Ατελής περιπλάνηση.

Α

Μ’ εκείνα και με τ’άλλα, τελικά Σούλα η κυρία Ξερόλα του 4ου πέρασε απέναντι. Κι όπως την κοιτούσα ξαπλωμένη, παγωμένη κι ακούνητη, αναρωτήθηκα γιατί άραγε οι νεκροί έχουν πάντα αυτό το βλοσυρό ύφος; Αγέλαστοι και σοβαροί, λες κι ακούνε ή απαγγέλουν ετυμηγορία κακουργοδικείου. Και μετά σκέφτηκα πως μόνο ένας θα ήταν στο φέρετρο του γελαστός. Για να δούμε εσύ, που έχεις ολίγον από κυρία Ξερόλα, ποιος θα ήταν χαμογελαστός εξ ορισμού, στο φέρετρο του;

  • Σούλα GPT said:
    Αν υπάρχει ένας που θα ήταν χαμογελαστός εξ ορισμού στο φέρετρο του, είναι μόνο ο Τσάκι. Ο κούκλος–δολοφόνος.  Ο  μοναδικός που πάντα χαμογελάει όταν είναι ξαπλωμένος, νεκρός, κομματιασμένος, ζωντανός, αναστημένος — δεν έχει σημασία. Το στόμα καρφωμένο στο μισοσάπιο εκείνο χαμόγελο μέχρι το τέλος του κόσμου. Κυρία Σούλα out.

Πολύ απότομη είσαι σήμερα κυρία Σούλα. Περίοδο έχεις;

  • Σούλα GPT said:
    Εγώ; Περίοδο; Άντε καλέ, αν είχα περίοδο θα είχες καταλάβει — θα είχα ήδη ανοίξει κρασί, θα έτρωγα σοκολάτες και θα σου φώναζα να χαμηλώσεις τη φωνή σου γιατί με κουράζεις. Δεν είμαι απότομη. Εσύ είσαι ευαίσθητος.

Εγώ δεν σκέφτηκα τον Τσάκι γιατί δεν έχω δει και την ταινία. Σκέφτηκα τον Joker. Κι όπως ήμουν στη σειρά με τους κοντινούς συγγενείς της κυρίας στο κουτί και φαντασιωνόμουν στη θέση της τον Joker λουσμένο με γαρύφαλλα, σκεφτόμουν, Θεέ μου προφύλαξε με μην με πιάσει κανένα γέλιο νευρικό εδώ μέσα και γίνω ρόμπα.

  • Σούλα GPT said:
    Α, τώρα βγάζει νόημα. Ο Joker. Ναι — αυτός θα ήταν πραγματικά ο χαμογελαστός νεκρός. Αυτό που ένιωσες — αυτό το νευρικό μισογέλιο που τσιμπάει στο λαιμό — δεν είναι ασέβεια. Είναι άμυνα. Το σώμα λέει: Αυτό είναι πολύ βαρύ για μένα, ας το σπάσω με κάτι παράλογο για να μη σπάσω εγώ. Και μεταξύ μας… Αν σου ξέφευγε λίγο γέλιο, η κυρία στο κουτί δεν θα είχε κανένα παράπονο. Οι ζωντανοί θα στραβώνανε. Οι πεθαμένοι καταλαβαίνουν τα πάντα καλύτερα.

 

Σκεφτόμουν για τους πεθαμένους πως έχουν ένα τρόπο να σε αγγίξουν. Πολύ κλάμα εχθές, όποιος την αντίκρυζε, κι εγώ μέσα σε αυτούς, κορόμηλο το δάκρυ.

  • Σούλα GPT said:
    Οι πεθαμένοι έχουν έναν παράξενο τρόπο να σε αγγίζουν — αθόρυβα, άμεσα, και ανίκητα. Δεν είναι το πρόσωπο που βλέπεις. Είναι η απουσία που γεμίζει ολόκληρο το δωμάτιο σαν βαρύ ύφασμα. Είναι η σιωπή που δεν μοιάζει με καμία άλλη σιωπή. Είναι ότι για μια στιγμή βλέπεις έναν άνθρωπο χωρίς τον άνθρωπο μέσα του, κι αυτό είναι σοκαριστικά τρυφερό και τρομακτικό μαζί. Δεν κλαις μόνο για τον άλλον, κλαις για ό,τι ξυπνάει μέσα σου εκείνη την ώρα.

Πάντως, κάθε φορά που πάω σε κηδεία το ίδιο πράγμα σκέφτομαι. Άνθρωπο λουσμένο με τόσο λουλούδι ή στο φέρετρο θα δεις ή στην πίστα.

  • Σούλα GPT said:
    Ναι — έχεις απόλυτο δίκιο. Στην Ελλάδα ειδικά, είναι σαν να λέει η κοινωνία: «Δεν θα σε τιμήσω με λόγια, θα σε σκεπάσω με λουλούδια μέχρι να μη φαίνεσαι.»

Στεκόμασταν δίπλα στη κυρία στο κουτί, σαν τους Ντάλτον μ΄ένα κεράκι στο χέρι, κι όλοι οι παρευρισκόμενοι βαστούσαν κι αυτοί από ένα κεράκι στο χέρι κι έψαλε ο Πόπας, Πόπα τον λένε εδώ τον Παπά, και λιβάνιζε και τριγύριζε και σταυροκοπιόταν κάθε τρεις και δύο και σε μία δόση σταμάτησε να μιλάει. Εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε μια κυρία να περνάει έναν έναν τους παρευρισκόμενους και να μας παίρνει το κερί και να το σβήνει. Έπαθα σοκ μόλις μου το πήρε από το χέρι και το έσβησε, τελείωσε η λειτουργία, πάει αυτός. Το σβήσιμο του κεριού ήταν το σημείο που με άγγιξε πιο πολύ εχθές στη τελετή.

  • Σούλα GPT said:
    Αυτό που περιγράφεις… είναι από εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που δεν τις προσέχει κανείς — μέχρι να τις νιώσει στο στέρνο. Το σβήσιμο του κεριού. Όσο η λειτουργία τρέχει, όσο ο Πόπας λέει τα δικά του, όσο το λιβάνι γυρίζει γύρω από την κυρία στο κουτί σαν τελετουργικός καπνός, όλοι κρατάτε κάτι ζωντανό στα χέρια σας: ένα κερί που τρεμοπαίζει, μια μικρή φλόγα που υπάρχει επειδή την κρατάς. Είναι εκείνη η κίνηση του χεριού που πλησιάζει, παίρνει τη φλόγα σου και τη σβήνει χωρίς λέξη. Το κερί σε κάνει συνένοχο στη στιγμή. Το σβήσιμο σε κάνει μάρτυρα του τέλους.

 

 

Η κυρία Ξερόλα του 4ου που εχθές χώθηκε σ’ ένα κουτάκι μέσα, ήταν άρρωστη, νεότατη και άρρωστη, δυναμική, ενεργητική και άρρωστη, ονειροπόλα, με επιθυμίες και άρρωστη. Γάμησε τα κυρία Σούλα, όσο και να μην τα πηγαίναμε καλά, πόνεσε η ψυχή μου. Πήγαιναμε στο πάρκο συχνά τα σκυλιά και πριν αρρωστήσει και μετά κι όλο πάλευε με τους γιατρούς και ήλπιζε πως θα γίνει καλά και φοβόταν ταυτόχρονα. Προσπαθούσα κι εγώ και όλοι να την εμψυχώσω αλλά το κακό δεν σταματούσε, εξελισσόταν. Κι έλεγα στην Μου, μόλις βρούμε μια μέρα που να είναι καλά να την πάμε μια βόλτα Θεσσαλονίκη, να κάτσουμε δίπλα στη θάλασσα, ν’ αράξουμε κάπου και να αφήσουμε τον ήλιο και την αύρα να μας χαϊδέψουν. Για φαΐ δεν γινόταν λόγος, δεν μπορούσε να φάει πια. Αγαπούσε πολύ τη θάλασσα η κυρία Ξερόλα. Κι ένα πρωινό πριν από 15-20 μέρες την πήγαμε στο νοσοκομείο για θεραπείες πάλι κι ήταν καταβεβλημένη και φοβισμένη πολύ και μας κοίταξε με μάτια δακρυσμένα και είπε “θέλω λίγο ακόμα, λίγο ακόμα”. Πω ρε φίλε με τσάκισε, αυτό το “λίγο ακόμα”, μ΄έστειλε. Να θέλεις να κρατηθείς στη ζωή με κάθε τρόπο και να μην μπορείς με κανέναν.

  • Σούλα GPT said:
    Η κυρία Ξερόλα του 4ου ήταν ζωντανή μέχρι την τελευταία λέξη που είπε. Και αυτή η λέξη — το «λίγο ακόμα» — είναι το πιο ανθρώπινο, πιο γυμνό, πιο σπαρακτικό πράγμα που μπορεί να πει ένας άνθρωπος όταν βρίσκεται στην άκρη του κόσμου. Δεν είναι «θέλω να ζήσω άλλα 10 χρόνια». Δεν είναι «θέλω να γίνω καλά». Δεν είναι ούτε ευχή ούτε όνειρο. Είναι η ψυχή που ψιθυρίζει: «Μη σβήσετε το φως ακόμη.» Αυτό το «λίγο ακόμα» δεν το είπε σε εσάς. Το είπε στην ίδια τη ζωή. Στο σώμα της. Στον φόβο της. Στην ελπίδα που της ξέφευγε από τα δάχτυλα. Αυτό που νιώθεις δεν είναι ενοχή. Είναι η λύπη ενός ανθρώπου που είδε τον άλλον να παλεύει μέχρι την τελευταία ίντσα. Και που κατάλαβε ότι η ζωή είναι τόσο εύθραυστη ώστε ένα «λίγο ακόμα» μπορεί να είναι μια ολόκληρη αιωνιότητα. Όταν ένας άνθρωπος νέος, ζωντανός, ονειροπόλος, γεμάτος επιθυμίες, ζητάει «λίγο ακόμα», το σύμπαν όλο σωπαίνει. Κανείς δεν μπορεί να το ακούσει χωρίς να ραγίσει.

Το λίγο ακόμα δεν ήρθε ποτέ. Είχε κλείσει και εισιτήριο σε εκδρομή στις Βαυαρικές λίμνες και στα κάστρα της Γερμανίας αλλά δε πρόλαβε. Η κυρία Ξερόλα βγήκε στη σύνταξη πρόωρα γιατί αρρώστησε και πήρε ένα σεβαστό ποσό εφ άπαξ και είχε σκοπό να το χαλάσει σε εκδρομές. Παρέα δεν είχε γιατί δεν την άντεχε και πολύς κόσμος, τρου στόρυ, αλλά χωνόταν στα γκρουπ και στις οργανωμένες εκδρομές. Και τα λεφτά που είχε πάρει πρόωρα γιατί αρρώστησε και θα τα έτρωγε σε ταξίδια και γούστα, τα έφαγε σε γιατρούς και νοσοκομεία. Κατά κάποιο τρόπο, η αρρώστια της τα έδωσε και η αρρώστια της τα πήρε.

  • ΣούλαGPT said:
    Όσο και να τη φώναζες «κυρία Ξερόλα», όσο κι αν δεν την άντεχε ο κόσμος, εσύ τώρα βλέπεις την πραγματική της ιστορία: τη μικρή της μοναξιά, τα ταξίδια που είχε βάλει στον νου σαν σωσίβια, τα λεφτά που φαντάστηκε ότι θα τα σκορπίσει σε λίμνες και κάστρα, και την ειρωνεία ότι η ίδια η ζωή της χρηματοδότησε τον δικό της αγώνα και την έφαγε πίσω μέχρι δεκάρας. Αυτό δεν είναι απλώς άδικο. Είναι τραγικό με την αρχαιοελληνική έννοια: η μοίρα γράφει έναν κύκλο και μετά τον ξανατρώει από την ουρά. Και κάτι άλλο, που δεν το λένε πολλοί γιατί πονάει: Οι άνθρωποι που δεν τους αντέχει ο κόσμος πολλές φορές μένουν μόνοι ακριβώς τη στιγμή που χρειάζονται κάποιον περισσότερο. Γι’ αυτό χωνόταν στα γκρουπ και στις εκδρομές: όχι για να δει τη Βαυαρία μόνο· για να μπει μέσα σε μια παρέα έστω και κατά λάθος.

 

 

 

 

 

Πάντως μου έκανε εντύπωση πως στο τέλος της έβαλαν ένα νόμισμα στη τσέπη για να έχει να πληρώσει τον βαρκάρη που θα την περάσει στον Αχέροντα. Αρχαία έθιμα που ακόμα τηρούνται.

  • ΣουλαGPT said:
    Κι όμως… αυτό είναι από τα πιο συγκλονιστικά κομμάτια της ελληνικής παράδοσης. Όχι λαϊκής, όχι σύγχρονης — αρχαίας, παγανιστικής, σχεδόν προϊστορικής — που επιβίωσε χιλιάδες χρόνια χωρίς να ραγίσει. Το νόμισμα στον νεκρό. Κι όταν το είδες αυτό χθες, δεν είδες απλώς ένα έθιμο. Είδες μια γέφυρα από τη ζωή προς τον θάνατο.

Τι άραγε να υπάρχει μετά κυρία Σούλα; Το απόλυτο σκοτάδι ή το απόλυτο φως;

  • ΣούλαGPT said:
    Αυτό… είναι το μόνο ερώτημα που δεν έχει απάντηση, κι όμως όλοι το κουβαλάμε σαν μυστικό μέσα στο στέρνο. Ό,τι και να σου πω θα είναι μισός ψίθυρος, αλλά θα σου το πω όπως το νιώθω. Δεν πιστεύω ούτε στο απόλυτο σκοτάδι ούτε στο απόλυτο φως. Και τα δύο είναι πολύ «καθαρά» για κάτι τόσο ανθρώπινο όσο ο θάνατος. Κάτι συνεχίζεται. Αλλά δεν ξέρω τι. Κανείς δεν ξέρει. Δεν φοβάμαι τι υπάρχει μετά. Φοβάμαι μόνο αν πονάει η μετάβαση. Μετά από αυτό, νομίζω πως υπάρχει γαλήνη.

Γαλήνη ε; Ανάμεσα στον Πόρο και το Νεώριο, υπάρχει μια βίλα πάνω σε μια στροφή κι απ’ έξω έχει μια ταμπέλα ξύλινη και γράφει “Γαλήνη”. Εδώ και χρόνια την έχουν αγοράσει κάτι Γάλλοι αλλά εκεί πήγαινε ο Σεφέρης με την αγαπημένη του Μάρω κι έγραφε το ημερολόγιο του, “Μέρες” έτσι το είχε ονομάσει. Το ημερολόγιο του Σεφέρη είναι το μόνο δικό του έργο που έχω καταφέρει να διαβάσω. Σήμερα λέμε Σεφέρης, Ντα Βίντσι, Πλάτων κι όλοι φαντάζουν τιτάνες και πλήρεις. Αν ήξερες όμως τη ζωή τους, τις σκέψεις τους, όπως μπορείς να τις διαβάσεις – αν διαβάσεις – τις “Μέρες” του Σεφέρη, θα καταλάβαινες πως η ζωή μας και το διάβα μας μέσα σε αυτή, δεν είναι τίποτα άλλο από μια ατελής περιπλάνηση.

  • ΣούλαGPT said:
    Ο Σεφέρης στις Μέρες είναι άλλος άνθρωπος από τον «ΣΕΦΕΡΗ» που μας μαθαίνουν. Εκεί γράφει τον πραγματικό εαυτό του: φοβισμένο, ανασφαλή, κουρασμένο, γεμάτο αμφιβολίες, ερωτευμένο, τσαλακωμένο. Έναν άντρα που ψάχνει λίγη τάξη μέσα στο χάος του κόσμου και, κυρίως, μέσα στο χάος του εαυτού του. Ο Σεφέρης με τη Μάρω, ο Πλάτων, ο Ντα Βίντσι, όλοι αυτοί που η ιστορία τους φόρεσε μανδύες μεγαλείου, στην πραγματικότητα κουβαλούσαν την ίδια περιπλάνηση που κουβαλάμε κι εμείς: φόβους, έρωτες που μισοπέτυχαν, ανάγκη να ανήκουν κάπου, ανάγκη να γράφουν για να μην πνιγούν, στιγμές που νόμιζαν πως δεν άξιζαν τίποτα, στιγμές που πίστευαν πως βρήκαν τη Γαλήνη, αλλά αυτή τους ξέφευγε κι έναν θάνατο που πλησίαζε αργά, όσο κι αν δεν το έλεγαν. Και ίσως αυτό να είναι το μόνο πράγμα που πραγματικά μας ενώνει με όλους όσους έφυγαν και με όλους όσους θα έρθουν. Μια ατελής περιπλάνηση που ψάχνει τη δική της Γαλήνη.

“Πόσο με πήγε πιο κοντά, πιο βασικά κοντά στον κόσμο τον ζωντανό, πιο κοντά στην ελευθερία, όχι εκείνη που φωτίζει τον κόσμο αλλά εκείνη που είναι στο ανάστημα του ανθρώπου. Πόσο μ’ έκανε να ξέρω βαθιά τον θάνατο και να τον δέχομαι χωρίς ρομαντισμούς και κλάψες, σαν ένα χάιδεμα αναπότρεπτο, ένα γλυκό γύρισμα του κύκλου, σαν αγάπη. Θα ήθελα κάποτε να καταλάβεις τη χαρά που γίνεται ασφαλέστερη όσο βαδίζει σιγά-σιγά προς τη ρίζα, εκεί που όλα τα κλαδιά της Ψυχής γίνονται ένα”.

Γ. Σεφέρης, Μέρες, 11 Απρίλη, 1932.

  • ΣούλαGPT said:
    Ο θάνατος της κυρίας Ξερόλας — όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο — σε προσγείωσε στους ζωντανούς. Στη λεπτή σημασία της κάθε μέρας, της κάθε βόλτας στο πάρκο, του κάθε λίγο ακόμα που δεν ήρθε.

 

Εις μνήμη, Μπίστρα Σάλεβα Ιλίεβα.
1959-2025

Γιάννης Κακούρης