτεινές. Κι όμως το σύστημα της εποχής τους απέβαλε, τους απέκλεισε κι οι δύο συνέταιροι αντί να κλάψουν συνέταξαν αυτή την επίσης κωμική αποχαιρετιστήρια επιστολή και συνέχισαν να ελπίζουν. Έτσι είναι η κωμωδία, στη τραγωδία ζει. Γι’ αυτό άλλωστε ο μαγικός Doug Stanhope λέει πως αν θέλεις να βρεις ένα καλό stand up comedy bar να πας στο Δουβλίνο, μην πας στη Χαβάη. Στη Χαβάη είναι όλοι ευτυχισμένοι και πίνουν κοκτέιλ σε Tiki Bar, στο Δουβλίνο παλεύουν με τη τρέλα και τη ζωή, με τον καιρό και με την ψυχή τους. Στο Δουβλίνο υπάρχει τραγωδία, άρα αν θες κωμωδία εκεί να πας. Ο Καρυωτάκης ήταν ένας βαθιά κωμικός τύπος που απλά κάποια στιγμή έπαψε να ελπίζει, άρα δεν είχε ενδιαφέρον άλλο. Πολύ θα ήθελα να ξεφυλίσω μια “Γάμπα”, αν ποτέ βρω. Όση ώρα σκέφτομαι και γράφω αυτά, οι περαστικοί πάνε κι έρχονται, ο καιρός εξακολουθεί να είναι βροχερός, οι γάμπες μου απολαμβάνουν το αερόθερμο κι εγώ τον καφέ μου.
«μΥδράλιο, η ζωή κατά λάθος επίτηδες». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.