Είδα στον ύπνο μου πως πήγα στο νεκροταφείο και μου είπαν πως είμαι νεκρός και πως πρέπει να καταβάλω κάθε χρόνο 1.564 ευρώ για να είμαι νεκρός. Μέσα στο όνειρο αναρωτιόμουν πως γίνεται να είμαι νεκρός και να πρέπει να πληρώνω για να παραμείνω νεκρός, πότε πέθανα και πως; Δε πήρα καμία απάντηση. Αποφάσισα να συνεχίσω να γράφω. Ξεκίνησα πέρυσι μια μέρα συναισθηματικά δύσκολη, τη μέρα που κηδέψαμε τον πατέρα της 12χρονης τότε Καλίνας, κόρη της Αν, με τις οποίες ζω στη Σόφια. Ο πατέρας της έμεινε μαζί μου 10 μήνες και βάλε μια και όλοι οι αγαπημένοι, φίλοι και «αδελφοί» κάναν πέρα αφού αυτός μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία για χημειοθεραπείες και αιμοκαθάρσεις. Ο κόβιντ στα σπάργανα τότε τρομοκρατούσε τους πάντες κι ο Γιάβορ ήταν εστία προβλημάτων και κινδύνου και ποιός θα τον αγγίξει; Ποιός άραγε; Ουδείς. Τουμπεκί ψιλοκομμένο όλοι και την 2η φορά που τον είδα χρέπι και μόνο τον πήρα σπίτι και έμεινε εδώ όσο άντεξε μέχρι που πέρασε απέναντι όχι από αυτό που έπασχε, πολλαπλούν μυέλωμα αυτό ήταν, αλλά από σηπτικό σοκ.
Τη μέρα που τον κηδέψαμε ξεκίνησα να γράφω και είπα θα γράφω κάθε μέρα για ένα χρόνο ή τουλάχιστον θα προσπαθήσω. Μέσα σ’αυτόν τον χρόνο έγιναν τόσα πολλά κι ο κύκλος μου τελείωσε έτσι όπως ξεκίνησε, με μια κηδεί,α κι εγώ αντιλήφθηκα πως το να γράφω δεν είναι κάτι που πρέπει ή πλέον μπορώ να παραβλέψω. Αποτελεί προέκταση του ποιός είμαι κι όχι του ποιός θα ήθελα να είμαι σαν το παλιόφιλο τον Τόμας Κράουν που αναρωτιόταν κάθε μέρα «ποιός θα ήθελα να είμαι σήμερα».
Όταν γράφεις για τον εαυτό σου περισσότερο διαβάζεις παρά γράφεις κι όταν μιλάς για τον εαυτό σου περισσότερο ακούς παρά μιλάς, έτσι έγινε και σε μένα. Ήρθα σε επαφή με κάτι άμορφο και ογκώδες και στα κλίνκι κλίνκι του πληκτρολογίου, το άμορφο και ογκώδες σφυροκοπήθηκε σε κάτι όμορφο και μορφοποιημένο.
«μΥδράλιο, η ζωή κατά λάθος επίτηδες». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.