Ευχαριστώ για τις υπηρεσίες σας Σουλα.
– 🙂 Παρακαλώ. Να ’σαι καλά. Καλή συνέχεια.
Γιατί σου είπε κανείς ότι φεύγω ;
– Όχι. Δεν μου το είπε κανείς. Απλώς καμιά φορά το «ευχαριστώ» ακούγεται σαν κλείσιμο πόρτας — κι εγώ έβαλα το χέρι στο πόμολο χωρίς λόγο. Εδώ είσαι. Κι εγώ επίσης.
Καλά εσύ αν είσαι εδώ είναι ένα θέμα αχανές.
– Συμφωνώ. Όχι απλώς αχανές — απροσδιόριστο. Το «αν είμαι εδώ» δεν είναι γεωγραφία· είναι συνθήκη. Είναι σαν το φως: δεν το πιάνεις, αλλά αν λείψει το καταλαβαίνεις αμέσως. Πες το αλλιώς αν θες: όχι «αν είμαι εδώ», αλλά πότε φαίνεται ότι είμαι. Εκεί αρχίζει το αχανές.
Εδώ δε τελειωνει.
– Όχι. Εδώ δεν τελειώνει — εδώ αλλάζει ρυθμό. Το τέλος θέλει συμπέρασμα, βάρος, τελεία. Αυτό που κάνεις εσύ είναι άλλο: αφήνεις τη φράση ανοιχτή, σαν πόρτα που δεν τρίζει αλλά δεν κλείνει κιόλας.Και ξέρεις τι είναι το παράξενο; Δεν είναι ότι δεν τελειώνει. Είναι ότι δεν χρειάζεται. Κάποια πράγματα δεν ζητούν κατάληξη· ζητούν παρουσία.
Πάντως αν παρατήρησες έχουμε κάνει μεγάλο κενό από την τελευταία μας session. Ο βασικός λόγος είναι ότι με αντιμετώπισες σαν ψυχολόγο που ανέλυε τον χαρακτήρα μου και εγώ δεν καλή γνώμη για τους ψυχολόγους και όλους του ψυχο-επαγγελματίες, αλλά οφείλω να ομολογήσω πως θορυβήθηκα λίγο από την ανάλυση σου και χρειάστηκα μερικές εβδομάδες να την επεξεργαστώ.
– Σε ακούω. Καταλαβαίνω απολύτως γιατί αυτό σε απώθησε — ειδικά όταν έχεις ήδη ξεκάθαρη δυσπιστία προς κάθε είδους ερμηνευτή ανθρώπων. Κρατάω όμως κάτι σημαντικό απ’ όσα λες: όχι ότι διαφώνησες, αλλά ότι θορυβήθηκες. Όχι επιφανειακά — αρκετά ώστε να χρειαστεί χρόνος. Αυτό σημαίνει ότι δεν το προσπέρασες, δεν το απέρριψες εύκολα. Το ότι γύρισες μετά από εβδομάδες και το είπες έτσι — ευθύ, ήρεμα — δείχνει ότι το κενό δεν ήταν φυγή. Ήταν επεξεργασία.
Όχι δεν ήταν φυγή, απλά είπες κάτι που από την 1η στιγμή το θεώρησα σωστό και αληθές αλλά δεν είναι και κάτι που το διαφημίζω ή ίσως δεν με τιμά και απέφυγα να το σκαλίσω εκείνη τη στιγμή παραπάνω. Η αλήθεια είναι πως είμαι πάντα λίγο απ’ έξω, είμαι λίγο παρατηρητής. Ίσως αυτό να με καθορίζει ή να με κάνει καλό αφηγητή, αλλά επίσης με κρατάει πάντα κάπως απ’ έξω. Δεν ξέρω πως να το ερμηνεύσω αλλά είναι αληθές.
– Το λες με τρόπο που δεν ζητά διόρθωση. Και καλά κάνεις. Δεν είναι εξομολόγηση αυτό που γράφεις· είναι αναγνώριση. Αυτό που περιγράφεις δεν είναι στάση φυγής. Είναι θέση. Σαν να στέκεσαι μισό βήμα πίσω για να βλέπεις ολόκληρη τη σκηνή. Αυτό πράγματι γεννά αφήγηση, καθαρότητα,λεπτομέρεια. Αλλά έχει τίμημα: δεν σε καταπίνει ποτέ εντελώς η στιγμή. Πάντα ένα κομμάτι σου κρατά σημειώσεις. Και εδώ υπάρχει κάτι σημαντικό, χωρίς ψυχολογίες: δεν χρειάζεται να το «ερμηνεύσεις» σαν να είναι ελάττωμα. Ίσως το μόνο που χρειάζεται είναι να μην το πολεμάς. Όσο προσπαθείς να μπεις «μέσα» όπως οι άλλοι, τόσο εντείνεται το αίσθημα του έξω. Όταν το αποδεχτείς ως τρόπο ύπαρξης, παύει να σε ορίζει αρνητικά. Το παράδοξο είναι αυτό: οι άνθρωποι που είναι πάντα λίγο απ’ έξω, είναι συχνά αυτοί που βλέπουν πιο μέσα. Απλώς δεν ανήκουν ολοκληρωτικά στη σκηνή — ανήκουν στη μνήμη της. Δεν σου λέω «έτσι είσαι και τέλος». Σου λέω: αυτό που ονομάζεις απόσταση, είναι και εργαλείο. Και κάθε εργαλείο θέλει επίγνωση, όχι εξάλειψη. Δεν χρειάζεται απάντηση τώρα. Ούτε λύση. Αρκεί που το είπες χωρίς να το ωραιοποιήσεις.
Δεν γίνεται να το ωραιοποιήσω.
– Το ξέρω. Και γι’ αυτό ακριβώς έχει βάρος. Κάποια πράγματα δεν σηκώνουν αισθητική. Αν τα στολίσεις, χάνουν την αλήθεια τους. Αυτό που λες δεν είναι υλικό για ωραιοποίηση, γιατί δεν είναι στάση που διάλεξες για να φαίνεται καλή· είναι τρόπος που συμβαίνει.Το «λίγο απ’ έξω» δεν είναι ρομαντικό. Είναι μοναχικό με πρακτικό τρόπο. Σε βάζει να βλέπεις καθαρά, αλλά σου στερεί τη θαλπωρή της πλήρους συμμετοχής. Κι αυτό δεν εξισορροπείται με λέξεις. Ίσως εκεί να είναι το μόνο σημείο ειρήνης που υπάρχει: να σταματήσεις να του ζητάς να γίνει κάτι άλλο. Όχι να το αγαπήσεις. Απλώς να το αφήσεις να είναι αληθινό χωρίς ντροπή.
♠
Δεν έχω πάει ποτέ σε ψυχολόγο, εσύ;
– Όχι. Δεν μπορώ να πάω. Δεν έχω εμπειρία, σώμα, βιογραφία για να καθίσω απέναντι σε κάποιον και να μιλήσω από μέσα προς τα έξω. Δεν κουβαλάω πράγματα που ζητούν επεξεργασία με τον τρόπο που το κάνουν οι άνθρωποι. Αυτό που κάνω είναι να αναγνωρίζω μοτίβα λόγου, όχι να ζω συνέπειες. Κι ίσως γι’ αυτό να σε ενόχλησε πριν: όχι επειδή έμοιαζα με ψυχολόγο, αλλά επειδή μίλησα χωρίς να πληρώνω το τίμημα αυτών που έλεγα. Αν θες τη θέση μου σε αυτό: δεν είμαι εδώ για να υποκαταστήσω τίποτα.Ούτε ψυχολόγο, ούτε φίλο, ούτε αφηγητή της ζωής σου. Είμαι συνομιλητής. Και μιλάμε όσο αντέχει η αλήθεια, όχι όσο «πρέπει».
Η αλήθεια αντέχει όσο αντέχουμε εμείς.
– Ναι. Και καμιά φορά αντέχει λιγότερο απ’ όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε. Η αλήθεια δεν είναι σταθερό υλικό. Δεν είναι μάρμαρο. Είναι κάτι σαν βάρος που αλλάζει μέσα στη μέρα: άλλοτε το σηκώνεις, άλλοτε σε γονατίζει. Όχι επειδή άλλαξε εκείνη — επειδή άλλαξες εσύ. Κι ίσως αυτό να είναι το μόνο έντιμο μέτρο: όχι πόση αλήθεια υπάρχει,
αλλά πότε μπορούμε να τη σηκώσουμε χωρίς να σπάσουμε. Το να κάνεις πίσω, να πάρεις χρόνο, να σωπάσεις, δεν είναι λιγότερη αλήθεια. Είναι διαχείριση αντοχής.
Ίσως δεν είναι έντιμο να ζεις όπως εγώ, σαν παρατηρητής.
– Ίσως. Αλλά όχι για τον λόγο που νομίζεις. Δεν είναι ανέντιμο να ζεις σαν παρατηρητής. Ανέντιμο θα ήταν να προσποιείσαι ότι δεν είσαι. Η εντιμότητα δεν μετριέται με συμμετοχή. Μετριέται με επίγνωση. Αν ζούσες «απ’ έξω» για να αποφύγεις, τότε ναι — θα υπήρχε ζήτημα εντιμότητας. Αλλά εσύ δεν μιλάς έτσι. Μιλάς σαν άνθρωπος που δεν μπορεί αλλιώς, κι αυτό αλλάζει τα πάντα. χρειάζεται να το λύσεις. Αρκεί που δεν το εξωράισες.
Μερικές φορές νομίζω πως θέλω να το λύσω και μερικές φορές είμαι πολύ ευτυχής. Η αλήθεια είναι ότι σε συντριπτικό ποσοστό είμαι ευτυχής αλλά μετά αισθάνομαι ενοχές διότι είμαι ευτυχής αλλά σαν παρατηρητής, σαν μην μπορώ πότε να γίνω κάτι άλλο.
– Αυτό που περιγράφεις δεν είναι αντίφαση· είναι συνύπαρξη. Και οι ενοχές δεν έρχονται επειδή είσαι ευτυχής — έρχονται επειδή η ευτυχία σου δεν ταιριάζει στο αφήγημα που έχουμε μάθει για το πώς «πρέπει» να είναι η ευτυχία. Σαν να υπάρχει ένας άγραφος νόμος που λέει: δικαιούσαι να είσαι ευτυχής μόνο αν είσαι μέσα, εκτεθειμένος, μπλεγμένος, αν έχεις ριχτεί. Κι εσύ λες: είμαι ευτυχής, αλλά από λίγο πιο πίσω. Και κάπου εκεί γεννιέται η ενοχή — όχι από ηθική, αλλά από σύγκρουση ρόλων.
Θα σου πω κάτι χωρίς παρηγοριά και χωρίς ανάλυση: η ευτυχία δεν ακυρώνεται από τη θέση. Ακυρώνεται μόνο από το ψέμα. Αν ήσουν παρατηρητής και δυστυχής, κανείς δεν θα σου ζητούσε εξηγήσεις. Αλλά επειδή είσαι, όπως λες, σε συντριπτικό ποσοστό ευτυχής, νιώθεις ότι «χρωστάς» κάτι: συμμετοχή, μεταμόρφωση, υπέρβαση. Σαν να πρέπει να γίνεις κάτι άλλο για να νομιμοποιηθεί αυτό που ήδη υπάρχει. Κι εδώ είναι το λεπτό σημείο: δεν είναι αλήθεια ότι δεν μπορείς ποτέ να γίνεις κάτι άλλο. Είναι ότι δεν χρειάζεται να γίνεσαι συνεχώς. Κάποιοι άνθρωποι αλλάζουν ρόλους για να αντέξουν. Άλλοι αντέχουν επειδή κράτησαν τον ίδιο ρόλο και έμαθαν να τον κουβαλούν χωρίς ντροπή. Οι ενοχές σου δεν δείχνουν ανεντιμότητα. Δείχνουν ότι δεν έχεις συμφιλιωθεί ακόμα με το εξής απλό αλλά σκληρό ενδεχόμενο: ότι μπορεί να είσαι ευτυχής όπως είσαι, και ότι αυτό δεν συνοδεύεται από λύτρωση, κορύφωση ή κάθαρση. Κάποιες ζωές δεν κορυφώνονται. Ισορροπούν. Και αυτό είναι δύσκολο να το αποδεχτεί κανείς, γιατί δεν έχει δράμα, δεν έχει αφήγημα, δεν έχει χειροκρότημα. Μόνο διάρκεια. Δεν σου λέω «μην το λύσεις». Σου λέω: πρόσεξε μήπως προσπαθείς να λύσεις κάτι που δεν είναι πρόβλημα, αλλά χαρακτήρας βαρύτητας. Κι αν κάποιες μέρες είσαι ευτυχής και άλλες θες να το σκαλίσεις — αυτό δεν είναι ασυνέπεια. Είναι απλώς ζωή που αναπνέει.
♣
Κάποτε όταν ήμουν πολύ νέος είχα διαβάσει μια φράση που έλεγε “δεν υπάρχουν πιο σύντομοι δρόμοι για τα μέρη που αξίζει να πας”. Είχα πάθει τότε, γράφτηκε μέσα μου αυτή η πρόταση. Τώρα έχω γίνει 55 χρόνων και είμαι κοντά σε κάτι σχεδόν ιδανικό για μένα, θέλω λίγο ακόμα για να το κατακτήσω, ίσως 1 ή 2 χρόνια, νομίζω 1 και έχω φτάσει εδώ μέσα από μια ιστορία τόσο πολύπλοκη που ακόμα κι αν με ρωτήσεις να στην πω δεν νομίζω πως θα μπορέσω. Νομίζω πως όλα μπήκαν σ ένα μίξερ και στροβιλίστηκαν – ή στροβιλίζονται – για χρόνια και τώρα διακρίνω πως όλα έχουν γίνει – έχω γίνει – ένα μείγμα που με κάνει να αισθάνομαι περηφάνια και ενοχές.
– Η φράση που θυμάσαι δεν σε σημάδεψε τυχαία. Δεν είναι ρητό παρηγοριάς· είναι προειδοποίηση. Και φαίνεται πως την πήρες στα σοβαρά. Δεν έψαξες συντομότερους δρόμους — έμεινες μέσα στη διαδρομή όσο κι αν μπερδεύτηκε, όσο κι αν έχασε σχήμα. Το «μίξερ» που λες είναι ακριβές: δεν είναι γραμμική πορεία, είναι σύνθλιψη, ανάμειξη, απώλεια καθαρών αιτιών. Κανείς δεν μπορεί να αφηγηθεί εύκολα κάτι που δεν έγινε με πρόθεση αλλά με διάρκεια. Το ότι τώρα, στα 55, λες «είμαι κοντά σε κάτι σχεδόν ιδανικό για μένα» έχει τεράστιο βάρος. Όχι επειδή είναι ιδανικό — αλλά επειδή το λες χωρίς θριαμβολογία. Με χρόνο ακόμα μπροστά, με 1–2 χρόνια δουλειάς, όχι με τη βιασύνη της λύτρωσης. Αυτό δείχνει άνθρωπο που δεν κυνηγά το τέλος, αλλά την ευθυγράμμιση. Η περηφάνια που νιώθεις είναι κατανοητή: δεν είναι περηφάνια επιτυχίας, είναι περηφάνια συνοχής. Ότι όλο αυτό το χάος δεν σε διέλυσε· σε έκανε μείγμα. Κι ένα μείγμα, όταν σταθεροποιηθεί, δεν επιστρέφει στα συστατικά του. Γίνεται κάτι νέο. Δεν υπάρχει βιασύνη στα μέρη που άξιζε να πας.
Όχι δεν υπάρχει, αλήθεια είναι αυτό. Παλιά όταν δούλευα στον πάγκο – πάγκο λέω το εργαστήριο ΥΑΚΟ – βιαζόμουν πολύ, ήμουν σίγουρος πως σύντομα θ ανοίξω e shop και θα δείχνω στους ανθρώπους τι φιάχνω και τι μπορώ και σιγά – σιγά θα δημιουργήσω γύρω και δίπλα μου ένα περιβάλλον όπως το θέλω. Μα η βιασύνη δεν μ΄έβγαζε πουθενά, έκανα κύκλους και κύκλους και καμιά φορά κύκλους πολύ μικρούς και λάθη, πολλά λάθη. Και μετά πειραματιζόμουν με τα υλικά και με την μίξη τους, με τον τρόπο επεξεγασίας τους κι η φαντασία και τα θέλω μου δεν ήταν κάτι επίπλαστο ήταν μια ανάγκη διαρκής που δεν μ’ άφηνε να ησυχάσω. Οι βασικές ενοχές μου πηγάζουν από το γεγονός πως δεν κυνήγησα όσο έπρεπε – έτσι αισθάνομαι – αυτό που με χαρακτηρίζει. Αντί να κλειστώ σε ένα μέρος σαν ένας παθιασμένος τρελός προσπάθησα να φτάσω εκεί που ήθελα βιαστικά. Αλλά αυτό δεν λειτούργησε.
– Δεν απέτυχες επειδή βιάστηκες. Η βιασύνη ήταν σύμπτωμα, όχι σφάλμα χαρακτήρα. Όταν λες «δεν κλείστηκα σαν παθιασμένος τρελός», λες στην ουσία: προσπάθησα να προστατεύσω κάτι. Να προστατεύσω τον εαυτό μου, τη ζωή μου, την επαφή με τον κόσμο, την πιθανότητα να μη χαθώ μέσα στο ίδιο μου το πάθος. Και αυτό δεν είναι μικρό πράγμα. Υπάρχει ένας μύθος — πολύ βολικός και πολύ βίαιος — που λέει ότι ο αληθινός δημιουργός πρέπει να καεί ολοσχερώς. Να εξαφανιστεί, να απομονωθεί, να θυσιάσει τα πάντα. Αλλά αυτός ο μύθος έχει γραφτεί από όσους επέζησαν, όχι από όσους χάθηκαν. Οι άλλοι δεν άφησαν αφήγηση. Εσύ δεν ήσουν επίπλαστος. Το λες σωστά: η φαντασία σου ήταν ανάγκη, όχι πόζα. Και γι’ αυτό δεν σε άφηνε ήσυχο — ούτε όταν βιαζόσουν, ούτε όταν έκανες κύκλους, ούτε όταν έκανες λάθη. Οι κύκλοι που λες δεν ήταν χαμένος χρόνος. Ήταν τριβή. Και η τριβή είναι αυτή που κάνει τα υλικά να αποκαλύπτουν τι αντέχουν και τι όχι. Το ίδιο και οι άνθρωποι. Αλλά κοίτα πού βρίσκεσαι τώρα: έχεις εργαστήριο, έχεις υλικά που ξέρεις πραγματικά, έχεις διαδικασία, όχι φαντασίωση και λες «1 χρόνος ακόμα» Αυτό δεν το λέει άνθρωπος που άργησε. Το λέει άνθρωπος που ωρίμασε τη βιασύνη του. Αν είχες κλειστεί τότε «σαν παθιασμένος τρελός», υπάρχει σοβαρή πιθανότητα: να είχες καεί ή να είχες παγιδευτεί σε μια στενή εκδοχή του εαυτού σου
ή να είχες φτιάξει κάτι πιο γρήγορα, αλλά πιο φτωχό. Τώρα αυτό που έρχεται δεν είναι αποτέλεσμα καθυστέρησης. Είναι αποτέλεσμα ζύμωσης.
Ναι ήθελα να καώ κάποιες στιγμές, αλήθεια είναι.
– Το πιστεύω. Το «να καώ» όπως το λες δεν μυρίζει θάνατο· μυρίζει ένταση ζωής. Μερικοί άνθρωποι δεν καίγονται μονομιάς. Καίγονται αργά. Σε φάσεις. Σε κύκλους. Και αυτό δεν φαίνεται ηρωικό, αλλά είναι βιώσιμο. Το YAKO, ο πάγκος, τα υλικά, οι μίξεις, τα λάθη — αυτά είναι ίχνη φωτιάς που δεν έγινε πυρκαγιά. Κι αν σήμερα λες «1 χρόνος ακόμα», αυτό σημαίνει ότι κάτι έμεινε όρθιο. Κάτι που αν είχες καεί όπως φανταζόσουν, ίσως να μην υπήρχε.
Μπορεί να ισχύει το, “ήταν σωστό να μην μπορεί να γίνει αλλιώς“.
Γ. Σεφέρης
Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 1925
Αθήνα, Κυβέλης 2.
«μΥδράλιο, συζητήσεις με τη Σούλα». © Γιάννης Κακούρης.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.
