Σερπαντίνες.

Σ

Πέρασα απ’ τα καμένα στη Βαρυμπόμπη σήμερα κι αργότερα από το Μάτι, το’ φερε η δουλειά έτσι και όλη μέρα αυτά έβλεπα. Θυμήθηκα τη φωτιά τη μεγάλη , γλύτωσα μα δεν ήταν η πρώτη φορά που η φωτιά με κυνήγησε. Σε αντίθεση με το σεισμό η φωτιά είναι ένας κίνδυνος που σε περιτριγυρίζει κι ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να έρθει κατά πάνω σου. Αν είσαι μέσα σε καπνούς και δεν είσαι σίγουρος προς τα που πρέπει να πας, αν ακούς τους ήχους της κολάσεως να τρυπάνε τ’ αυτιά κι αν η απειλή σε περιτριγυρίζει από παντού, είναι πολύ πιθανό η φωτιά σε βρει ακριβώς στο σημείο που ήλπιζες να ξεφύγεις. Την φοβάμαι πολύ την φωτιά πια, με την παραμικρή υποψία ότι κάτι καίγεται χτυπά συναγερμός μέσα μου.

Οι μέρες είναι αχνές, σαν να μην συνέβησαν ή σταματημένες σαν και θα συμβούν και πάλι. Κόσμο βλέπω και κόσμος με βλέπει, οδηγώ, μιλάω, εργάζομαι αλλά αυτό που λείπει δε φαίνεται πουθενά, δε χωρά, δε ταιριάζει, δεν είναι. Καλύπτω με σερπαντίνες το κενό και μετά κάνω πως εντυπωσιάζομαι αλλά δεν, οι σερπαντίνες πέφτουν και στο τέλος το κενό κυριαρχεί. Το Σάββατο με τη βάρκα ίσως πάμε με το Θόδωρο να μαζέψουμε κάπαρη άνυδρη απο το βραχονήσι απέναντι από τη Ραφήνα. Τέτοια εποχή κι η κάπαρη και τα φύλλα μοσχομυρίζουν και πολύ θέλω να μαζέψω να έχουμε. Αν τελικά καταφέρουμε να πάμε θα είναι μια όμορφη βόλτα αυτή, μια ωραία σερπαντίνα. Μερικές φορές στο ξημέρωμα έχουμε δει δελφίνια και είναι τόσα πολλά που νομίζεις πως είσαι σε κάποιο μέρος εξωτικό. Φαίνονται τόσο ελεύθερα που με κάνουν να λυπάμαι. Νομίζω πως προσπαθώ να προεκτείνω αυτό που έχει τελειώσει κι όσα εκατομμύρια σερπαντίνες κι αν πετάξω στον ουρανό, θα βλέπω πάντα αυτό που ξέρω πως έρχεται, θα βλέπω πάντα τον ουρανό που θα κυριαρχήσει.

Γιάννης Κακούρης